ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΕΓΕΙΩΤΗ*
Ο ορισμός της εκπαίδευσης ως κοινωνικού φαινομένου, προσωπικής εμπειρίας ή διαδικασίας μύησης αποτελεί σίγουρα επίπονο εγχείρημα. Η διερεύνηση του βιβλιογραφικού πλούτου προτείνει μια ολόκληρη σειρά από περιγραφές αυτής της ανθρώπινης δραστηριότητας. Άλλες έντεχνες, άλλες αποτυχημένες και πρόσθετα κάποιοι ορισμοί οριακά αντιδραστικοί και ανατρεπτικοί.
Εκπαίδευση είναι:
«Μια αναγκαία διευκρίνηση πρώτα. Εκπαίδευση είναι η αγωγή που προσφέρεται στις τρεις βαθμίδες των εκπαιδευτηρίων (Κατώτερη, Μέση, Ανώτερη), ενώ Παιδεία είναι η αγωγή που προσφέρεται και από τα εκπαιδευτήρια αλλά και από άλλους φορείς – την οικογένεια, την πολιτεία, την Εκκλησία, τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και γενικά το σύνολο της κοινωνίας με τους θεσμούς και τους τρόπους της.
Οι στόχοι τόσο της Εκπαίδευσης όσο και της Παιδείας γενικότερα προσδιορίζονται από δύο βασικούς παράγοντες:
α) Τη συστηματική καλλιέργεια όλων εκείνων των στοιχείων που συνθέτουν την εθνική μας ταυτότητα (γλώσσα, θρησκεία, ιστορία, εθνική συνείδηση, περιβάλλον), που είναι και πρέπει να είναι αναλλοίωτη με την πάροδο του χρόνου.
β) Την άγρυπνη παρακολούθηση και προσαρμογή στα δεδομένα της κάθε εποχής και στις διαφοροποιούμενες κάθε φορά συγκυρίες του ιστορικού γίγνεσθαι, που είτε το θέλουμε είτε όχι μας επηρεάζουν σήμερα. Για παράδειγμα, τα κυριότερα τέτοια δεδομένα είναι: Η αμερικάνικη παντοκρατορία, η κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού, ο τουρκικός επεκτατισμός, η προοπτική της Ενωμένης Ευρώπης, η συρρίκνωση του Ελληνισμού, η τεχνολογική ανάπτυξη, η τουριστική έκρηξη κ.α.»[1]
Αντιπαραβολή εκπαίδευσης και αγωγής επιχειρεί ο Ιωάννης Ν. Χαραλαμπόπουλος σε ένα από τα πλέον παραδοσιακά εγχειρίδια ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ:
«Η επιστήμη της αγωγής ασχολείται συστηματικώς με το πρόβλημα της «κατά σχέδιον» αγωγής, την αγωγή δηλαδή, η οποία συντελείται εις ορισμένα παιδαγωγικά ιδρύματα εις τους διάφορους τύπους σχολείων, από το Νηπιαγωγείο έως το Πανεπιστήμιο. «Είναι η επιστήμη που δίνει τις κατευθυντήριες γραμμές για τη μεθοδική και αποτελεσματική αντιμετώπιση των ποικίλων και πολύπλοκων προβλημάτων που ανακύπτουν τόσο στο θεωρητικό, όσο και στο πρακτικό τομέα του ζητήματος. Είναι ένα θεωρητικό σύστημα που απαρτίζεται από βασικές αρχές και κανόνες θεμελιώδεις για την παιδευτική ενέργεια. Αντιθέτως, η Εκπαίδευσις είναι κάτι το συγκεκριμένο, είναι αυτό τούτο το «παιδαγωγικό οικοδόμημα», είναι η εφαρμογή στην πράξιν αυτού του θεωρητικού συστήματος. Είναι αυτή η εκπαιδευτική πραγματικότης με τους διάφορους τύπους σχολείων: τα Νηπιαγωγεία, τα Δημοτικά σχολεία, τα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης, τις Ανώτερες Σχολές, τα Πανεπιστήμια».
