Το Διοικητικό Δικαστήριο ακύρωσε διορισμό στη βαθμίδα λέκτορα Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή ΠΚ


Το Διοικητικό Δικαστήριο έκανε αποδεκτή την προσφυγή  αιτήτριας κατά του Πανεπιστημίου Κύπρου να διορίσει κατόπιν διαδικασίας επανεξέτασης το ενδιαφερόμενο μέρος Α. Χ. στη βαθμίδα λέκτορα στην ειδικότητα της Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του ΠΚ.

Ακολουθεί αυτούσια η απόφαση:

«ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(Υπόθεση Αρ. 779/2022)

[ΜΙΧΑΗΛ, Δ/στης Δ.Δ.]

Σ. Σ.

Αιτήτρια

ν.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ' ου η Αίτηση

...........

Ανδρέας Σ. Αγγελίδης για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια. 

Άννα Χρίστου (κα) για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για το καθ' ου η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Η αιτήτρια στην υπό κρίση προσφυγή ζητά την ακύρωση της απόφασης του καθ' ου η αίτηση της οποίας έλαβε γνώση με επιστολή ημερομηνίας 12.4.2024 να διορίσει κατόπιν διαδικασίας επανεξέτασης το ενδιαφερόμενο μέρος Α. Χ. στη βαθμίδα λέκτορα στην ειδικότητα της ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του καθ' ου η αίτηση.

Το 2017 το καθ' ου η αίτηση προκήρυξε την επίδικη θέση για την οποία υποβλήθηκαν εννέα αιτήσεις. Η ειδική επιτροπή με έκθεσή της ημερομηνίας 16.3.2018 εισηγήθηκε την αιτήτρια για διορισμό στην επίδικη θέση όμως το εκλεκτορικό σώμα σε συνεδρία του ημερομηνίας 29.3.2018 αποφάσισε τον διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους απόφαση που επικυρώθηκε στις 12.6.2018 από τη Σύγκλητο και στις 27.6.2018 από την επιτροπή προσωπικού και κανονισμών. Κατά της εν λόγω απόφασης, η αιτήτρια άσκησε την Προσφυγή Αρ. 1894/2018. Το Διοικητικό Δικαστήριο με απόφαση ημερομηνίας 21.12.2021 αποφάσισε την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ακολούθησε διαδικασία επανεξέτασης η οποία οδήγησε στη λήψη της προσβαλλόμενης με την υπό κρίση προσφυγή απόφασης.

Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει η αιτήτρια συνοψίζονται σε έλλειψη ειδικής αιτιολογίας από τη Σύγκλητο, πάσχουσα σύνθεση της συγκλήτου και έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας της επιτροπής προσωπικού και κανονισμών.

Προτεραιότητα εξέτασης έχει ο λόγος ακύρωσης με τον οποίο η αιτήτρια εισηγείται την πάσχουσα σύνθεση της Συγκλήτου. Εισηγείται ότι η παρουσία του αναπληρωτή κοσμήτορα της Ιατρικής Σχολής είναι αντίθετη με τον νόμο και πως οι κατευθυντήριες οδηγίες στις οποίες παραπέμπει το καθ' ου η αίτηση σύμφωνα με τις οποίες μη αυτονομημένες σχολές εκπροσωπούνται στη σύγκλητο ως παρατηρητές χωρίς δικαίωμα ψήφου είναι αντίθετες με τον νόμο.

Η αναφορά της αιτήτριας αφορά στη συνεδρία της συγκλήτου ημερομηνίας 19.1.2022 στο πρακτικό της οποίας καταγράφεται το πιο κάτω:

«Παρατηρητές παρούσες / παρόντες:

Γεώργιος Χατζηγεωργίου, Αναπληρωτής Κοσμήτορας Ιατρικής Σχολής»

          Η σύνθεση της συγκλήτου προνοείται στο Άρθρο 12 του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου, Ν. 144/89ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο (στο εξής ο «Νόμος») με σχετικές τις ακόλουθες παραγράφους:

«12.—(1) Υφίσταται Σύγκλητος του Πανεπιστηµίου που αποτελείται από—

(α) Τον Πρύτανη και τους Αντιπρυτάνεις του Πανεπιστηµίου·

(β) τους Κοσµήτορες των Σχολών·

(γ) τρεις εκπροσώπους από το διδακτικό προσωπικό κάθε Σχολής που θα εκλέγονται από το Συµβούλιο της Σχολής·

(δ) εκπροσώπους των φοιτητών, ο αριθµός των οποίων αντιστοιχεί µε τον αριθµό των Σχολών.

