Η άλλη γλώσσα και η σιωπή των παραθεριστών


ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΠΟΥΜΠΟΥΡΗ*

Όταν οι φύλακες πήγαν για ύπνο και ο κόσμος, πρωινός-πρωινός ήταν στις δουλειές του, ξεκίνησε το πραξικόπημα, που μας στέρησε τη διεθνή αντιπροσώπευση. Τη μέρα που οι μισοί εθνοφρουροί ήταν προγραμματισμένο να απολυθούν, ξεκίνησε η εισβολή που επανεγκατέστησε τους Οθωμανούς στο πιο εύφορο μέρος της Κύπρου και πιο προσφιλές στους Έλληνες πριν τρεις και βάλε χιλιάδες χρόνια. Έκτοτε αυτό έπαψε να μιλά και να γράφει Ελληνικά. Κι όταν ετοιμαζόμασταν να επιδοθούμε στα πανάρχαια ειδωλολατρικά μας έθιμα της αποκριάς, ξεκίνησε η επιδρομή στις καταθέσεις μας και μπήκε ολόκληρη η οικονομία μας στον γύψο, ο οποίος μέχρι σήμερα καλά κρατεί και προώρισται να κρατήσει για δεκαετίες ακόμα, σε εκλεπτισμένη μορφή, μέχρι να βρεθεί η επόμενη αφορμή.

Κι όταν φέτος, αρχές και μέσα Αυγούστου, οι μισοί από τα απομεινάρια των Ελλήνων της Κύπρου είναι θαμώνες στις παραλίες, οι άλλοι μισοί σε ταξίδια εξωτερικού, άντε κάποιοι να θυσιάσουν χρόνο για να ικανοποιήσουν τη ματαιοδοξία τους στο γήπεδο, αυτές τις μέρες που εγγυημένα το μυαλό και κάθε αντίσταση σε σκοτούρες απενεργοποιούνται, διάλεξαν τα δυο κρατικά μας πανεπιστήμια να ζητήσουν δημόσια απόψεις για αλλαγές στη γλώσσα διδασκαλίας του κρατικού πανεπιστημίου από αυτούς που τα τροφοδοτούν με φοιτητές, αλλά και με τα οικονομικά μέσα για να συντηρηθούν και να πληρωθούν ως προσωπικό, για εξασφάλιση των κομποδεμάτων για συμμετοχή σε συνέδρια στο εξωτερικό κ.ο.κ., σίγουροι ότι κανένας δεν θα προσέξει την ανακοίνωση τους, αφού τέτοια εποχή είναι όλα σβηστά, και η πάνσοφη βουλή μας ερμητικά κλειστή.

Μελλοντικά θα έχουν να πουν: εμείς σας προειδοποιήσαμε και σας ζητήσαμε τη γνώμη σας, χωρίς να προβάλει κανένας αντίρρηση.

Έτσι απλά, εκμαιεύοντας τη σιωπή των παραθεριστών, θέλουν να εισπράξουν την έγκριση ενός λαού και μιας τουλάχιστον τρισχιλιόχρονης εθνότητας. Ποιοι; Οι θεσμικοί γνώστες του ότι η αλλαγή θα έχει μοιραίες και ανεπίστρεπτες συνέπειες για τη γλωσσική και εθνική μας ταυτότητα.

Όπως και να διαβάσει κάποιος την προτεινόμενη αλλαγή, η ουσία είναι ότι κάθε Κύπριος θα μπορεί να κάνει χρήση της δυνατότητας επιλογής σπουδών στην άλλη γλώσσα. Έτσι απλά, άλλη γλώσσα. Αποφεύγεται να ονομαστεί, επειδή δεν είναι συνταγματική, αλλά κυρίως, επειδή εμείς, μικρός μεν λαός, αλλά με πλούσια εθνικοφροσύνη και με μισή ντουζίνα εθνικές επετείους, από τις οποίες μετρώ τέσσερεις, κατά τις οποίες η κοιτίδα της άλλης γλώσσας γίνεται ο σάκος του μποξ για εκτόνωση της εθνικοφροσύνης μας. Επιμελώς δεν θέλουν να ξυπνήσουν την εθνικοφροσύνη μας, διότι αυτή ξέρει πολύ καλά να κυβερνά και να συγκυβερνά. Μην τυχόν και ξυπνήσουμε και συνειδητοποιήσουμε ότι άλλο η κυρίαρχη θέση της άλλης γλώσσας έναντι των υπόλοιπων ανταγωνιστικών ξένων γλωσσών και άλλο η προοδευτική αντικατάσταση της μητρικής από την άλλη γλώσσα.

Η διαδικασία αντικατάστασης της μητρικής είναι εμμονικά ενεργή με μικρά βήματα, όπως και στην περίπτωση του βατράχου που βρίσκεται σε δοχείο με νερό, όπου βαθμηδόν προστίθεται ζεστό, λίγο και υποφερτό για να το αντέξει και να μην πηδήξει έξω. Όχι απλώς με κάθε γενεά, αλλά με κάθε αλλαγή, με κάθε διακυβέρνηση και κάθε καινούριο χρόνο: παραδίδουμε ελάσσονα μητρική γλώσσα στα παιδιά μας. Το παιδί που γεννιέται δεν θα αξιωθεί να κατακτήσει όση μητρική κατέχουν οι γονιοί και πρόγονοι του. Αυτών η μητρική και η περηφάνεια γι’ αυτήν θα σβήσει μαζί τους.