Η εκπαίδευση από αιώνες τώρα αντιμετωπίζεται και ως ο πλέον οργανωμένος χώρος, το πλέον διαρθρωμένο σύστημα παιδείας. Η εκπαίδευση λοιπόν ως υποσύνολο της παιδείας ως μεγιστοποιούμενου αγαθού και κατάκτησης. Τί είναι όμως παιδεία σήμερα;
«Ας ορίσουμε την παιδεία: το σύνολο των πνευματικών και ψυχικών επιδράσεων που μορφώνουν τον άνθρωπο. Μόρφωση σημαίνει: ενέργεια που δίνει μορφή στον άνθρωπο, με άλλα λόγια: στην ασχημάτιστη, ακαθόριστη και ρευστή υπόστασή του δίνει ένα ορισμένο σχήμα, που θα πει στην περίπτωση αυτή: οι πνευματικές και ψυχικές δυνάμεις του ανθρώπου αποκτούν μια συγκεκριμένη λειτουργία και τείνουν προς ορισμένους σκοπούς ακόμα πιο καθαρά: το μυαλό του ανθρώπου σχηματίζει ορισμένες έννοιες ή καλύτερα δίνει ορισμένο περιεχόμενο στις έννοιες που μαθαίνει με τις λέξεις, η βούλησή του ασκείται ώστε να επιθυμεί ορισμένα πράγματα, τα συναισθήματά του πλάθονται και τείνουν προς μια ορισμένη αντίδραση, η φαντασία του ερεθίζεται και δημιουργεί ορισμένα οράματα όλα αυτά σε μια σύνθεση οδηγού στην πίστη σε ορισμένες ιδέες και στην ανάγκη να τις πραγματοποιήσει αντιμετωπίζοντας τα εμπόδια που θα προβάλουν οι εξωτερικοί παράγοντες.
Ας μιλήσουμε τώρα πιο συγκεκριμένα. Είναι πρόδηλο πως, όταν μιλούμε για παιδεία, εννοούμε τη διάπλαση μιας νέας γενεάς ανθρώπων από μια παλαιότερη με τη μετάδοση στην πρώτη πνευματικών, συναισθηματικών, ψυχικών κατακτήσεων της δεύτερης, με άλλα λόγια την παράδοση στους επερχόμενους των ως τη στιγμή αυτή πολιτιστικών κατακτήσεων του ανθρώπου. Αυτό συντελείται μεθοδικά και σκόπιμα μέσα στα σχολεία, από το νηπιαγωγείο ως το πανεπιστήμιο, αλλά έμμεσα – όχι όμως λιγότερο έντονα – με όλα τα άλλα μέσα πνευματικής και ψυχικής επαφής που διαθέτει ο άνθρωπος: τα βιβλία, την τέχνη σε όλες της τις μορφές (οπτική, ακουστική, οπτικοακουστική – θέατρο, κινηματογράφος κλπ) τον προφορικό λόγο, την ηθική πράξη κτλ, κτλ. Αλλά τα πολιτιστικά αποθέματα του ανθρώπου με το πέρασμα των αιώνων έχουν σωρευθεί και έπαψαν να αποτελούν ένα περιορισμένο και ομοιογενές σύστημα γενικά αποδεκτό και εύκολα αφομοιώσιμο. Σε μια κλειστή πρωτόγονη κοινωνία με περιορισμένες γνώσεις, συγκεκριμένες πίστεις και άμεσες βιοτικές ανάγκες, η παιδεία του νέου δεν αποτελεί πρόβλημα, γιατί ούτε ο μεγάλος έχει να επιλέξει ούτε ο νέος μπορεί να βρει άλλη ορθότερη και ασφαλέστερη πηγή παιδείας. Σε πιο προχωρημένες κοινωνικές και επομένως πολιτιστικές φάσεις τα πράγματα είχαν αρχίσει να γίνονται πολυπλοκότερες, αλλά στις περισσότερες ιστορικές περιόδους του παρελθόντος υπήρχε η ομοιογένεια μιας εθνικής πολιτιστικής παράδοσης, μέσα στα οποία ζούσε το κοινωνικό σύνολο και από αυτήν αντλούσε με ασφάλεια όλα τα στοιχεία, που αποτελούσαν και τη «παιδεία» της νέας γενιάς.
Η αφομοίωση των γνώσεων ήταν σχεδόν εφικτή, ο στόχος των ανθρώπων ευδιάκριτος, ο ψυχικός και ιδεολογικός τους κόσμος διατηρούσε μια ενότητα λιγότερο ή περισσότερο αδιαφιλονίκητη. Και κάτι πολύ σημαντικό: η παιδεία από την πιο συγκεκριμένη και συστηματική μορφή της, τη σχολική εκπαίδευση, ως την πιο πλατιά και γενική, τη διάδοση των στοιχείων του πολιτισμού μέσω των βιβλίων και της τέχνης, αποτελούσε αγαθό που αφορούσε άμεσα ένα περιορισμένο αριθμό ανθρώπων, για να μην πούμε ορισμένη τάξη, και μόνο έμμεση ήταν η επίδρασή της στο σύνολο της κοινωνίας. Γι’ αυτό και το ενδιαφέρον τόσο της κοινωνίας όσο και της πολιτείας ήταν περιορισμένο.
