Προσπάθεια εμβάθυνσης στις νεοελληνικές ιδιαιτερότητες


ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*

Ένας λόγος που με έκανε να διαλέξω το πιο πάνω θέμα   είναι η πεποίθησή μου πως η συζήτηση τέτοιων  θεμάτων μπορεί να συμβάλει στην επιτυχία της  προσπάθειας, που άρχισε εδώ και ένα χρόνο με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 200 χρόνων από την Ελληνική επανάσταση του 1821, για απόκτηση περισσότερης εθνικής αυτογνωσίας. Πιστεύω πως  αυτή η συνεχής αναζήτηση αυτογνωσίας τόσο σε συλλογικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο θα μας βοηθήσει  να γνωρίσουμε τον αληθινό πολιτισμικό εαυτό μας και να ξεπεράσουμε  όσο μπορούμε τα εθνικά ελαττώματα και τις αδυναμίες μας.

 Σχετικά με το υπό συζήτηση θέμα, ο πολύ γνωστός Έλληνας ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας Κ. Θ. Δημαράς υποστήριξε στο βιβλίο του Νεοελληνικός Διαφωτισμός (1998, 2)  πως στη διαμόρφωση της ιδιοσυγκρασίας των  Νεοελλήνων βάρυνε αποφασιστικά το γεγονός ότι ο ελληνικός κόσμος δέχθηκε  “την επίδραση του δυτικού Διαφωτισμού απαράσκευος, χωρίς, δηλαδή, να έχει γνωρίσει την προπόνηση της ευρωπαϊκής Αναγέννησης, και ενώ συνάμα  βρίσκεται υπό δουλεία σε ασιάτη κυρίαρχο».  Την αρνητική επίδραση του ασιάτη κυριάρχου είναι βέβαια πολύ εύκολο να τη φανταστούμε, αν φέρουμε στο νου μας την παντός είδους καταπίεση και τις  πρωτόγονες πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες    που επικρατούσαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια των τριών αιώνων (15ος-17ος αι), όταν  η Ευρώπη είχε την καλή τύχη να δημιουργεί  και να ζει ελεύθερη την Αναγέννησή της. Δεν είναι όμως το ίδιο εύκολο να συλλάβουμε ποιες ακριβώς κοινωνικές δεξιότητες, τρόπους σκέψης, στάσεις ζωής, αντιλήψεις  και ιδανικά εμπόδισε  να διαμορφωθούν  η απουσία της « προπόνησης» της οποίας  θα μπορούσε να τύχει ο ελληνικός λαός, αν είχε την τύχη να βιώσει την Αναγέννηση πριν από τον Διαφωτισμό, όπως έγινε με τους Ευρωπαίους.

Ο  ίδιος ο Κ. Θ. Δημαράς δεν ασχολήθηκε επισταμένα στο βιβλίο του με αυτό το θέμα, γιατί άλλος ήταν ο στόχος του. Βρίσκουμε όμως σ’ αυτό εγκατασπαρμένες  πολλές πληροφορίες οι οποίες  μαρτυρούν περιγραφικά σοβαρές αρνητικές στάσεις και αντιλήψεις των Νεοελλήνων χαρακτηριστικές του μεσαίωνα  (θρησκευτικό φανατισμό, ιδεοληψίες, στερεότυπα, ξενοφοβία, αφέλεια),  που συνεχίστηκαν  στην Ελλάδα ακόμα και πέραν της πρώτης φάσης του ελληνικού Διαφωτισμού στα  τέλη του 18ου αιώνα. Οι περισσότερες πληροφορίες αφορούν στην πολύ εκτεταμένη απόρριψη τόσο από την  πανίσχυρη Ορθόδοξη όσο και από τους διανοουμένους (λογίους) κάθε τάσης για εισαγωγή των νέων ιδεών και πρακτικών που κυριαρχούσαν την εποχή της Αναγέννησης  στις χώρες της Ευρώπης. Έτσι έχουμε, πρώτα,  κυριαρχία των «γραμματικών», των δασκάλων δηλαδή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, οι οποίοι αυτοδιαφημίζονταν ότι κατείχαν το τέλειον όργανον ,την «γλώσσαν των θεών», δεύτερο, διακωμώδηση της εισαγωγής της διδασκαλίας των Μαθηματικών με την παρουσίαση της  απασχόλησης με αυτά  όχι μόνο ως   σπατάλης χρόνου αλλά και ως τέχνης των μπακάληδων  αποπνέουσας  μπόχα από μεγάλη απόσταση(Δημαράς, 1998,221), τρίτο, πόλεμο εναντίον της διδασκαλίας των Φυσικών Επιστημών στα σχολεία ,τέταρτο, απόρριψη της διεξαγωγής πειραματικών  ερευνών σε εργαστήρια (Δημαράς, 1998,135-136) και, πέμπτο, ανηλεή γενικό πόλεμο εναντίον  κάθε ευρωπαϊκής επίδρασης λόγω κυρίως της πλήρους ταύτισης Δύσης με την Καθολική Εκκλησία. Όσοι υποστήριζαν δημόσια ιδέες και επιστημονικές  θεωρίες δυτικών επιστημόνων κινδύνευαν να κατηγορηθούν για   «λατινοφροσύνη», (βλέπε περίπτωση Ιώσηπου Μοισιόδακα), και όσοι ακολουθούσαν φιλοσοφικές θεωρίες των Δυτικών εμπαίζονταν ως «ξυλόσοφοι».

