Διορισμοί και μονιμοποιήσεις των δασκάλων στα πρώτα χρόνια της Ανεξαρτησίας. Ιστορική προσέγγιση


ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΣΟΥΛΙΔΗ*  

Μέρος Α΄

Με αφορμή τη συζήτηση που γίνεται για το Προτεινόμενο Σχέδιο Διορισμών, εκτιμώ ότι είναι συνετό και, ίσως, χρήσιμο, να παραθέσω μια σύντομη αναφορά ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα μέσα από μια ιστορική προσέγγιση, η οποία αγγίζει το θέμα στα πρώτα χρόνια της Ανεξαρτησίας. Το σημερινό πρώτο μέρος και το δεύτερο μέρος που έπεται τοποθετείται χρονικά στην περίοδο της Αποικιοκρατίας έως και τα πρώτα χρόνια της Ανεξαρτησίας (1965). Ας σημειωθεί ότι η ανακοίνωση δεν αγγίζει καθόλου τη σημερινή πρόταση αφού δεν έχει αυτή τη στόχευση, αλλά επιχειρεί την εμπλοκή των αναγνωστών σε μια ιστορική ανάγνωση του ζητήματος.

Στην περίοδο της Αγγλοκρατίας, η κατάταξη των δασκάλων στο μόνιμο προσωπικό προϋπέθετε επιτυχία στις Κρατικές  Εξετάσεις της Αγγλικής Γλώσσας (Government Ordinary Examinationin English). Μετά το 1935, το μέτρο αυτό γινόταν πιο απαιτητικό[1], αφού απαιτούσε η επιτυχία να συνοδεύεται με διάκριση[2]. Η ίδια προϋπόθεση ίσχυε και στην περίπτωση που οι δάσκαλοι επιδίωκαν την ανέλιξή τους σε ανώτερη τάξη. Στην τάξη των «προσωρινών» δασκάλων μετέπιπταν, κατ’ επέκταση, όσοι δάσκαλοι δεν επιτύγχαναν σε αυτές τις εξετάσεις, καθώς και οι δασκάλες που αποφάσιζαν να παντρευτούν ή να αποκτήσουν παιδιά και τα παιδιά τους δεν είχαν συμπληρώσει το 12ο έτος ηλικίας. Έτσι, μια μόνιμη δασκάλα ή διευθύντρια αναγκαζόταν σε παραίτηση από την εργασία της και όταν επαναδιοριζόταν κατατασσόταν στο προσωρινό προσωπικό, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν ως προς τη μισθοδοσία, την ανέλιξη και τη σύνταξή της. Οι ίδιες αρνητικές συνέπειες ως προς τη μισθοδοσία, την ανέλιξη αλλά και τη σύνταξη ίσχυαν και για όσους εκπαιδευτικούς στερήθηκαν της μονιμοποίησης.

Η αποκατάσταση των αποικιοκρατικών αδικιών θα αποδειχθεί μια δύσκολη διαδικασία, καθώς προϋποθέτει ένα σημαντικό οικονομικό κόστος, το οποίο η Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση Κύπρου δεν φαίνεται ικανή να αναλάβει. Για την κατάταξη των προσωρινών δασκάλων στο μόνιμο προσωπικό, τίθενται ως προϋπόθεση «τα αποτελέσματα της εργασίας των», κάτι που ωστόσο δεν διευκρινίζεται και δεν είναι εύκολα μετρήσιμο, οδηγώντας αναπόφευκτα σε αιχμές για την ύπαρξη διακρίσεων και υποκειμενικότητας.

Το ζήτημα των προσωρινών δασκάλων και διδασκαλισσών θα επισκιαστεί από το ζήτημα των ύπανδρων διδασκαλισσών, καθώς η απόφαση για γάμο και τεκνοποίηση οδηγούσαν στην προσωρινότητα μόνιμες δασκάλες. Το γεγονός αυτό θα αποτελέσει αφορμή για να υπάρξουν εσωτερικές συγκρούσεις και επικρίσεις, καθώς η μια επηρεαζόμενη ομάδα των προσωρινών δασκάλων  αισθάνεται ότι τοποθετείται σε δεύτερη μοίρα έναντι της ομάδας των προσωρινών ύπανδρων διδασκαλισσών. Γίνεται έτσι προφανές ότι στην έννοια της συλλογικής ταυτότητας, που εκφράζει η ΠΟΕΔ, αναφύονται ομαδοποιήσεις που εκφράζουν επιμέρους ομαδικά συμφέροντα. Η κάθε «ομάδα» συνεχίζει να ασκεί τη δική της κριτική στην ΠΟΕΔ, ανάλογα με την προτεραιότητα που η Οργάνωση δίδει στα αιτήματά της, όπως φαίνεται και από επιστολή ομάδας δασκάλων από την Πάφο:

