Από το σχολικό εκφοβισμό στη νεανική παραβατικότητα: Ο προστατευτικός ρόλος των γονέων


Μπορεί ο σχολικός εκφοβισμός να οδηγήσει σε νεανική παραβατικότητα;

ΤΗΣ ΔΡΟΣ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ*

Το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού σημειώνει ανησυχητική αύξηση τα τελευταία χρόνια σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ επίσης φαίνεται να υπάρχει όξυνσή του και στην Κυπριακή Δημοκρατία. Πράγματι, πρόσφατες έρευνες που διενεργήθηκαν, κατέδειξαν πως το 2020, το 14,1%, 900 εφήβων 11-15 ετών, υποστήριξε πως έχει εκφοβίσει κάποιον άλλο έφηβο, ενώ, ένας στους τρεις μαθητές ανέφερε ότι δέχεται εκφοβισμό τουλάχιστον μερικές φορές τον μήνα (ΟΟΣΑ, 2019). Στο γενικό του πλαίσιο, η έννοια του εκφοβισμού, αποσαφηνίζεται ως μία συστηματική και επαναλαμβανόμενη κακοποιητική συμπεριφορά, είτε από ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, είτε από ομάδα προσώπων, έναντι ενός άλλου προσώπου ή ομάδας προσώπων, με χαρακτηριστικό την ανισορροπία στη δύναμη και σκοπό την πρόκληση σωματικής ή ψυχολογικής βλάβης (Olweus, 1993).

Πρόκειται για ένα φαινόμενο, με ιδιάζοντα χαρακτήρα, που λόγω της πολυπρόσωπης δράσης του, της φύσεως του και, ιδίως του παρατεταμένου και επαναληπτικού στοιχείου που τον διακρίνει, επιφέρει εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες, τόσο σε σωματικό, όσο και σε ψυχο-συναισθηματικό επίπεδο, με προεξάρχοντα παραδείγματα την απομόνωση, τις συναισθηματικές διαταραχές, την ακαδημαϊκή ή επαγγελματική σταδιοδρομία, ακόμη και τον αυτοκτονικό ιδεασμό. Αναζητώντας τα αίτια εμφάνισης του σχολικού εκφοβισμού, προκύπτει το στοιχείο της πολυμορφίας που διέπει τον εκφοβισμό σε όλο του το φάσμα, με ένα «μείγμα» ατομικών και περιβαλλοντικών παραγόντων να αλληλοεπιδρούν αυξάνοντας τις πιθανότητες ανάπτυξής του (Xie et al., 2023). 

Παράλληλα, ένας σημαντικός αριθμός ερευνητών προσηλώνεται στον εντοπισμό και στην κατανόηση των παραγόντων που μπορούν να λειτουργήσουν «προστατευτικά» μειώνοντας τις πιθανότητες εκδήλωσης του εκφοβισμού, ενώ τα τελευταία χρόνια, έμφαση δίνεται στη μελέτη των παραγόντων που είναι ικανοί ώστε να προστατεύσουν τους δράστες από παραβατικές συμπεριφορές στη μετέπειτα ενήλικη ζωή τους, με τα διαχρονικά ερευνητικά δεδομένα να αποκαλύπτουν ότι ο σχολικός εκφοβισμός φαίνεται να «προβλέπει» τη μελλοντική παραβατικότητα (Ttofi et al., 2011).

