ΔΕΠ-Υ: Κατανόηση, προκλήσεις και στρατηγικές υποστήριξης για παιδιά και οικογένειες


ΤΗΣ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ*

Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠ-Υ) είναι μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή που επηρεάζει τόσο τη συμπεριφορά όσο και τη λειτουργικότητα των ατόμων. Τα κύρια χαρακτηριστικά της περιλαμβάνουν έλλειψη προσοχής, υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα, τα οποία ποικίλλουν σε ένταση και συνδυασμό ανάλογα με το άτομο. Παρόλο που τα συμπτώματα είναι πιο εμφανή στην παιδική ηλικία, συχνά παραμένουν και στην ενήλικη ζωή, επηρεάζοντας τη συνολική ποιότητα ζωής (Barkley, 2021).

Η αιτιολογία της ΔΕΠ-Υ είναι πολυπαραγοντική, καθώς οι έρευνες αποκαλύπτουν τη σύνθετη αλληλεπίδραση γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Νευρολογικές διαφοροποιήσεις, όπως η δυσλειτουργία του προμετωπιαίου φλοιού, επηρεάζουν τη ρύθμιση της προσοχής και των παρορμήσεων, ενώ παράγοντες όπως το οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον επηρεάζουν την ένταση των χαρακτηριστικών της διαταραχής. Για παράδειγμα, περιβάλλοντα με ασταθή όρια, χαμηλή οργάνωση ή υπερβολικές απαιτήσεις μπορούν να εντείνουν τη συμπτωματολογία (Willcutt et al., 2020; Taylor et al., 2019).

Παρότι η ΔΕΠ-Υ δεν οφείλεται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, αυτοί μπορούν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στη διαχείριση της διαταραχής. Η ΔΕΠ-Υ δεν είναι απλώς "κακή συμπεριφορά" ή έλλειψη πειθαρχίας, αλλά μια διαταραχή με ενδογενή χαρακτηριστικά που απαιτεί κατανόηση και στοχευμένες παρεμβάσεις (Barkley, 2021).

Συναισθηματικές και κοινωνικές επιπτώσεις:

Η ΔΕΠ-Υ συνδέεται συχνά με συναισθηματικές δυσκολίες, όπως άγχος, κατάθλιψη και χαμηλή αυτοεκτίμηση. Δύο κύριες διαδρομές οδηγούν σε αυτές τις επιπτώσεις. Αρχικά, τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ δυσκολεύονται να ρυθμίσουν τα συναισθήματά τους και να αξιολογήσουν τις αντιδράσεις τους, γεγονός που επηρεάζει τις κοινωνικές τους σχέσεις. Επιπλέον, τα αρνητικά μηνύματα από το περιβάλλον – όπως συχνές παρατηρήσεις για την απροσεξία ή την ακαταστασία – ενισχύουν την αίσθηση αποτυχίας και απογοήτευσης (Taylor et al., 2019).

Αυτή η αδυναμία ρύθμισης του συναισθήματος οδηγεί σε παρορμητικές αντιδράσεις και εντείνει την απομόνωση, ενώ οι συνεχείς επικρίσεις από το περιβάλλον δημιουργούν ταμπέλες που το παιδί ενσωματώνει στην ταυτότητά του. Η υποστήριξη πρέπει να επικεντρώνεται στη θετική ενίσχυση, την κατανόηση των πραγματικών δυσκολιών και τη δημιουργία ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος που προάγει την αυτοπεποίθηση (Barkley, 2021; Willcutt et al., 2020).

Μαθησιακές προκλήσεις:

Η ΔΕΠ-Υ επηρεάζει επίσης τη μαθησιακή διαδικασία, ιδίως για παιδιά με απρόσεκτο τύπο. Αυτά τα παιδιά δυσκολεύονται να διατηρήσουν την προσοχή, να οργανωθούν και να ολοκληρώσουν εργασίες. Η μνήμη εργασίας και η κατανόηση περίπλοκων εννοιών επηρεάζονται, ενώ η έλλειψη συγκέντρωσης περιορίζει την ακαδημαϊκή πρόοδο (Barkley, 2021).