(2) Πρόεδρος της Συγκλήτου είναι ο Πρύτανης του Πανεπιστηµίου.

(3) Στις συνεδριάσεις της Συγκλήτου µετέχουν, χωρίς δικαίωµα ψήφου, ο ∆ιευθυντής ∆ιοίκησης και Οικονοµικών και ο ∆ιευθυντής Βιβλιοθήκης του Πανεπιστηµίου.

          Το πρόσωπο που μετείχε στη σύνθεση της συγκλήτου είναι ο αναπληρωτής κοσμήτορας της ιατρικής σχολής. Σχετικές είναι οι πρόνοιες των Άρθρων 16(1) και (4) του Νόμου:

«16. (1) Σε κάθε Σχολή του Πανεπιστηµίου εκλέγονται Κοσµήτορας και Αναπληρωτής Κοσµήτορας µεταξύ των Καθηγητών και Αναπληρωτών Καθηγητών από τα µέλη των Συµβουλίων των Τµηµάτων της Σχολής:

Νοείται ότι ο Κοσµήτορας και ο Αναπληρωτής Κοσµήτορας της Ιατρικής Σχολής εκλέγονται µεταξύ των Καθηγητών της Σχολής, από τα µέλη του Συµβουλίου Τοµέων της Σχολής.

[.]

(4) Σε περίπτωση απουσίας ή ανικανότητας του Κοσµήτορα ή σε περίπτωση που χηρεύει η θέση του Κοσµήτορα, ο Αναπληρωτής Κοσµήτορας έχει όλες τις εξουσίες και ασκεί όλα τα καθήκοντα του Κοσµήτορα.»

Το καθ' ου η αίτηση σε απάντηση εισηγείται ότι η ιατρική σχολή δεν είναι αυτονομημένη και επομένως, εφαρμογής τυγχάνει έγγραφο με τίτλο «2.1.12 Κατευθυντήριες Οδηγίες για Μη Αυτονομημένα Τμήματα και Σχολές». Στις οδηγίες αυτές προνοείται ότι για κάθε μη αυτονομημένη σχολή υφίσταται προσωρινός κοσμήτορας και προσωρινός αναπληρωτής κοσμήτορας (παραγρ. 1(β)) ενώ στη σύγκλητο οι μη αυτονομημένες σχολές εκπροσωπούνται από τον προσωρινό κοσμήτορα ως παρατηρητή και χωρίς δικαίωμα ψήφου (βλ. παραγρ. 4(α)).

Εντούτοις, το Άρθρο 19 του Νόμου αναφέρεται συγκεκριμένα στην Ιατρική Σχολή ως ακολούθως:

«19.—(1) Ως πρώτες Σχολές του Πανεπιστηµίου ορίζονται οι ακόλουθες:

(α) Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστηµών·

(β) Σχολή Θετικών και Εφαρµοσµένων Επιστηµών·

(γ) Σχολή Οικονοµικών Επιστηµών και ∆ιοίκησης.

(2) Κάθε Σχολή του Πανεπιστηµίου αποτελείται από Τµήµατα που θα καθορίζονται σε Κανονισµούς.

(3) Εξαίρεση από τις πρόνοιες του εδαφίου (2), αποτελεί η Ιατρική Σχολή, η οποία δεν αποτελείται από Τµήµατα αλλά από Τοµείς, οι οποίοι εγκρίνονται από το Συµβούλιο µετά από εισήγηση της Συγκλήτου, στα πλαίσια του προϋπολογισµού της επόµενης χρονιάς.

