Κωδικός 20Τ18...


ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΣΕΡΑΦΕΙΜ*

Δεν θα την προλάβαιναν. Τη βρήκαν στο μεταίχμιο. Να πατήσει εδώ ή εκεί; Αιωρούμενη – σαν εκείνα τα αρχαία είδωλα των ψυχών, σαν εκείνα τα φαντάσματα με τις ανθρώπινες μορφές, για τα οποία ‘γράψαν οι ποιητές, οι δαμαστές των στίχων και των εικόνων – ανάμεσα σε χώμα και ουρανό. Μια στιγμή κράτησε δεν κράτησε. Δεν θα την προλάβαιναν. Σε δύο τόπους χαρακιές. Έξω τα φλεβίδια του καρπού. Να αιωρούνται και αυτά. Ξέκρεμα. Ανοιγμένα. Αχαλίνωτα θες; Ατίθασα; Αναρχικά; Να μην κρατούν τη σειρά, την τάξη. Ρημάδικα μέσα στην αρμονία και τη σιωπή. Μέσα η καρωτίδα με ένα χρώμα αλλιώτικο, αλλόκοτο. Σπάνιο. Ύσγινον. Βαθύ χρώμα. Τόσο βαθύ που ξέβαφε την ελπίδα. Δεν θα την προλάβαιναν. Κάπου το είχε δει. Κάπου το είχε ξαναδεί. Με μια κλιμάκωση παράξενη. Περιττή. Που δεν ταίριαζε στους κανόνες. Δύο ονομαστικές άγλυκες. Μέλας δ᾿ ἐμὸν ὄμμα καλύπτει ἤδη ἀποφθιμένης κυάνεος θάνατος. Τώρα καταλάβαινε. Τα χρώματα είχαν το χρώμα τους. Δεν κάνει λάθος το γραμμένο. Όλα σε μια πλάκα χαραγμένα είναι. Να μην αλλάζουν σχήμα. Όσο και να το θέλουν.

Τη σήκωσε ο αδερφός της. Την απίθωσε στο μαξιλάρι και έβαλε μπρος. Με ταχύτητα. Στη θολούρα. Δάκρυα και φόβος. Ελπίδα. Δυναμίτης στο βλέμμα. Έπρεπε, αλλά δεν θα την προλάβαιναν. Πήρε τη μάνα του στο τηλέφωνο. Δεν είχε σχεδιάσει τι να πει. Ήθελε, αλλά δεν έβρισκε τρόπο. Τα είπε, όπως μπορούσε. «Κουτσάδικα» τα λόγια, ψευτολέξεις, σάπια σώματα, κουφώματα στον απόηχο των γραμμάτων και των στερνών ήχων τους.

Κι όμως. Είχαν πάει πολλές φορές. Είδαν τον υπεύθυνο, τον πρώτο των πρώτων, με τον βαρύ τίτλο και τα πολλά χαρτιά στις φωτογραφίες με τις μαύρες και χρυσαφί κορνίζες στον τοίχο. Τα είχαν πει πολλές φορές. Ωραία. Με επίσημο τρόπο. Βρίσκαν λέξεις από όσες δεν ήξεραν. Το είχαν ψάξει. Είχαν ψάξει τα γράμματα και βρήκαν μερικά σε μια σειρά επίσημη, της λογιοσύνης του ανθρώπου ανάλογη. Τα είπαν, ναι. Με χαρτιά. Με φωτογραφίες. Το παιδί δεν ήταν καλά. Και ένα άλλο θα μπορούσε να ήταν στη θέση του. Οποιοδήποτε άλλο. Είχαν δει πολλά και εκείνοι. Ρούχα ματωμένα. Μελανιές στο σώμα. Βιβλία σκισμένα. Έκανε ώρες να επιστρέψει στο σπίτι μια μέρα. Η μάνα με λυγμούς, ο πατέρας πιο ήρεμα, πιο συγκρατημένα. Κάτω από ένα κυπαρίσσι, λίγο πιο κάτω από το σπίτι τους. Είχε καθίσει εκεί. Με μελανά στίγματα στο λευκό. Με αδιαφανή νερά στο πάπλωμα. Θολούρα. «Δακρυότητα». Μέχρι τα ξημερώματα. Γέμισε τη μπανιέρα νερό και χώθηκε μέσα. Χωρίς ανάσα. Κάτω ή μέσα. Ποιος να ‘ξερε. Μια στιγμή ή μια ζωή ή μια ζωή στη στιγμή; Κι όμως. Είχαν πάει πολλές φορές. Τα είχαν πει. Τους υποσχέθηκε. Θα έψαχνε, θα ζητούσε εξηγήσεις, θα έφτανε «το μαχαίρι στο κόκκαλο». Έφτασε, ναι. Αλλά δεν κατάλαβαν ότι εννοούσε ότι θα άφηνε να φτάσει με αυτόν τον τρόπο.

Λευκότης. Παντού. Ένα λευκό άσπρο πάπλωμα. Από αυτά τα παχιά, τα πουπουλένια, τα χορταστικά στην αφή, τα μυρωδάτα. Που μόλις έχουν βγει από το πλυντήριο και έχω στεγνώσει στον ήλιο και είναι ζεστά ακόμα. Από αυτά που θες να βάλεις το πρόσωπό σου μέσα και να μην το ξαναβγάλεις ποτέ. Ζεστά λευκά παπλώματα. Παραπονιάρικα. Γιατί το λευκό – έτσι το ‘χει η μοίρα του μάλλον – κρύβει ό,τι ανομόλογο έχει βάνει ο ανθρώπινος νους. Και ό,τι δεν μπορεί να χωρέσει η καρδιά. Ναι, θα μου πεις ότι το ξέρεις το νόημα. Αντίθεση. Οξύμωρο σχήμα. «Ρητοροπρεποσύνη» και εδώ. Η ζωή φτιάχνει τη δική της πρόταση. Τον δικό της στίχο. Με μέτρο. Με μουσικότητα. Συμμετρία, αλλά χαλάει ενίοτε. Κάπου εκεί στο λευκό, στ’ ασπριδερό, με την πέτρινη υφή και την παγεράδα. Χαλάει ενίοτε.

Κωδικός 20Τ18. Έτσι μου είπαν. Θα με καθοδηγήσει ένας ιερέας. Πάει και αυτός κάθε μέρα και αποθέτει έναν καπνό για εξιλέωση. Έτσι μου είπαν. Να μη χαθώ. Να βρω τον δρόμο. Έτσι μου είπαν.

Σε αυτόν τι είπαν;

Και αυτός τι είπε;

Και ποιος άλλος από εμάς θα έπρεπε να είχε πει;

Διερωτώμαι τι θα μπορούσε να είχε ειπωθεί.

Σταματήστε το bullying στο σχολείο. Σταματήστε το bullying στο πανεπιστήμιο. Μιλήστε ειλικρινά και τίμια. Ρωτήστε. Ψάξτε. Ζητήστε εξηγήσεις. Προστατέψτε τα παιδιά. Σε κανένα δεν αξίζει μια χαλασμένη... συμμετρία. #Stop_bullying #Stop_violence

Το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο στη φίλη και συμφοιτήτριά μου Ελένη Α. «Και να θυμάσαι... μια ψυχή μας βλέπει και μας χαμογελά από ψηλά».

*Πανεπιστημιακός/Φιλόλογος




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










1645