Αυτά όλα σήμαιναν ουσιαστικά πλήρη απόρριψη της έννοιας  της Αναγέννησης, αφού αναγέννηση σημαίνει νέα γένεση, ανανέωση,  διαμόρφωση νέου είδους ανθρώπων, που θα νιώθουν, θα σκέφτονται και θα συμπεριφέρονται διαφορετικά (θα έχουν ανοικτό, δημιουργικό και προοδευτικό μυαλό, θα έχουν επιλογή και ελευθερία σκέψης). Για τους ανθρώπους της Αναγέννησης δεν υπάρχουν αυθεντίες, γιατί η αλήθεια δεν είναι δεδομένη εκ των προτέρων αλλά αναζητείται με την παρατήρηση και το πείραμα.  Μεγαλύτερη σημασία δεν έχει η θεωρία αλλά η πράξη , η γνώση δεν είναι στολίδι που αποκτάται και φυλάγεται σαν ένα ρολόι τσέπης αλλά εργαλείο που βοηθά τον άνθρωπο όχι μόνο να γνωρίσει καλύτερα τον κόσμο, τη φύση , τους άλλους ανθρώπους και τον εαυτό του αλλά και να μπορεί να τους αλλάξει. Η γνώση αναζητείτο,  ανευρισκόταν  και εφαρμοζόταν  από κοινού με συνεργάτες  καθημερινά στα παντός είδους εργαστήρια  (ζωγραφικής, γλυπτικής, αρχιτεκτονικής, μηχανικής, βιολογίας, ιατρικής, φυσικής, αστρονομίας, της αλχημείας και  της αναζήτησης του ελιξηρίου της νεότητας, και άλλα) που ιδρύθηκαν σε όλες τις πόλεις της Δύσης. Στα εργαστήρια αυτά οι νέοι αποκτούσαν φυσιολογικά γνώσεις την ίδια ώρα που τις δημιουργούσαν οι ίδιοι στα εργαστήρια και όχι παπαγαλίζοντάς τες από τα βιβλία. Αποκτούσαν επίσης  τεχνικές  και κοινωνικές δεξιότητες (συνεργασία, ομαδικότητα, αλληλεγγύη) και ταυτόχρονα ενίσχυαν τη θέλησή τους και ανέπτυσσαν τη δημιουργικότητά τους.

Πολλά από  αυτά έμειναν ουσιαστικά ξένα για τους Έλληνες για τρεις αιώνες. .Στα χρόνια που ακολούθησαν  την Επανάσταση η  οργανωμένη εκπαίδευση της Ελληνικής πολιτείας προσπάθησε να διδάξει στους νέους αυτές τις κοινωνικές δεξιότητες και στάσεις ζωής αλλά, όπως φαίνεται από την ιστορία, τα αποτελέσματα δεν ήταν τα επιθυμητά. Ο μεγάλος δάσκαλος του γένους Αδαμάντιος Κοραής συμβούλευσε να εισαχθούν οι γνώσεις από την Ευρώπη αλλά, όπως  αποδείχθηκε, δεν μπορούσε να γίνει το ίδιο και με τις δεξιότητες, τις στάσεις ζωής και τους τρόπους σκέψης.

Πρώην Αν. Καθηγητής

Πανεπιστήμιο Κύπρου

 

 

 

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










1135