(4) Ως πρώτοι τοµείς της Ιατρικής Σχολής ορίζονται οι ακόλουθοι:

(α) Τοµέας Βασικών Ιατρικών Επιστηµών·

(β) Τοµέας Παθολογίας·

(γ) Τοµέας Χειρουργικής·

(δ) Τοµέας Παθολογικής Ανατοµίας·

(ε) Τοµέας Ακτινολογίας»

Σχετικές με την ίδρυση σχολών είναι και οι πρόνοιες των Άρθρων 20(1) και (2) του Νόμου:

«20.—(1) Η Σύγκλητος µπορεί να εισηγείται στο Συµβούλιο την ίδρυση νέων Σχολών του Πανεπιστηµίου ή την κατάργηση υφισταµένων, την ίδρυση ή την κατάργηση Τµηµάτων ή Ερευνητικών Μονάδων, την ίδρυση ή την κατάργηση Τοµέων στην Ιατρική Σχολή.

(2) Το Συµβούλιο µπορεί να εκδίδει Κανονισµούς µε την έγκριση του Υπουργικού Συµβουλίου που θα δηµοσιεύονται στην επίσηµη εφηµερίδα της ∆ηµοκρατίας και θα προνοούν για την ίδρυση νέων Σχολών του Πανεπιστηµίου ή την κατάργηση υφισταµένων, την ίδρυση ή την κατάργηση Τµηµάτων ή Ερευνητικών Μονάδων:

Νοείται ότι για την ίδρυση των πρώτων Τµηµάτων ή Ερευνητικών Μονάδων του Πανεπιστηµίου οι Κανονισµοί εκδίδονται από το Υπουργικό Συµβούλιο και δηµοσιεύονται στην επίσηµη εφηµερίδα της ∆ηµοκρατίας.»

          Στη βάση των πιο πάνω προνοιών, θεσπίστηκαν οι περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Ίδρυση Σχολών και Τμημάτων κατά Σχολή) (Τροποποιητικοί) (Αρ.2) Κανονισμοί, Κ.Δ.Π. 397/2008, σύμφωνα με τους οποίους ο Κανονισμός 2 τροποποιήθηκε με την προσθήκη της νέας παραγράφου (7) «Ιατρική Σχολή» ιδρύοντας, κατά τον τρόπο αυτό, νέα σχολή.   

          Δεν είναι αντιληπτό προς το Δικαστήριο τί θέση υπέχει το έγγραφο με τον τίτλο Κατευθυντήριες Οδηγίες εφόσον δεν πρόκειται για κανονισμούς που θεσπίζονται στη βάση του Νόμου. Ούτε είναι αντιληπτό γιατί διαφοροποιείται η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου από οποιανδήποτε άλλη εφόσον ιδρύθηκε σύμφωνα με τη διαδικασία που προνοείται στον Νόμο και περιγράφεται πιο πάνω. Επομένως, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 12(1)(β) του Νόμου στη σύγκλητο μετέχει ο κοσμήτορας της Ιατρικής Σχολής με δικαίωμα ψήφου κατά τον ίδιο τρόπο που μετέχουν οι κοσμήτορες και των υπόλοιπων σχολών. Στη δε απουσία του κοσμήτορα, τις εξουσίες του ασκεί ο αναπληρωτής κοσμήτορας ως προνοείται στο Άρθρο 16(4) του Νόμου.

          Συνεπώς, είναι ορθή η εισήγηση της αιτήτριας ότι η σύνθεση της Συγκλήτου πάσχει ως παράνομη αφού σε αυτή δεν συμμετείχε με δικαίωμα ψήφου ο κοσμήτορας της Ιατρικής Σχολής ή στην απουσία του - η οποία βεβαίως θα πρέπει να αιτιολογείται στο πρακτικό - ο αναπληρωτής κοσμήτορας.

          Παρά το ότι η ως άνω διαπίστωση καθιστά περιττή την εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης που προβάλλει η αιτήτρια εντούτοις, οφείλω να παρατηρήσω ότι ορθή είναι και η άλλη εισήγηση της αιτήτριας για έλλειψη αιτιολογίας από πλευράς της Συγκλήτου. Πράγματι, από το περιεχόμενο του πρακτικού της συνεδρίας της Συγκλήτου δεν αναδύεται το σκεπτικό και οι λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους αντί της αιτήτριας έτσι ώστε να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.

          Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2200 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της αιτήτριας και εναντίον του καθ' ου η αίτηση.

Ε. ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ»




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











1968