«Συμφώνως της δηλώσεώς σας ότι όλα τα ζητήματά μας πρέπει να προωθούνται μέσω της Οργανώσεως παρετηρήθη ότι ουδέν ανεφέρθη και εις τας 2 αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου στις ημερ. 28.5.61 και 6.6.61, μόνον το ζήτημα της ισομισθίας Διδασκαλισσών, αναγνωρίσεως ετών υπηρεσίας των τιμωρηθέντων διδασκάλων υπό της Αποικιακής Κυβερνήσεως κλπ, ενώ από πληροφορίαν σας, το ζήτημά μας κατείχε προ καιρού την πρώτηνθέσιν και θα ανεμέναμεν την τελικήν λύσιν του από το Διοικητικόν Συμβούλιον»[3].

Στην ίδια επιστολή, υπογραμμίζεται η ισχυρή πεποίθηση, που είχε εμπεδωθεί στους δασκάλους από την Πάφο, ότι η γεωγραφική τους θέση[4] διαδραμάτιζε σημαίνοντα ρόλο στον τρόπο αντιμετώπισής τους:

«Γνωρίζετε ότι την πλειοψηφίαν επί του θέματος τούτου την κατέχει η Πάφος, και αν την θεωρείτε εντελώς παραμελημένην, και απομακρυσμένην εκ του Κέντρου, είτε δια λόγους κομματικούς ωρισμένων συναδέλφων πως δήθεν καταπατούν την Οργάνωσιν, απεφασίσθη κατόπιν ειδικής και επισταμένης προσοχής μετά τους εδώ συναδέλφους μου, να διαμαρτυρηθούμεν και μέσω του Τύπου σχετικά για την στάσιν και αδιαφορίαν του Διοικητικού Συμβουλίου, και να καλέσωμενΣύσκεψιν Επιτροπείας, η οποία να έχηκότζια να ομιλήσει περί τούτου και μέσω Βουλευτών και των υπευθύνων του, καθότι πρόκειται περί μεγάλης αδικίας. Αυτά μου ανέθεσαν».

Οι «προσωρινοί» δάσκαλοι από την Πάφο θα καταφύγουν στους τοπικούς βουλευτές[5] αλλά και στο Ανώτατο Δικαστήριο[6].

* Κασουλίδη, Α.: Πολιτική, Εκπαιδευτική Πολιτική και Διδασκαλικός Συνδικαλισμός στην Κύπρο: το παράδειγμα της ΠΟΕΔ (1960-1974), αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ: ΠΤΔΕ, 2012, σελ.282-284.

* Ιστορικός της Εκπαίδευσης



[1] Η διαβάθμιση των δασκάλων σε κατηγορίες προβλεπόταν από τους Αποικιακούς Νόμους του 1923 και του 1929, με τους οποίους η αποικιακή κυβέρνηση επιδίωξε τον έλεγχο της κυπριακής εκπαίδευσης και των λειτουργών της. Στο νόμο του 1929 προβλεπόταν ότι, οποιοσδήποτε θελήσει να  εγγραφεί στο μητρώο του μόνιμου προσωπικού ή να προαχθεί σε ανώτερη τάξη, θα έπρεπε να εξετάζεται από τα Εξεταστικά Συμβούλια, ενώ ο Κυβερνήτης μπορούσε επίσης να ζητήσει την εξέταση των δασκάλων οποιασδήποτε βαθμίδας σε κάποιο θέμα. Οι κανονισμοί της 5-3-1932, οι οποίοι τέθηκαν σε ισχύ από την 1-9-1934, καθόριζαν  ως προϋπόθεση την επιτυχία στις κρατικές εξετάσεις της αγγλικής γλώσσας, ενώ οι κανονισμοί του 1935, οι οποίοι τίθενται σε ισχύ από την 1-9-1938, απαιτούν την επιτυχία με διάκριση. Σχετικά: Χαραλάμπους Δημήτρης: Ιστορία του Διδασκαλικού Συνδικαλισμού…, όπ.π., τόμος Α΄, σελ.292, 321.