Υπάρχει σύνδεση μεταξύ γονικού στυλ, σχολικού εκφοβισμού και θυματοποίησης;

Αναζητώντας αυτούς τους παράγοντες οι οποίοι μπορούν να λειτουργήσουν προστατευτικά ως προς την πρόληψη τόσο του σχολικού εκφοβισμού όσο και της νεανικής παραβατικότητας, η σχέση μεταξύ γονέων και παιδιών, φαίνεται να κατέχει ιδιαίτερη σημασία. Το γονικό στυλ (Baumrind, 1991; Maccoby & Martin, 1983) περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά αντιλαμβάνονται τόσο το επίπεδο και την ποιότητα της ανταπόκρισης των γονέων τους προς αυτά, όσο και τον έλεγχο και τις προσδοκίες που οι γονείς έχουν από αυτά. Βάση αυτών των δύο διαστάσεων, προσδιορίζονται τέσσερα διαφορετικά στυλ γονέων, τα οποία αποτελούν, (α) το «δημοκρατικό» στυλ όπου οι γονείς θέτουν σαφείς κανόνες και όρια, αλλά κάτω από ένα περιβάλλον ανοικτό ως προς τη συζήτηση και τη συνεργασία με τα παιδιά, ενώ την ίδια στιγμή σε σταθερή βάση παρέχουν στα παιδιά φροντίδα και συναισθηματική ανταπόκριση, (β) το «αυταρχικό» στυλ όπου οι γονείς έχουν ιδιαίτερα υψηλές προσδοκίες από τα παιδιά τους, θέτουν αυστηρούς κανόνες, διατηρούν ένα σταθερό, υψηλό και αυστηρό έλεγχο, υιοθετούν τιμωρητικές πρακτικές «θυσιάζοντας» την ελευθερία και αυτονομία των παιδιών, ενώ την ίδια στιγμή η συναισθηματική ανταπόκριση και συναισθηματική συνύπαρξη προς τα παιδιά είναι χαμηλή, (γ) το «παραχωρητικό» στυλ, στο οποίο οι γονείς τείνουν να ανταποκρίνονται σε υψηλό βαθμό ως προς τις ανάγκες του παιδιού, μπλοκάροντας και εδώ την αυτονομία η οποία «πνίγεται» μέσα από την υπερβολική αγάπη και φροντίδα, με τους ίδιους συγχρόνως να έχουν χαμηλές προσδοκίες και απαιτήσεις από τα παιδιά, και τέλος, (δ) το «αδιάφορο» στυλ, στο οποίο τόσο η συναισθηματική ανταπόκριση, όσο και ο έλεγχος-επίβλεψη και οι απαιτήσεις από τους γονείς προς τα παιδιά, είναι ελάχιστες.

Τα δεδομένα που απορρέουν από αυτό το πεδίο της έρευνας, υποστηρίζουν πως τα γονικά στυλ μπορούν να λειτουργήσουν είτε ως προστατευτικοί παράγοντες είτε και ως παράγοντες επικινδυνότητας προς τον εκφοβισμό αλλά και τη θυματοποίηση. Παραδείγματος χάρη, παιδιά που μεγαλώνουν με χαμηλή επίβλεψη και ελάχιστα όρια και κανόνες, παρουσιάζονται περισσότερο «ευάλωτα» ως προς τη θυματοποίηση, ιδιαίτερα από εκφοβιστικές συμπεριφορές μέσω του διαδικτύου (Dehue et al., 2012). Παράλληλα, τα υπερπροστατευμένα παιδιά δεν έχουν σε επαρκή βαθμό ανεπτυγμένες εκείνες τις βασικές κοινωνικές δεξιότητες οι οποίες είναι απαραίτητες στην αυτοϋπεράσπιση σε περιπτώσεις θυματοποίησής τους από συνομηλίκους (Γεωργίου, 2008). Από την άλλη, παιδιά των οποίων οι γονείς κατέχουν αυταρχικό στυλ, φαίνεται να είναι πιο επιρρεπή ως προς τον εκφοβισμό (Σταυρινίδης και συν., 2015), ενώ πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα μελέτης, υποστηρίζουν πως ο ανεπαρκής γονικός έλεγχος σχετίζεται με υψηλό κίνδυνο εμπλοκής σε πράξεις εκφοβισμού (Lee et al., 2023).

