THΣ ΔΡΟΣ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ*
Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) αποτελεί μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή στην οποία έχει αφιερωθεί ένα μεγάλο ποσοστό έρευνας παγκοσμίως τα τελευταία 20 και πλέον χρόνια, με τις πιο πρόσφατες μελέτες να επικεντρώνονται στην αντιμετώπιση των λανθασμένων κατανοήσεων γύρω από τη ΔΕΠΥ. Βέβαια, οι αναφορές των συμπτωμάτων της ΔΕΠΥ -πριν ακόμη τα συμπτώματα στο σύνολό τους περιγράφουν ως ΔΕΠΥ- εντοπίζονται για πρώτη φορά το 1775 από τον Γερμανό φυσικό Melchior Adam Weikard, ενώ από το 1970 και έπειτα, η γνώση γύρω από την εν λόγω διαταραχή εμπλουτίζεται (Horton & Salway, 2013; National Institude of Health Care and Excellence, 2018). Στη συνέχεια ακολουθούν πρόσφατα δεδομένα με σκοπό την κατανόηση της ΔΕΠΥ, κάτω από τον ερευνητικό φακό.
Σύμφωνα με το Στατιστικό και Διαγνωστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών DSM-V (American Psychiatric Association, 2013), η ΔΕΠΥ ορίζεται ως μια κατάσταση στην οποία το άτομο παρουσιάζει ένα επίμονο μοτίβο απροσεξίας και/ή υπερκινητικότητας-παρορμητικότητας που παρεμβαίνει στη λειτουργικότητα ή την ανάπτυξή του, με συμπτώματα όπως: χαμηλή προσοχή, συχνές απροσεξίες, αποτυχία στην ακολουθία των οδηγιών και ολοκλήρωση των εργασιών που αναλαμβάνει, δυσκολία στην οργάνωση και στον προγραμματισμό, αδυναμία στην τήρηση χρονικών προθεσμιών, υψηλή κινητική δραστηριότητα, ένταση στη συμπεριφορά, υπερβολική ομιλία, ανυπομονησία, ριψοκίνδυνη συμπεριφορά.
Με σκοπό την κατάλληλη διάγνωση, η αξιολόγηση του ατόμου από καταρτισμένο ειδικό ψυχικής υγείας είναι απαραίτητη, μέσω της λήψης στοχευμένων πληροφοριών από το περιβάλλον του και το ίδιο το άτομο, όπως επίσης και σε συνδυασμό των αποτελεσμάτων κατάλληλων νευροψυχολογικών μετρήσεων. Συνεπώς, όταν τα συμπτώματα της εν λόγω διαταραχής πληρούνται και παρουσιάζονται για τουλάχιστον 6 μήνες, εμφανίζονται σε 2 ή περισσότερα πλαίσια (π.χ., στο σπίτι, στο σχολείο, στην εργασία), παρεμποδίζοντας την καθημερινή λειτουργικότητα του ατόμου, χωρίς να αποτελούν συμπτώματα μιας άλλης διαταραχής, με περισσότερη ασφάλεια και συνέπεια ο ειδικός μπορεί να καταλήξει σε αυτή τη διάγνωση (American Psychiatric Association, 2023; Faraone et al., 2015).
Ωστόσο, άτομα τα οποία έχουν διαγνωστεί με ΔΕΠΥ, ενδεχομένως να παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις στο προφίλ τους, με τη διαταραχή να κατηγοριοποιείται ως: Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας με Προεξάρχοντα τον Απρόσεκτο Τύπο, με Προεξάρχοντα τον Υπερκινητικό/Παρορμητικό Τύπο, ή Συνδυαστικού Τύπου (American Psychiatric Association, 2023).
Τι μας αποκαλύπτουν τα μέχρι στιγμής ερευνητικά δεδομένα σχετικά με τη ΔΕΠΥ;
Αναλύοντας τα αποτελέσματα μιας μεγάλης και διαχρονικής ομάδας ερευνών στη ΔΕΠΥ, φαίνεται πως άτομα που πληρούν την εν λόγω διαταραχή με χαρακτηριστικό τους την ελλειμματική προσοχή και απροσεξία, πιο συχνά παρουσιάζουν δυσκολίες στον ακαδημαϊκό τομέα, χαμηλή αυτοεκτίμηση, χαμηλή απόδοση στην εργασία -ιδιαίτερα σε επαγγέλματα όπου απαιτείται προσοχή, οργάνωση και προγραμματισμός-, και δυσκολίες στην καθημερινή λειτουργικότητα (π.χ., στην οργάνωση του σπιτιού, στην τήρηση του προγράμματος). Από την άλλη, τα συμπτώματα υπερκινητικότητας/παρορμητισμού συσχετίζονται με κοινωνική απόρριψη, επιθετικότητα, συμπεριφορές ρίσκου, ατυχήματα (Willcutt et al., 2012).