Σήμερα όμως, όταν μιλούμε για παιδεία, εννοούμε μια ενέργεια και έχει καθολική επίδραση, που αφορά το σύνολο των μελών μιας κοινωνίας. «Όλες σχεδόν οι χώρες έχουν υποχρεωτική τη στοιχειώδη εκπαίδευση, η μέση εκπαίδευση στις πιο προηγούμενες κοινωνίες απλώνεται σε μεγάλα στρώματα του λαού και στην ανώτατη φτάνουν όχι μονάχα μεγάλα ποσοστά του πληθυσμού, αλλά προπαντός νέοι από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Τα βιβλία και οι εφημερίδες αποτελούν ανάγνωσμα όλο και μεγαλύτερου αριθμού ανθρώπων και το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, ο κινηματογράφος και το θέατρο απευθύνονται στο σύνολο των ανθρώπων. Αυτό σημαίνει πως η παιδεία σήμερα έχει στόχο της κάθε άνθρωπο, και αυτό με τη σειρά του σημαίνει πως κάθε άνθρωπος ενδιαφέρεται ή πρέπει να ενδιαφέρεται για την παιδεία οπωσδήποτε κάθε πολιτεία σήμερα πιά έχει συνείδηση της σημασίας της παιδείας, και δείχνει το ενδιαφέρον της γι΄ αυτήν, με όλες τις αγαθές και δυσάρεστες συνέπειες αυτού του γεγονότος. Και επειδή η πολιτεία στη σύγχρονή της διάρθρωση μπορεί να έχει πολύ αυξημένο έλεγχο των μέσων της συστηματικής παιδείας των νέων προκύπτει το συμπέρασμα πως απ΄ αυτή εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό η μορφή της παιδείας για το άμεσο μέλλον αποτελεί σε τελευταία ανάλυση πρόβλημα πολιτικό και ακόμη ευρύτερα πρόβλημα κοινωνικό και όχι πρόβλημα θεωρητικά φιλοσοφικό ή απλά παιδαγωγικό. Ωστόσο θα ήταν λάθος να οδηγηθούμε σε μια υποτίμηση της σημασίας των καθαρά πνευματικών δυνάμεων και των επιδράσεων που αυτές έχουν ακόμη και στη σύγχρονη τεχνοκρατική κοινωνία. Κα τη συνέχεια των σκέψεων μου θα την οικοδομήσω επάνω σ΄ένα βασικό αξίωμα που αποτελεί πιστή και δεν απαιτεί – για μένα τουλάχιστο – λογική η ιστορική απόδειξη, μόλο που δεν θα ήταν αδύνατο να βρεθεί και αυτή. Στο ότι δηλαδή το ανθρώπινο πνεύμα έχει απεριόριστες δυνάμεις και μπορεί να επιβληθεί σε κάθε μορφή υλικής βίας, φτάνει να θέλει και να δουλέψει αποφασιστικά και συστηματικά. Και γι αυτό πιστεύω πως μπορεί να αντιμετωπίσει και την πρόκληση της μηχανής και τον καταναγκασμό εκείνων που αντλούν τη δύναμή τους απ΄αυτήν.
Αλλά για να προχωρήσω, αισθάνομαι την ανάγκη να ξαναγυρίσω στην αρχική προσπάθεια καθορισμού της παιδείας, γιατί φοβούμαι πως συχνά κάνουμε μια βασική σύγχυση. Πιεσμένοι από τα άμεσα βιοτικά προβλήματα και νομίζοντας πως έχουμε υποχρέωση να προσφέρουμε στους νέους τα μέσα «να κερδίσουν τη ζωή», πιστεύουμε πως σκοπός της παιδείας – και της σχολικής και της εξωσχολικής – είναι η μετάδοση στους νέους όλων εκείνων των γνώσεων που θα τους κάνουν ικανούς να εξασφαλίσουν ένα επάγγελμα που θα τους προσφέρει τα αγαθά της «κοινωνίας της αφθονίας». Αυτό σημαίνει και η προετοιμασία για το Πανεπιστήμιο, όπου θα συνεχίσουν την ίδιαν ετοιμασία για την ασφαλέστερη και ανετότερη επίτευξη του ίδιου τελικά σκοπού. Αλλά η «κοινωνία της αφθονίας», που προσφέρει αναρίθμητα «αγαθά», απαιτεί αντίστοιχα ικανότητες και γνώσεις τέτοιες και τόσες, που ο διαθέσιμος για τον νέο άνθρωπο χρόνος της ετοιμασίας μόλις του επαρκεί να τις αποχτήσει».
