Η ευεξία των εκπαιδευτικών προϋπόθεση για την εκπαιδευτική επιτυχία


ΤΗΣ ΔΡΟΣ ΕΥΑΣ ΠΟΛΥΒΙΟΥ*

Πολύς λόγος γίνεται τα τελευταία χρόνια για τη μεγάλη σημασία της ψυχικής υγείας και ευεξίας των μαθητών στην ακαδημαϊκή τους επιτυχία και πολύ ορθά οι παράγοντες αυτοί μετατρέπονται σταδιακά σε ύψιστη προτεραιότητα και βασικό στόχο των εκπαιδευτικών συστημάτων σε όλες τις προηγμένες χώρες του κόσμου. Εξακολουθεί ωστόσο να παραμένει δευτερεύον – ως και αμελητέο – το ζήτημα της ευεξίας των εκπαιδευτικών, πράγμα που φαντάζει παράδοξο, δεδομένου του αποφασιστικού ρόλου που όλοι γνωρίζουμε ότι διαδραματίζει ο δάσκαλος στην ποιότητα της μαθησιακής εμπειρίας και κατ’ επέκταση στην ευεξία του μαθητή. 

Το ζήτημα άρχισε να απασχολεί πιο έντονα τη διεθνή βιβλιογραφία των τελευταίων χρόνων. Οι σχετικές μελέτες αποδεικνύουν όντως ότι η καλή ψυχική υγεία των εκπαιδευτικών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ψυχική υγεία των μαθητών και το αντίστροφο. Το αυξημένο άγχος, το αίσθημα επαγγελματικής ανασφάλειας και η έλλειψη κινήτρων από μέρους των εκπαιδευτικών μπορούν να επιδράσουν καταλυτικά στην εύθραυστη ψυχολογία των μαθητών τους. Το συμπέρασμα έρχεται να επιβεβαιώσει πρόσφατη έρευνα που διεξήγαγε το Leeds Beckett University (2018), στην οποία συμμετείχαν 775 εκπαιδευτικοί από το Ηνωμένο Βασίλειο. Το 94% δήλωσε ότι, με βάση την εμπειρία τους, το πόσο υγιής ψυχικά αισθάνεται ο εκπαιδευτικός επηρεάζει δραματικά τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται την τάξη, αλλά και την ενεργητικότητά του και επομένως, έχει άμεσο αντίκτυπο στην ποιότητα του μαθήματός του, ενώ το 77% θεωρεί ότι η δυσθυμία του εκπαιδευτικού επιδρά αρνητικά στην ακαδημαϊκή πρόοδο των μαθητών. Σημειωτέον ότι ένα σημαντικότατο ποσοστό του 54% των εκπαιδευτικών που ερωτήθηκαν, δήλωσαν ότι έχουν διαγνωστεί με κατάθλιψη ή παρουσιάζουν συμπτώματα κατάθλιψης. 

Περνώντας στα καθ’ ημάς, σύμφωνα με την Έκθεση παρακολούθησης της εκπαίδευσης και κατάρτισης 2019 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,[1] το 91,2 % των Κύπριων εκπαιδευτικών δηλώνουν ικανοποιημένοι με την εργασία τους (έναντι του 89,5 % στις άλλες χώρες της ΕΕ), οι συνθήκες εργασίας είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές (σε σχέση με τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους), ενώ οι μισθοί των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης συγκαταλέγονται μεταξύ των υψηλότερων στην ΕΕ. Το επάγγελμα του εκπαιδευτικού λοιπόν, σύμφωνα πάντα με τα πορίσματα της Έκθεσης, εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα πλέον ελκυστικά επαγγέλματα για τους νέους μας σήμερα, προσελκύοντας μάλιστα «τους άριστους πανεπιστημιακούς φοιτητές». Μια ματιά ωστόσο, στις βάσεις με τις οποίες τα παιδιά εισέρχονται στα Πανεπιστημιακά Τμήματα και τις Σχολές που οδηγούν αποκλειστικά και μόνο στην Εκπαίδευση (όπως π.χ. τα Παιδαγωγικά και οι Φιλοσοφικές Σχολές Κύπρου και Ελλάδος), κατά την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία, είναι αρκετή για να καταδείξει ότι η προοπτική μιας θέσης στην εκπαίδευση δεν ασκεί πλέον καμία έλξη στους ικανούς και φιλόδοξους μαθητές μας, πλην ορισμένων λαμπρών εξαιρέσεων ασφαλώς που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Η δυσκολία στην επαγγελματική αποκατάσταση αποτελεί προφανώς σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα, όχι όμως σημαντικότερο από την έλλειψη επαγγελματικής ικανοποίησης και την κοινωνική απαξίωση στην οποία έχει πλέον περιπέσει το επάγγελμα του εκπαιδευτικού στην Κύπρο. Ενδεικτικό είναι εξάλλου το γεγονός ότι ελάχιστοι εν ενεργεία εκπαιδευτικοί θα ήθελαν τα παιδιά τους – και δη τα αγόρια τους – να ακολουθήσουν την ίδια με εκείνους σταδιοδρομία. Η σταδιακή μετατροπή του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού σε ένα αμιγώς «γυναικείο» επάγγελμα καταδεικνύει περαιτέρω την υποβάθμιση του κλάδου, αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα που χρίζει πιο εμπεριστατωμένης συζήτησης αλλού.

Τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο έχουμε γίνει μάρτυρες μιας φοβερής πολεμικής εναντίον των εκπαιδευτικών με αφορμή τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση και τις αντιδράσεις που προκάλεσαν. Μια πολεμική στην οποία ενεπλάκησαν, εκτός από τους τεχνοκράτες και λοιπούς αρμόδιους παράγοντες του Υπουργείου Παιδείας, τα κόμματα και οι οργανωμένοι γονείς, ενώ έναν ρόλο στην διατήρηση της έντασης διαδραμάτισαν και τα ΜΜΕ. Κάποιες δηλώσεις των εκπροσώπων των εκπαιδευτικών που επιχείρησαν να προασπίσουν τα εργασιακό τους status quo, δυστυχώς δεν βοήθησαν πολύ, αντιθέτως ενίσχυσαν κι άλλο το ήδη εδραιωμένο στην κυπριακή κοινωνία στερεότυπο των «κακομαθημένων εκπαιδευτικών» που εργάζονται ελάχιστο και το μόνο που πραγματικά τους ενδιαφέρει είναι η διατήρηση των μισθών και των προνομίων τους.

Είναι κατανοητό βεβαίως ότι όποιος βρίσκεται εκτός της εκπαίδευσης δεν μπορεί να γνωρίζει ότι οι εκπαιδευτικοί δεν εργάζονται μόνο όταν βρίσκονται στο σχολείο. Αντιθέτως, ένα μεγάλο μέρος της καθημερινής τους δουλειάς γίνεται εκτός σχολείου: μελέτη και σχεδιασμός μαθημάτων, προετοιμασία διαγωνισμάτων και εξετάσεων, διόρθωμα και αξιολογήσεις, για να μην αναφερθούμε και στις εξωσχολικές δραστηριότητες (θέατρα, εκδηλώσεις, κτλ.). Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί στον κόσμο σήμερα – των Κυπρίων μη εξαιρουμένων – είναι το άγχος, συνεπεία ακριβώς του μεγάλου φόρτου εργασίας. Ο αυξημένος ανταγωνισμός και η ανεπαρκής στήριξη στο εκπαιδευτικό περιβάλλον επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο την ψυχική και πνευματική ευεξία των εκπαιδευτικών, ενώ σε αυτά έρχεται να προστεθεί και η ανασφάλεια που προκαλούν οι συχνές μεταρρυθμίσεις με σκοπό την αναβάθμιση της ποιότητας σπουδών, χωρίς όμως την αντίστοιχη αναβάθμιση των υποδομών και των συνθηκών στις σχολικές μονάδες. Δικαιολογημένα λοιπόν οι εκπαιδευτικοί συχνά αισθάνονται ότι αποτελούν τον τελευταίο τροχό της αμάξης, χωρίς κανένα ουσιαστικό ρόλο πλην του καθαρά εκτελεστικού.

Αλλά ένας εκπαιδευτικός, για να διατηρήσει την ευεξία του παραμένοντας αποδοτικός στη δουλειά του και συνδράμοντας αποτελεσματικά στην ακαδημαϊκή πρόοδο και εξέλιξη των μαθητών του, χρειάζεται καταρχάς να διαθέτει τον χρόνο και τα μέσα να επενδύει συστηματικά και στη δική του προσωπική εξέλιξη και αυτοπραγμάτωση: να διαβάζει, να σκέφτεται, να επιμορφώνεται ουσιαστικά και όχι απλώς και μόνον τυπικά, να ασχολείται με πράγματα που τον ενδιαφέρουν. Χρειάζεται ακόμα να έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει πρωτοβουλίες που αφορούν τη δουλειά του, να συνεργάζεται γόνιμα με τους συναδέλφους τους και να δέχεται ουσιαστική στήριξη από τους ανωτέρους του. Τέλος, χρειάζεται να τυγχάνει σεβασμού και αναγνώρισης από τον επαγγελματικό και κοινωνικό του περίγυρο, στοιχεία απαραίτητα για την ευεξία κάθε εργαζομένου. 

Η ευεξία των εκπαιδευτικών είναι ζωτικής σημασίας και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της εκπαιδευτικής επιτυχίας. Καμιά μεταρρύθμιση δεν έχει σοβαρές πιθανότητες να τελεσφορήσει – τουλάχιστον όχι σε βάθος χρόνου –, αν παραβλέπει την προϋπόθεση αυτή. Η εκπαίδευση λοιπόν οφείλει να αγαπά και να εμπιστεύεται τους λειτουργούς της, και να ρίξει επιτέλους το βάρος που αρμόζει στην ευεξία τους.

*Εκπαιδευτικός (Αγγλική Σχολή Λευκωσίας), ερευνήτρια, συγγραφέας


[1] Διαθέσιμη ηλεκτρονικά στο https://media.philenews.com/PDF/eueducation.pdf.

 




Comments (1)

  1. Μιχάλης Α. Πόλης:
    Feb 13, 2020 at 04:58 PM

    Τα μεγαλύτερα προβλήματα στα δημόσια σχολεία είναι η παραβατικότητα, οι συχνές καταγγελίες των γονιών εις βάρος των εκπαιδευτικών για ψύλλου πήδημα και οι πολλές περίοδοι διδασκαλίας (29 περίοδοι στη Δημοτική Εκπαίδευση)
    Είναι αλήθεια ότι σε άλλες χώρες της Ε.Ε. υπάρχει έλλειψη δασκάλων;


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










2116