Για τη βελτίωση της μαθησιακής εμπειρίας, είναι απαραίτητη η προσαρμογή του περιβάλλοντος. Μέτρα όπως η μείωση των ερεθισμάτων, η χρήση οπτικών εργαλείων, τα τακτικά διαλείμματα και η παροχή σαφών οδηγιών συμβάλλουν στη βελτίωση της απόδοσης. Επιπλέον, η σύνδεση της μάθησης με ενδιαφέροντα του παιδιού και η ενίσχυση του κινήτρου μέσω διαδραστικών δραστηριοτήτων ενισχύουν τη συμμετοχή του στο μάθημα (Taylor et al., 2019).

Στρατηγικές παρέμβασης:

Για γονείς:
Η δημιουργία σταθερής ρουτίνας και η οργάνωση του περιβάλλοντος είναι απαραίτητες για τη διαχείριση της ΔΕΠ-Υ. Ένα τακτοποιημένο περιβάλλον, η ενίσχυση μικρών καθημερινών επιτυχιών και η χρήση θετικής ανατροφοδότησης βοηθούν στη μείωση του άγχους και την ενίσχυση της αυτοπεποίθησης. Είναι σημαντικό να καθιερώνονται σαφείς κανόνες και συνέπειες που ανταποκρίνονται στις δυνατότητες του παιδιού, ενώ η επιβράβευση κάθε προσπάθειας μπορεί να λειτουργήσει ενθαρρυντικά (Barkley, 2021).

Για εκπαιδευτικούς:
Η χρήση στρατηγικών διαχείρισης τάξης, όπως η τοποθέτηση των μαθητών μακριά από ερεθίσματα και η χρήση απλών οδηγιών, βοηθά στη βελτίωση της συγκέντρωσης. Η διαφοροποίηση της διδασκαλίας μέσω κινητικών δραστηριοτήτων και η ενθάρρυνση συνεργατικής μάθησης είναι επίσης αποτελεσματικές. Η συνεργασία με τους γονείς και η δημιουργία συστημάτων επιβράβευσης ενισχύουν τη συνολική προσπάθεια διαχείρισης (Willcutt et al., 2020).

Γενικές μέθοδοι παρέμβασης:

Η Γνωσιακή-Συμπεριφορική Θεραπεία (CBT), που εστιάζει στη διαχείριση των σκέψεων και των συμπεριφορών, είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική. Επιπλέον, η υποστήριξη από ειδικούς, όπως παιδοψυχολόγοι και εργοθεραπευτές, βοηθά τα παιδιά να αναπτύξουν δεξιότητες αισθητηριακής επεξεργασίας και αυτορρύθμισης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να συμπληρώσει τις παρεμβάσεις, πάντα υπό την καθοδήγηση ειδικού (Barkley, 2021; Taylor et al., 2019).

Τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ δυσκολεύονται να σταματήσουν και να σκεφτούν πριν αντιδράσουν, ιδιαίτερα όταν συνυπάρχει υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα. Με την κατάλληλη εκπαίδευση, μπορούν να αναπτύξουν δεξιότητες αυτορρύθμισης, όπως η παύση πριν την αντίδραση, η ανάλυση εναλλακτικών και η αξιολόγηση των συνεπειών. Αυτή η διαδικασία είναι απαιτητική, αλλά βοηθά το παιδί να διαχειριστεί καλύτερα τις συμπεριφορές και τα συναισθήματά του, βελτιώνοντας τις σχέσεις και τη λειτουργικότητά του, τόσο στο παρόν όσο και στην ενήλικη ζωή (Barkley, 2021; Taylor et al., 2019).

Τέλος, η χρήση οργανωτικών εργαλείων και διαδραστικών εφαρμογών μάθησης προσφέρει στα παιδιά μια πιο δομημένη και ενθαρρυντική εμπειρία, ενισχύοντας τη συγκέντρωση και τη συνολική τους πρόοδο.

Με την κατανόηση των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ και την εφαρμογή συνδυασμένων στρατηγικών από γονείς, εκπαιδευτικούς και ειδικούς, μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον που θα τα βοηθήσει να αξιοποιήσουν τις δυνατότητές τους και να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής τους.

*Κλινική Ψυχολόγος, Σχολική Ψυχολόγος

Επιστημονική Συνεργάτιδα, Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου

Κλινική Επόπτρια, Πανεπιστημίου Λευκωσίας




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










3947