Στον χώρο της ευρωπαϊκής διανόησης και της δυτικής σκέψης πλεονάζουν οι ορισμοί και οι απόπειρες ανάγνωσης του φαινομένου εκπαίδευση. Το παιδαγωγικό πιστεύω του John Dewey προτείνει μια άλλη οπτική στη θέση της ύπαρξης και της ύλης της εκπαίδευσης:
«Τι είναι το σχολείο»
Πιστεύω πως το σχολείο είναι πρωταρχικά ένας θεσμός κοινωνικός. Κι αφού η εκπαίδευση είναι μια κοινωνική διαδικασία, το σχολείο είναι απλώς η μορφή της κοινοτικής ζωής που συγκεντρώνει όλους τους φορείς οι οποίοι με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο θα οδηγήσουν το παιδί να μοιραστεί την κληρονομιά της φυλής και να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του για κοινωνικούς σκοπούς.
Πιστεύω επομένως πως η εκπαίδευση είναι διαδικασία ζωής κι όχι προπαρασκευή για μελλοντική ζωή.
Πιστεύω πως το σχολείο πρέπει ν΄ αντιπροσωπεύει τη σύγχρονη ζωή, ζωή τόσο αληθινή και σημαντική για το παιδί, όσο κι εκείνη που ζει στο σπίτι, στη γειτονιά ή στο γήπεδο.
Πιστεύω πως εκπαίδευση που δεν πραγματοποιείται μέσα από μορφές ζωής… είναι πάντα ένα φτωχό υποκατάστατο της πραγματικότητας που δένει και νεκρώνει…
Η ύλη της εκπαίδευσης
Πιστεύω ότι η κοινωνική ζωή του παιδιού αποτελεί τη βάση της σύνθεσης ή συσχέτισης καθόλη την εκπαίδευση ή ανάπτυξή του. Η κοινωνική ζωή δίνει την ασυνείδητη ενότητα και το πλαίσιο όλων των προσπαθειών κι όλων των επιτευγμάτων του.
Πιστεύω ότι η ύλη του σχολικού προγράμματος πρέπει ν΄ ακολουθεί μια βαθμιαία διαφοροποίηση μέσα από την πρωτόγονη ασυνείδητη ενότητα της κοινωνικής ζωής […]
Πιστεύω, επομένως ότι το πραγματικό κέντρο συσχετισμού των σχολικών μαθημάτων δεν είναι η επιστήμη, ούτε η λογοτεχνία, ούτε η ιστορία, ούτε η γεωγραφία αλλά οι κοινωνικές δραστηριότητες του ίδιου του παιδιού.
Πιστεύω πως δεν μπορεί η εκπαίδευση να ενοποιηθεί μέσω της μελέτης της επιστήμης γιατί, εκτός από την ανθρώπινη δραστηριότητα, κι η ίδια η φύση δεν είναι μια ενότητα […].
Πιστεύω ότι η λογοτεχνία είναι η αντανάκλαση και ερμηνεία της κοινωνικής εμπειρίας, γι’ αυτό πρέπει να την ακολουθεί κι όχι να προπορεύεται. Δεν μπορεί λοιπόν ν΄ αποτελέσει τη βάση, μπορεί όμως να γίνει η περίληψη της ενοποίησης.
Πιστεύω ότι η ιστορία έχει παιδευτική αξία ενόσω παρουσιάζει φάσεις της κοινωνικής ζωής και ανάπτυξης. Πρέπει να έχει σημείο αναφοράς την κοινωνική ζωή […]
Πιστεύω πως ο μόνος τρόπος να συνειδητοποιήσει το παιδί την πολιτιστική του κληρονομιά είναι να εκτελέσει τους θεμελιώδεις τύπους δραστηριοτήτων που κάνουν τον πολιτισμό αυτό που είναι.
Πιστεύω, συνεπώς, ότι οι εκφραστικές ή δημιουργικές δραστηριότητες είναι το κέντρο συσχετισμού.
Πιστεύω πως αυτό δίνει το μέτρο για μια θέση στο σχολείο της μαγειρικής, της ραπτικής, της άσκησης των χεριών κτλ […] που αντιπροσωπεύουν θεμελιώδεις μορφές κοινωνικής δραστηριότητας κι είναι δυνατό κι επιθυμητό η εισαγωγή του παιδιού στα πιο επίσημα θέματα να γίνεται μέσω αυτών των δραστηριοτήτων.