Επομένως, οι ακραίες γονικές πρακτικές και ως προς τις δύο κατευθύνσεις (υπερβολική ή ελάχιστη φροντίδα, αυστηρά ή ελλιπή όρια), συνδέονται τόσο με υψηλότερα επίπεδα εκφοβισμού, αλλά και θυματοποίησης. Συγχρόνως, ερευνώντας τη σχέση μεταξύ του γονικού στυλ και της νεανικής παραβατικότητας, εντοπίζεται η σύνδεση μεταξύ της νεανικής παραβατικότητας και των ενδοοικογενειακών συγκρουσιακών σχέσεων και χαμηλής γονικής υποστήριξης (Baldry & Farrington, 2020; Broll & Reynolds, 2020).

Η γονική υποστήριξη ως παράγοντας προστασίας προς τη νεανική παραβατικότητα.

Αν και η αιτιώδης κατάσταση της σχέσης σχολικού εκφοβισμού και νεανικής παραβατικότητας απαιτεί περαιτέρω μελέτη, το ίδιο ισχύει και για την πιθανότητα ορισμένες μεταβλητές να «μετριάζουν» αυτή τη σχέση (Farrington et al., 2016), με τη γονική μέριμνα να αποτελεί έναν από τους πιο συχνά αξιολογούμενους προστατευτικούς παράγοντες (Vassallo et al., 2014). Μελετώντας την πιο πάνω υπόθεση, οι ερευνητές συμφωνούν στη θετική επίδραση της γονικής υποστήριξης στη συμπεριφορά των εφήβων, και συγκεκριμένα σε ό,τι αφορά την πρόληψη μελλοντικών συμπεριφορών παραβατικότητας. Η γονική υποστήριξη ορίζεται ως «τις συμπεριφορές γονέων προς το παιδί, όπως ο έπαινος, η ενθάρρυνση και η παροχή σωματικής στοργής, παρέχουν το μήνυμα στο παιδί ότι είναι αποδεκτό και αγαπητό». Γονείς με υψηλή γονική υποστήριξη προσφέρουν στα παιδιά τους σε σταθερή βάση φροντίδα και ζεστασιά, προθυμία για επικοινωνία, ενεργητική ακρόαση, αποτελεσματική επικοινωνία, κατανόηση, ενεργή ενθάρρυνση και επένδυση στην εξέλιξή τους. Εν αντιθέσει, παιδιά με χαμηλή γονική υποστήριξη συχνά εμφανίζουν αρνητικά συναισθήματα, αποδυναμωμένες δεξιότητες συναισθηματικής ρύθμισης και διαχείρισης των διαπροσωπικών διαφωνιών (Mills et al., 2021). Μελέτες μεταξύ εφήβων ορίζουν τη γονική υποστήριξη ως προστατευτικό παράγοντα ως προς τη χρήση αλκοόλ και άλλων ουσιών, την κατάθλιψη και το άγχος. Παράλληλα, τόσο η προ-υπάρχουσα βιβλιογραφία, όσο και τα τρέχοντα ερευνητικά δεδομένα, υποδεικνύουν ότι η γονική υποστήριξη αποτελεί ένα γνήσιο προστατευτικό παράγοντα για τα παιδιά που διατρέχουν κίνδυνο μελλοντικής παραβατικότητας, λόγω της εμπλοκής τους σε συμπεριφορές σχολικού εκφοβισμού.

Τα πιο πάνω ευρήματα λοιπόν, αποδεικνύουν τη σημαντικότητα πρόληψης τόσο του σχολικού εκφοβισμού, όσο και της νεανικής παραβατικότητας, μέσα από την επένδυση στους γονείς, με τρόπο όπου η εκπαίδευση των γονέων ως προς την υιοθέτηση ενός υποστηρικτικού γονικού στυλ και αποτελεσματικών γονικών πρακτικών στο σύνολό τους, μπορεί να αποτρέψει τη μετάβαση σε έναν παραβατικό τρόπο ζωής (Walters, 2020).

*Κλινική / Σχολική Ψυχολόγος




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











5768