Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες σε παιδιά και εφήβους


ΤΗΣ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ*

Η Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες (Post-Traumatic Stress Disorder), αποτελεί την ψυχική κατάσταση στην οποία το άτομο βιώνει έντονα συναισθήματα δυσφορίας, έπειτα από την έκθεσή του σε ένα τραυματικό γεγονός. Με βάση την ηλικία, αλλά και μέσα από μια διαφοροποίηση στα συμπτώματα, οι ερευνητές διακρίνουν δύο τύπους Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες: τη Διαταραχή Ι για ενήλικες, εφήβους και παιδιά άνω των 6 ετών, και τη Διαταραχή ΙΙ για παιδιά κάτω των 6 ετών. Και στις δύο περιπτώσεις, το άτομο ως επακόλουθο κάποιου τραυματικού γεγονότος που βίωσε - παρατήρησε – άκουσε, αναβιώνει τα αρνητικά συναισθήματα που το γεγονός αυτό του προκάλεσε στην καθημερινότητά του, ακόμα και κατά τη διάρκεια του ύπνου του (ή και κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού στην περίπτωση των μικρότερων παιδιών). Ακόμη, μπορεί να σημειώνει ξαφνικές αντιδράσεις φόβου κατά τη διάρκεια της ημέρας στην επαφή του με ένα ερέθισμα που θυμίζει το τραυματικό γεγονός, όπως και σε περιστάσεις που δεν έχει σχέση με αυτό.

Επιπλέον, ένα άλλο χαρακτηριστικό που διακρίνει την εν λόγω διαταραχή, αποτελεί η αποφυγή κάθε σκέψης η κατάστασης που σχετίζεται ή θυμίζει το τραυματικό γεγονός, ενώ, η δυσκολία ανάκλησης σημαντικών στοιχείων που συνέβησαν κατά τη διάρκεια του τραυματικού γεγονότος αποτελεί ακόμη ένα στοιχείο που παρατηρείται στη ΔΜΣ. Την ίδια στιγμή, το άτομο, στη σκέψη του τραυματικού γεγονότος, ενδεχομένως να ενοχοποιεί τον εαυτό του για την πραγματοποίησή του, έστω και αν αντικειμενικά δεν φέρει καμία ευθύνη.

Επιπρόσθετα, άτομα κάθε ηλικίας που βιώνουν ΔΜΣ, ενδεχομένως να δυσκολεύονται να βιώσουν θετικά συναισθήματα καθημερινά, να έχουν χάσει το ενδιαφέρον τους για δραστηριότητες που παλαιότερα απολάμβαναν, να σημειώνουν αποστασιοποίηση από τα άλλα άτομα και αδυναμία κοινωνικής σύνδεσης, επίμονα αρνητικά συναισθήματα άγχους, τρόμου, ενοχής, ντροπής, δυσκολία συγκέντρωσης, ή και δυσκολίες στον ύπνο.

Ωστόσο, η διαταραχή δεν εκδηλώνεται από όλα τα άτομα που μπορεί να βιώσουν τα ίδια γεγονότα, ενώ τα τελευταία χρόνια, προσπάθειες για αποσαφήνιση των προστατευτικών παραγόντων και των παραγόντων κινδύνου στην τελική εμφάνιση αλλά και έκβαση της διαταραχής, λαμβάνουν χώρα στον ερευνητικό τομέα. Στην περίπτωση των παιδιών και λαμβάνοντας υπόψη την υπάρχουσα βιβλιογραφία, φαίνεται πως παιδιά μικρότερα των 6 ετών είναι πιο «ευάλωτα» στην ανάπτυξη της εν λόγω διαταραχής, εάν στο παρελθόν είχαν έρθει ξανά σε επαφή με κάποιο τραυματικό γεγονός. Επίσης, το υποστηρικτικό δίκτυο κατέχει σημαντικό ρόλο στην τελική ανάπτυξη ή όχι της διαταραχής, αποτελώντας παράγοντα ευαλωτότητας στην περίπτωση που είναι αποδυναμωμένο, ή παράγοντα προστασίας όταν είναι ενδυναμωμένο και υποστηρικτικά κοντά στο άτομο. Μελετώντας τη διαφοροποίηση ανάμεσα στα δύο φύλα, φαίνεται πως οι νεαρότερες γυναίκες είναι περισσότερο «ευάλωτες» στην ανάπτυξη της διαταραχής.

Αναφορικά με την αντιμετώπιση της ΔΜΣ, αισιόδοξα είναι τα αποτελέσματα των θεραπευτικών παρεμβάσεων. Εντούτοις, εάν η βοήθεια δεν δοθεί άμεσα και κατάλληλα, σημαντικά και αρνητικά μακροπρόθεσμα επακόλουθα «απειλούν» την ψυχική υγεία παιδιών, εφήβων και ενηλίκων. Ιδιαίτερα στη σημερινή σύγχρονη εποχή όπου οι αρνητικές εικόνες είναι εύκολα προσβάσιμες, παιδιά και έφηβοι καθημερινά, εκτίθενται σε τέτοιες έντονες εικόνες, οι οποίες προβάλλουν το ψυχικό πόνο στο μεγαλείο του. Συνεπώς, αναγκαία κρίνεται η ψυχολογική βοήθεια σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού μέσω προληπτικών δράσεων, όπως για παράδειγμα, ψυχο-εκπαιδευτικές δράσεις στην κοινότητα, στα σχολεία, σε οργανωμένες ομάδες γονέων, με στόχο την ενίσχυση των δεξιοτήτων συναισθηματικής αυτοδιαχείρισης, την υποστήριξη, την ανακούφιση και την ασφάλεια.

Ενώ οι ψυχοθεραπευτικές πρακτικές ποικίλλουν, καθιστώντας την εργαλειοθήκη των ειδικών πλούσια σε μεθόδους υποστήριξης, η Γνωστική Συμπεριφοριστική Θεραπεία στο Τραύμα (Trauma Focused Cognitive Behavioral Therapy), αναγνωρίζεται ως μια κατάλληλη και αποτελεσματική μέθοδος παρέμβασης. Στόχος της αποτελεί η αναγνώριση, έκφραση και ρύθμιση συναισθημάτων, η ενίσχυση δεξιοτήτων διαχείρισης του στρες, όπως και η σταδιακή και ασφαλής επαφή με τα συναισθήματα που σχετίζονται με το τραύμα, με τους γονείς -στην περίπτωση θεραπείας παιδιών- να αποτελούν ενεργούς συμμετέχοντες στη διαδικασία.

*Κλινική Ψυχολόγος

Σχολική Ψυχολόγος




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










2373