Δεν πιστεύω, επομένως, στη διαδοχή των μαθημάτων στο ιδανικό αναλυτικό. Αν η εκπαίδευση είναι ζωή, όλη η ζωή έχει από την αρχή και την επιστημονική πτυχή και την πτυχή της τέχνης και του πολιτισμού και της επικοινωνίας. Δεν είναι λοιπόν ορθό στη μια τάξη να διδάσκονται η ανάγνωση κι η γραφή και στην επόμενη να εισάγεται η λογοτεχνία ή η επιστήμη [….]
Πιστεύω, τέλος, ότι την εκπαίδευση πρέπει να την αντιληφθούμε ως μια συνεχή ανασύνθεση της εμπειρίας και ότι η διαδικασία και ο σκοπός της εκπαίδευσης είναι ένα και το αυτό…..
Το σχολείο και η κοινωνική πρόοδος
Πιστεύω πως το σχολείο είναι η θεμελιακή μέθοδος για κοινωνική πρόοδο και μεταρρύθμιση [….-
Πιστεύω πως η εκπαίδευση ρυθμίζει τη διαδικασία της συμμετοχής στην κοινωνική συνείδηση και πως η προσαρμογή της ατομικής δραστηριότητας πάνω σε βάση αυτής της κοινωνικής συνείδησης είναι η μόνη σίγουρη μέθοδος για κοινωνική ανασυγκρότηση.
Πιστεύω πως η αντίληψη αυτή τιμά σωστά τόσο το ιδανικό του ατομισμού όσο και το ιδανικό του κοινωνισμού [……]
Πιστεύω γι’ αυτό πως η ευθύνη της κοινότητας προς την εκπαίδευση είναι η ύψιστη ηθική της ευθύνης. Με το νόμο και την τιμωρία, με την κοινωνική ταραχή και συζήτηση μπορεί η κοινωνία να ρυθμίζει και να πλάσει τον εαυτό της κατά τρόπο λίγο-πολύ τυχαίο.
Μέσω της εκπαίδευσης όμως μπορεί να διατυπώσει τους σκοπούς της, να οργανώσει τα μέσα και τον πλούτο της και να διαμορφώσει τον εαυτό της με σαφήνεια και οικονομία προς την κατεύθυνση που επιθυμεί.
Πιστεύω ότι είναι καθήκον καθενός που ενδιαφέρεται για την εκπαίδευση να επιμένει να γίνει το σχολείο το πρωτεύον και πιο αποτελεσματικό μέσο κοινωνικής προόδου και αλλαγής [….]
Πιστεύω, τέλος, ότι του δασκάλου το έργο δεν είναι απλώς να εκπαιδεύει άτομα, αλλά να διαμορφώνει την αρμόζουσα κοινωνική ζωή.
Πιστεύω πως κάθε δάσκαλος πρέπει ν’ αναλογιστεί την αξία ης αποστολής του: ότι είναι κοινωνικός εργάτης που του όρισαν να διαφυλάσσει την πρέπουσα κοινωνική τάξη και να διασφαλίσει την ορθή κοινωνική ανάπτυξη.
Πιστεύω πως έτσι ο δάσκαλος είναι πάντα ο προφήτης του αληθινού Θεού κι ο οδηγός στην αληθινού βασιλείου Του».[4]
Από τις ακραίες συντηρητικές περιγραφές μέχρι τις πλέον ριζοσπαστικές, κανένας ορισμός καμμιά εκπαιδευτική σχολή δεν πέτυχε να παρεμποδίσει τη μεγάλη ανθρώπινη ανάγκη για κοινωνία με τα βασικά γνωστικά αντικείμενα, οριακό εφόδιο για την κοινωνική ένταξη του μαθητή.
Εκπαιδευτικός- Συγγραφέας
[1] Κώστας Βασιλείου «Η συμβολή του εκπαιδευτικού στην επιβίβαση του κυπριακού Ελληνισμού» στο περιοδικό Υφάδι τεύχος 3 σελίδα 21.
[2] Ιωάννου Ν. Χαραλαμπόπουλου ΓΕΝΙΚΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΑΘΗΝΑΙ 1973.
[3] Μανώλης Ανδρόνικος Παιδεία ή Υπνοπαιδεία εκδόσεις ΊΚΑΡΟΣ 1976 σελ. 11-13.
[4] John Dewey μεταφ. Κλείτου Μακρίδη «Το παιδαγωγικό μου πιστεύω» (My Pedagogic Creed) School Journal 54, 1987: 77-80. Από αναδημοσίευση στο C.L. Hall et, al Reedings in American Education Chieago Scott, Foresman & Co, 1963 52-54.