Τα άτομα με ΔΕΠΥ διαθέτουν ένα διαυγές και έξυπνο νοητικό σύστημα, με τα συμπτώματα όμως της διαταραχής να παρεμποδίζουν την ικανότητα μάθησης και συγκράτησης των ακαδημαϊκών πληροφοριών (Rommelse et al., 2017).
Κατά την ύστερη εφηβεία και ενηλικίωση, τα συμπτώματα υπερκινητικότητας/παρορμητισμού ενδεχομένως να παρουσιάζονται σε μειωμένο βαθμό σε σύγκριση με το παρελθόν, ενώ διατηρούνται τα συμπτώματα της απροσεξίας (Faraone et al., 2006).
Αρκετές επιδημιολογικές και κλινικές μελέτες, υποστηρίζουν τη συνύπαρξη της ΔΕΠΥ με άλλες ψυχιατρικές διαταραχές, όπως η κατάθλιψη, η διπολική διαταραχή, οι αγχώδεις διαταραχές, η διαταραχή διαγωγής, η εναντιωματική προκλητική διαταραχή (Chen et al., 2018; Yao et al., 2019).
Σε έρευνα μετα-ανάλυσης 55.000 συμμετεχόντων στο σύνολο, υποστηρίζεται πως το 5.9% των εφήβων και νεαρών ενηλίκων, όπως επίσης το 2.9% του ενήλικου πληθυσμού, πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια της ΔΕΠΥ (Willcutt, 2012). Εντούτοις, σε άλλες σχετικές έρευνες, δεν εντοπίζονται διαφορές στον επιπολασμό της διαταραχής μεταξύ Ευρώπης, Αμερικής, Ασίας και Αφρικής (Polanczyk et al., 2014).
Πρόσφατες έρευνες υποστηρίζουν πως η εν λόγω διαταραχή δεν σημειώνει πραγματική αύξηση στην εμφάνισή της τα τελευταία 30 χρόνια (Polanczyk et al., 2014), ωστόσο, η αύξηση στα ποσοστά εμφάνισης οφείλεται στην ανάπτυξη και συχνότερη εφαρμογή των εργαλείων αξιολόγησής της. Επιπρόσθετα, η ΔΕΠΥ παρατηρείται συχνότερα στο αρσενικό φύλο, με αναλογία 2:1 (Song et al., 2019).
Αιτιακοί Παράγοντες της ΔΕΠΥ:
Στηριζόμενοι σε μελέτες με απώτερο σκοπό τη διασαφήνιση των αιτιακών παραγόντων προς τη ΔΕΠΥ, συναντάμε τη συμφωνία των ερευνητών σχετικά με την αλληλεπίδραση περιβαλλοντικών και γενετικών παραγόντων ως προς την εμφάνιση της διαταραχής. Συγκεκριμένα, τόσο ο γενετικός παράγοντας όσο και οι περιβαλλοντικές μεταβλητές που κυρίως αφορούν την υγεία της μητέρας κατά την κύηση, επηρεάζουν και συντελούν στην ανάπτυξη της διαταραχής με μερικές από αυτές να είναι: το κάπνισμα, η κακή διατροφή της μητέρας κατά την κύηση, η χρήση άλλων ουσιών, η προχωρημένη ηλικία κύησης, η παχυσαρκία, το ιστορικό αποβολής, οι αγχώδεις και άλλες ψυχικές διαταραχές, η κακοποίηση κ.ά. (Bjorkenstam et al., 2018; Keilow et al., 2020).
Αντιθέτως, σε έρευνα που διενεργήθηκε το 2016 από το U.S. National Survey of Children’s Health σε δείγμα 4.122 νέων με ΔΕΠΥ, φάνηκε πως τα συμπτώματα της διαταραχής εμφανίζονται σε πιο ήπιο βαθμό σε άτομα που προέρχονται από οικογένειες με συνοχή, και μεγαλώνουν σε υποστηρικτικά περιβάλλοντα (Duh-Leong et al., 2020).
Πώς η ΔΕΠΥ επηρεάζει την εξέλιξη του ατόμου;
Η ΔΕΠΥ αποτελεί μια διαταραχή η οποία μπορεί να επιφέρει αρνητικό αντίκτυπο στη συναισθηματική κατάσταση και λειτουργικότητα του ατόμου. Εντούτοις, πολλά άτομα με ΔΕΠΥ, ειδικά σε περιπτώσεις όπου λαμβάνουν την κατάλληλη παρέμβαση, βιώνουν τη ζωή τους με ευχάριστο και παραγωγικό τρόπο.