Υπάρχουν διαφορές της προτεινόμενης αλλαγής από το παιδομάζωμα, αλλά και ομοιότητες (π.χ. η προοιωνιζόμενη σταδιοδρομία). Δεν σου αφαιρείται αμέσως η ελληνική μητρική, όση και στον βαθμό που αυτή υπάρχει, μετά την εισαγωγή της άλλης γλώσσας από τις τρυφερές ηλικίες, στις οποίες εκκολάπτεται, διαμορφώνεται και ωριμάζει η μητρική. Αν επιλέξεις ή όχι σπουδές στην άλλη γλώσσα, η εξουσία που διαμορφώνεται έξωθεν, θα φτιάξει συνθήκες για διαφοροποιημένη σταδιοδρομία ανάλογα με την επιλογή. Δεν είναι καινούριο. Η παλαιότερη προβεβλημένη περίπτωση είναι αυτή του Κώστα Μόντη, που επέλεξε το Παγκύπριο Γυμνάσιο αντί την Αγγλική Σχολή, κατόπιν σπουδές στην Ελλάδα, για να αντιμετωπίσει απαγόρευση εξάσκησης επαγγέλματος και ανάρμοστο για την προσωπικότητα του, τα προσόντα και την αξία του, κοινωνικό εξευτελισμό. Από τότε, ουσιαστικά δεν άλλαξε τίποτε. Απλώς οι μεθοδεύσεις είναι πιο εκλεπτυσμένες πιο άδηλες, αλλά υπάρχουν και ροκανίζουν την εθνική μας ταυτότητα. Με απλά λόγια, η γλώσσα του πανεπιστημίου αλλάζει.

Η άλλη γλώσσα, από εναλλακτική που τάχατες θα υπόκειται σε άδειες και εγκρίσεις, δεν θα αργήσει να γίνει η κύρια. Από τη στιγμή της εισαγωγής της θα γίνει στόχευση και ίνδαλμα για τους νεότερους μαθητές. Οι συνθήκες δεν θα επιτρέψουν, ό,τι απέμεινε και μιλά και γράφει Ελληνικά στην Κύπρο, να διαιρεθεί σε κατηγορίες, σε προνομιούχους και μη προνομιούχους. Όλοι θα θελήσουν να ενταχθούν στους προνομιούχους. Η άλλη γλώσσα θα υποβαθμίσει σε λίγα χρόνια την Ελληνική για να την εκτοπίσει στη συνέχεια από σχεδόν όλους τους κλάδους σπουδών.

Το πανεπιστήμιο έχει την ευχέρεια του θεσμικού γνώστη σχετικά με όλα αυτά. Ξέρουν πολύ καλά, ή έχουν τα μέσα να διαπιστώσουν πώς και πότε μια γλώσσα αλλοτριώνεται και σβήνει. Μήπως άσκησαν καμιά φορά το προνόμιο και καθήκον τους ως θεσμικοί γνώστες, για να εξακριβώσουν αν αυτό που εισηγούνται οδηγεί ή δεν οδηγεί σε αφελληνισμό;

Παρενθετικά πρέπει να πω ότι και το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας, που αντλεί τη συνταγματικότητα του από την ελληνική κοινότητα, με την καθοδήγηση του πανεπιστημίου, χρησιμοποιεί την αποτελεσματική μέθοδο CLIL μόνο για μύηση των πιο τρυφερών ηλικιών των παιδιών μας στην άλλη γλώσσα. Ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος CLIL για την ταχεία διδασκαλία της Ελληνικής για τους ευρωπαίους και άλλους συμπολίτες μας, για να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινότητα, ή και για ξένους φοιτητές για σπουδές στα Ελληνικά. Αντί αυτού, τους ενισχύουμε την εντύπωση ότι δεν έχουμε γλώσσα με υπόσταση, ότι αποκτήσαμε γλώσσα με την αποικιοκρατία.

Το πανεπιστήμιο ουδέποτε στόχευσε στη μετάφραση της νέας επιστημονικής ορολογίας στην Ελληνική και στην υιοθέτηση της στη διδασκαλία. Εξαρχής προγραμμάτιζε την εισαγωγή της άλλης γλώσσας ως γλώσσας διδασκαλίας. Από την ίδρυση του, και με την αποτυχία της πρώτης ρομαντικής πολιτικής απόπειρας για καθορισμό της άλλης γλώσσας ως γλώσσας διδασκαλίας, για να φέρουμε τάχατες και τους τουρκοκύπριους, αδιάκοπα μηχανεύεται τρόπους για να την βάλει από το παράθυρο.

Όλοι μας συμφωνούμε για την ύπαρξη της άλλης γλώσσας ως πρώτης ξένης γλώσσας με περίοπτη υπεροχή έναντι άλλων ξένων γλωσσών. Αλλά μέχρι εδώ. Δεν πρέπει όμως να αφεθεί η άλλη γλώσσα να εισχωρήσει στον χώρο της μητρικής. Δεν είμαστε εθνοτικά Κύπριοι, εφόσον λείπουν πολλές παράμετροι γι’ αυτό, τις οποίες σκοτώσαμε με σωρεία λαθών. Είμαστε Έλληνες, όπως Γερμανοί είναι οι Αυστριακοί και η πλειοψηφία των Ελβετών, όπως Γάλλοι είναι οι Βαλόνοι στο Βέλγιο και μεγάλη εθνότητα στην Ελβετία. Παντού, τέτοιες εθνότητες επιβιώνουν, όσο κρατούν επαφή με την κοιτίδα. Ομφάλιος λώρος της επαφής με την κοιτίδα είναι η κοινή γλώσσα. Αν εκχωρήσουμε τη γλώσσα, εκλείπουμε και ως εθνότητα, αδυνατίζουν οι εσωτερικοί μας κοινωνικοί δεσμοί, μειώνεται η αντίσταση μας στον εποικισμό, αυξάνεται η δυσφορία μας με τον χώρο που ζούμε και η τάση για φυγή.

 *Εκπαιδευτικός




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










957