[2]Σχετικά: [Επιστολή Α. Πολυκαρπίδη], 8-12-1960, στο: Αρχείο ΠΟΕΔ/Κ59: Προσωριναί Υποθέσεις Διδασκάλων (1960-1966). Επίσης, σε επιστολή, που θα αποσταλεί από την ΠΟΕΔ προς τον Ευριπίδη Ηλιάδη, γίνεται αναφορά στον τελικό διακανονισμό του ζητήματος των δασκάλων, που παρέμειναν στο προσωρινό προσωπικό λόγω των αγγλικών εξετάσεων. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι «Το όλον ζήτημα έχει κανονισθή οριστικώς δι' αποφάσεως της Επιτροπής Παιδείας της ΕΚΣΚ ότι αι Αγγλικαί εξετάσεις δεν αποτελούν εμπόδιον εις την μονιμοποίησιν της ως άνω κατηγορίας των δ/λων. Η κατάταξίς των εις το ΜόνιμονΠροσωπικόν εξαρτάται, ως μας επληροφόρησε το Γραφείον, από τα αποτελέσματα της εργασίας των». Σχετικά: [Επιστολή], 10-8-1961, στο: Αρχείο ΠΟΕΔ/Κ59: Ατομικαί Υποθέσεις Διδασκάλων (1960 - 1966). Περισσότερα για το «Πιστοποιητικό Κύπρου», που θα έπρεπε να εξασφαλίσουν οι υποψήφιοι δάσκαλοι στο:Σπυριδάκις Κωνσταντίνος: Η Ελληνική Εκπαίδευσις εις την Κύπρον, στο: Σπυριδάκις Κωνσταντίνος: Μελέται, Διαλέξεις, Λόγοι, Άρθρα..., όπ.π., τόμος Β΄ - Μέρος Β΄, σελ.172.

[3][Επιστολή Α. Πολυκαρπίδη προς Σωτηρίου], 13-6-1961, στο: Αρχείο ΠΟΕΔ/Κ59: Προσωριναί Υποθέσεις Διδασκάλων (1960-1966).

[4]Μια ανάλογη θέση θα εκφραστεί στην ΕΚΣΚ από βουλευτή προερχόμενο από την Πάφο: «Σήμερα δημιουργούνται ένα σωρό θέσεις τόσο από την Κοινοτική Συνέλευση όσο και από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Θα έχη άραγε σ' αυτές και η Πάφος το μερίδιό της η μήπως θα εξακολουθή και υπό το σημερινό καθεστώς να μη θεωρήται επαρχία της Κύπρου; Η μήπως θα θεωρήται Επαρχία της Κύπρου αλλά δε θα υπολογίζεται τμήμα άξιο προσοχής και βοηθείαςΣχετικά: «Ο Δρ Κ. Σπυριδάκις εξέθεσε το επιτελεσθέν μέχρι τούδε μέγα έργον υπό του Ελληνικού Εκπαιδευτικού Συμβουλίου», στην:εφημ. Φιλελεύθερος, 12-12-1960.

[5][Επιστολή Α. Πολυκαρπίδη προς Σωτηρίου], 10-2-1962, στο: Αρχείο ΠΟΕΔ/Κ59: Προσωριναί Υποθέσεις Διδασκάλων (1960-1966) Στην επιστολή αναφέρονται τα εξής: «Σχετικά δια τα γραφόμενά σας και οι εδώ βουλευταί μας υπεστήριξαν τα δίκαια παράπονά μας και μας ανέθεσαν να σταλήαντίγραφον του υπομνήματός μας και στον ΈντιμονΔιευθυντήν του Γραφείου Ελληνικής Παιδείας, όπερ και εστάλη προ τινών ημερών, δι  αιτήσεώς μας και τον παρακαλούμεν όπως προωθήσει το ζήτημά μας προς την ΕλληνικήνΚοινοτικήνΣυνέλευσιν».

[6]Δάσκαλοι καταφεύγουν στο Συνταγματικό για να αναζητήσουν το δίκαιό τους είτε μετά από την παύση τους, είτε γιατί θεωρούνται αδικημένοι σε ζητήματα μεταθέσεων και προαγωγών. Οι προσφυγές γίνονται σε προσωπικό επίπεδο και στο παρόν στάδιο η ΠΟΕΔ δεν αναμιγνύεται. Η προσφυγή στο Ανώτατο δεν γίνεται με ευκολία, όπως αναφέρει σε επιστολή του ο Θεοχάρης Οικονομίδης προς το Διευθυντή του ΓΕΠ Κλ. Γεωργιάδη, σημειώνοντας: «Επειδή όμως η προσφυγή αύτη προξενεί βαθυτάτηνλύπην εις την εθνικήν και θρησκευτικήν μου συνείδησιν, ερχόμενος εις αντιδικίαν με την ΑνωτάτηνΕκπαιδευτικήν Αρχήν την οποίαν μεγάλως σέβομαι και εκτιμώ, ποιούμαι υστάτηνπαράκλησιν όπως δώσετε ικανοποιητικήν λύσιν εις το ζήτημά μου, πριν η εκπνεύση το δικαίωμά μου προσφυγής, ήτοι προ της 1-9-1962. Θα θλιβώ βαθύτατα εάν ευρεθώ εις την ανάγκην της προσφυγής εις το ΣυνταγματικόνΔικαστήριον». Σχετικά: [Επιστολή], 15-8-1962, στο: Αρχείο ΠΟΕΔ/Κ59: Προσωπικαί Υποθέσεις Διδασκάλων (1961-1964).




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










164