Βάση των αποτελεσμάτων πρόσφατων μετα-αναλύσεων, η ΔΕΠΥ φάνηκε να επηρεάζει σε ένα ήπιο-μέτριο βαθμό τη φυσική λειτουργικότητα του ατόμου, ωστόσο, πιο έντονες αρνητικές επιδράσεις σημειώνονται στη συναισθηματική και κοινωνική λειτουργικότητα, ιδιαίτερα στις νεαρότερες ηλικίες (Lee et al., 2016). Όπως επίσης υποδεικνύουν τα ερευνητικά δεδομένα, η ΔΕΠΥ σχετίζεται με δυσκολία στη ρύθμιση των συναισθημάτων όπως και στην αποτελεσματική διαχείριση κοινωνικών διαφωνιών (Beheshti et al., 2020; Graziano και Garcia., 2016). Επιπλέον, παιδιά και έφηβοι με ΔΕΠΥ, φάνηκε να σημειώνουν υψηλότερο ρίσκο απόρριψης από το κοινωνικό σύνολο, αποδυναμωμένες κοινωνικές δεξιότητες (π.χ., συνεργασία, αποτελεσματική επικοινωνία και ακρόαση), αδυναμία στην ακολουθία των κοινωνικών κανόνων, στην ακολουθία των ρουτινών, αδυναμία στην προσοχή, στην εργαζόμενη μνήμη, στο χρόνο αντίδρασης και στην ακαδημαϊκή επίτευξη, ενώ την ίδια στιγμή έρευνες υποστηρίζουν την υψηλότερη πιθανότητα εμπλοκής σε περιστατικά εκφοβισμού και παραβατικότητας (Benedict et al., 2015; Mohr-Jensen et al., 2019). Είναι σημαντικό να σημειωθεί πως, παρεμβατικά προγράμματα σε παιδιά και εφήβους με ΔΕΠΥ, υπογραμμίζουν την υψηλότερη αποτελεσματικότητα των τεχνικών άμεσης επιβράβευσης της συμπεριφοράς (Patros et al., 2016).
Παρέμβαση στη ΔΕΠΥ:
Ο γονικός ρόλος, το είδος της σχέσης, η αλληλεπίδραση γονέων και παιδιών, όπως και οι μέθοδοι διαπαιδαγώγησης, μπορούν να φανούν αποτελεσματικές στα παιδιά με ΔΕΠΥ. Επιπλέον, η ενδυνάμωση των δεξιοτήτων οργάνωσης, προγραμματισμού, των κοινωνικών δεξιοτήτων, της ρύθμισης του συναισθήματος και της διαχείρισης των κοινωνικών διαφωνιών, φάνηκε να επηρεάζει με ένα ιδιαίτερα θετικό τρόπο τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ, ενώ η διαφοροποιημένη διδασκαλία και εξατομικευμένη παρέμβαση στο πλαίσιο του σχολείου, κρίνεται απαραίτητη (Rimestad et al., 2019).
Με θετικά αποτελέσματα στα συμπτώματα της ΔΕΠΥ και ιδιαίτερα στα ελλείμματα προσοχής, ταχύτητας και απομνημόνευσης, συνδέονται οι παρεμβάσεις και γνωστικές εκπαιδεύσεις μέσω της χρήσης ηλεκτρονικού υπολογιστή, και άλλων ψηφιακών εργαλείων (Cortese et al., 2015).
Σύνοψη:
Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητας, αποτελεί μια διαταραχή με κύρια συμπτώματα την αποδυναμωμένη ικανότητα προσοχής και οργάνωσης, την υπερκινητικότητα και τον παρορμητισμό. Τα εν λόγω συμπτώματα εμφανίζονται στην παιδική ηλικία, και παραμένουν μέχρι σε ένα βαθμό ενεργά στην ενήλικη ζωή. Πολλαπλοί γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες κινδύνου συσσωρεύονται σε διάφορους συνδυασμούς που προκαλούν ΔΕΠΥ. Άτομα τα οποία έχουν διαγνωστεί με ΔΕΠΥ, σημειώνουν αυξημένο κίνδυνο σχολικής αποτυχίας, αντικοινωνικής συμπεριφοράς, συναισθηματικών δυσκολιών, τραυματισμών, κατάχρησης ουσιών κ.ά. Η φαρμακευτική αγωγή αποτελεί μέχρι σήμερα μια αρκετά αποτελεσματική και ασφαλή παρέμβαση στη μείωση των συμπτωμάτων απροσεξίας, υπερκινητικότητας, και παρορμητισμού, με τις περιβαλλοντικές παρεμβάσεις να είναι εξίσου απαραίτητες με σκοπό την υποστήριξη των ατόμων με ΔΕΠΥ (Faraone et al., 2021).
Συνοψίζοντας, έχει διεθνώς υποστηριχτεί πως το μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων με ΔΕΠΥ, έχει τη νοημοσύνη και την ικανότητα να προοδεύσει και να εξελιχθεί τόσο ακαδημαϊκά όσο και επαγγελματικά, κοινωνικά, και προσωπικά, εάν όμως αντιμετωπιστεί από το περιβάλλον του με τον κατάλληλο τρόπο. Αυτή η αντιμετώπιση προϋποθέτει γονείς, εκπαιδευτικούς, επαγγελματικά περιβάλλοντα, αλλά και μια κοινωνία με γνώση και ευαισθησία γύρω από τη ΔΕΠΥ.
*Κλινική / Σχολική Ψυχολόγος
Επιστημονική Συνεργάτιδα, Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου
Μέλος Συνδέσμου Ψυχολόγων Κύπρου