Η Παιδεία, μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στην προσπάθεια κατανόησης και αντίληψης των μελών των δύο κοινοτήτων στην ευρύτερη προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού, αλλά ο κύριος ρόλος της θα πρέπει να έρθει να εφαρμόζεται μετά την οριστική συμφωνία για λύση.
Σύμφωνα με Δελτίο Τύπου του Πανεπιστημίου Λευκωσίας:
«Η πολυφωνία είναι σημαντικός τρόπος για λύση και αποδοχή των ετεροτήτων. Πρώτα όμως πρέπει να εμπεδωθεί το αίσθημα της ασφάλειας ανάμεσα στις δύο κοινότητες του νησιού και ύστερα να εμβανθυνθεί η διαδικασία αλληλοκατανόησης των μελών τους, καθώς και η προσπάθεια επούλωσης των πληγών που έχουν δημιουργηθεί ύστερα από τραγικά γεγονότα δεκαετιών, τα οποία δεν είναι εύκολο να λησμονηθούν από τη μια μέρα στην άλλη. Οι Ε/Κ ακόμα και σήμερα εμφανίζονται βαθειά διχασμένοι ως προς την πορεία διευθέτησης του εθνικού ζητήματος, όπως φάνηκε σε εκδήλωση των οργανώσεων ενεργών πολιτών «Πολιτεία» και «ΟΠΕΚ», με αρωγό το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.
Σε μια κατάμεστη αίθουσα ΟΥΝΕΣΚΟ του Πανεπιστημίου, συζητήθηκε ευρύτατα το ζήτημα της δικοινοτικής Παιδείας. «Κάθε φορά που κάτι θετικό πάει να γίνει στην προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού η Παιδεία χρησιμοποιείται ως πυροσβεστικός και όχι ως προληπτικός παράγοντας. Θυμόμαστε την Παιδεία εκ των υστέρων», υπέδειξε η κα Ανδρούλα Βασιλείου, τ. Επίτροπος της ΕΕ, υπεύθυνη για την Παιδεία, τον Πολιτισμό, την Πολυγλωσσία και τη Νεολαία. Αναφέρθηκε στον ρόλο και τις προκλήσεις των εκπαιδευτικών, για την ευθύνη των Ε/Κ για συνεργασία με τις Τ/Κ εκπαιδευτικές και πολιτιστικές οργανώσεις, τόνισε την αναγκαιότητα επανασύνδεσης του κυπριακού λαού στο σύνολό του, μίλησε για την ανάγκη μεγάλης αλλαγής στις δομές του εκπαιδευτικού συστήματος ώστε να προάγονται η καινοτομία, η δημιουργικότητα και η κριτική σκέψη, αποκάλεσε την Παιδεία βασικό πυλώνα ειρηνικής συμβίωσης, δηλαδή της προσπάθειας να έρθουν πιο κοντά οι δύο κοινότητες, και υποστήριξε με θέρμη την άποψη πως η Ελληνική και η Τουρκική έπρεπε να διδάσκονταν στα σχολεία των δύο κοινοτήτων εδώ και πολλά χρόνια .
Ο δρ. Παναγιώτης Περσιάνης, πρώην αναπληρωτής καθηγητής στη Συγκριτική Εκπαίδευση (Παν. Κύπρου), υπέδειξε πως οι απόψεις του υποστηρίζουν την επανένωση της Κύπρου, αλλά πως ο διορισμός της Τεχνικής Επιτροπής για την Εκπαίδευση είναι πρόωρος και βεβιασμένος. «Είναι πρόωρος γιατί έγινε πριν επιτευχθεί πολιτική λύση στο Κυπριακό. Πρέπει πρώτα και οι δυο κοινότητες να νοιώσουν ασφάλεια. Δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή κοινή αφήγηση. Προηγείται λοιπόν η συμφωνία και μετά να επιστρατευθεί η Παιδεία για την επούλωση των πληγών. Δεν είναι δυνατό η αφορμή για τη δημιουργία της Τεχνικής Επιτροπής να είναι ένα αρνητικό γεγονός (επίθεση Ε/Κ μαθητών σε Τ/Κ). Η συνύπαρξη είναι δύσκολη και η διοργάνωση μερικών καλλιτεχνικών φεστιβάλ δε λύνει το πρόβλημα. Γιατί στην πράξη τα πράγματα είναι διαφορετικά» επισήμανε, προσθέτοντας πως υπάρχει τεράστιο πρόβλημα και με τη γλώσσα.
«Πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχουν ιδεολογικά ουδέτερα συστήματα. Η εκπαίδευση, δεν μπορεί να είναι αποκομμένη» ανάφερε στο ξεκίνημα της εισήγησης του ο ιστορικός δρ. Παύλος Παύλου (Ιστορία της Εκπαίδευσης- Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο). Ο ομιλητής αναφέρθηκε στην ανάγκη αποδοχής της διαφορετικότητας των δύο πλευρών, επικρίνοντας τις ηγεσίες τους «γιατί στην ουσία μιλούν ως εκπρόσωποι εθνικών κοινοτήτων και όχι πολιτών ενός κράτους», αποκάλεσε την εκπαίδευση «αιχμή του δόρατος» στην προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού, χαρακτήρισε ουτοπία τη δικοινοτική εκπαίδευση, χωρίς προηγουμένως να έχουν γίνει αλλαγές στον «μονοκοινοτικό χαρακτήρα» του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, υπέδειξε να «διαβάσουμε καλά το παρελθόν», πρόβλεψε πως δεν είναι εφικτή λύση «χωρίς να αλλάξουμε», ζήτησε αναδιάρθρωση της Τεχνικής Επιτροπής για την Εκπαίδευση, πρότεινε το πλαίσιο για την εκπαίδευση να είναι έτοιμο πριν από τη λύση, και ζήτησε συμφιλιωτικό κλίμα στα σχολεία. Κατέληξε προτείνοντας οι συζητήσεις να διεξάγονται «στο πλαίσιο δομημένου διαλόγου, για να καταλήξουμε κάπου».
Ο συντονιστής της εκδήλωσης, κοινωνιολόγος Δρ. Νίκος Περιστιάνης, Πρόεδρος του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, στη συζήτηση που ακολούθησε τόνισε την ανάγκη υπομονής και ανοχής των διαφορετικών απόψεων εντός της Ε/Κ κοινωνίας. Ακολούθησαν παρεμβάσεις από τους παραβρισκόμενους με αναφορές στα μαθήματα από την ιστορία του Κυπριακού, τις εμπειρίες από άλλες χώρες, καθώς και τις νέες προσεγγίσεις της ιστορίας και των κοινωνικών επιστημών γενικά».