ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΠΟΥΜΠΟΥΡΗ*
Υπουργείο Εξωτερικών ως καθ’ ύλη αρμόδιο
Το Υφυπουργείο Πολιτισμού υπήρξε και στο παρελθόν υπότροπο στη διαφύλαξη της κρατικής μας εικόνας στο εξωτερικό. Ας περιοριστεί λοιπόν στα επιτόπια, τα οποία με τον τρόπο του διαχειρίζεται, και ας αφήσει τα διεθνή στο Υπουργείο Εξωτερικών. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να προστρέξει και στη διαπραγματευτική ομάδα, και μαζί οι δύο οντότητες να φροντίσουν, κανένα κρατικό έγγραφο σε διεθνή έκθεση να μην υποσκάπτει την κρατική μας οντότητα ή να εξασθενεί τη διαπραγματευτική μας θέση. Με απλά λόγια δηλαδή, να μην χρειαστεί να διαγράψουμε διεκδικούμενα ή να χάσουμε κεκτημένα στις διαπραγματεύσεις για μόνιμη λύση του εθνικού μας ζητήματος.
Πέρα όμως από την έκδηλη ανικανότητα υπαλλήλων των πολιτιστικών μας υπηρεσιών να διαγνώσουν πολιτικές απρέπειες σε πολιτιστικά κείμενα, οι οποίες χειραγωγούν τη διεθνή κοινή γνώμη εναντίον μας και ανέλπιστα χαρίζουν επιχειρήματα στην ξένη δύναμη κατοχής, υπάρχουν και άλλες παθογένειες σε ολόκληρο τον δημόσιο τομέα.
Παρεξηγημένη αντίληψη περί πανεπιστημιακής αυτονομίας
Η μεγαλύτερη παθογένεια σήμερα σχετίζεται με την παρεξηγημένη αντίληψη περί πανεπιστημιακής αυτονομίας. Θυμούμαι σε επίσκεψη Διοικητικού Συμβουλίου σε υπουργό, τον τελευταίο να τρομάζει, όταν έγινε αναφορά στο Πανεπιστήμιο. Δεν δεχόταν ν’ ακούσει τίποτε, επειδή στην αντίληψη του η αυτονομία του Πανεπιστημίου ήταν φίμωτρο ακόμα και γι’ αυτόν. Κατάφεραν οι πανεπιστημιακοί, με επίκληση της αυτονομίας τους να τρομοκρατήσουν τον κρατικό μηχανισμό από τις κεφαλές μέχρι τον τελευταίο υπάλληλο και να τον υπερσκελίσουν στη λήψη κάποιων αποφάσεων. Ποιος υπαλληλάκος θα όρθωνε το ανάστημα του σε κείμενο πανεπιστημιακού, ενσπαρμένο με αμφιλεγόμενες ή εθνικά επιζήμιες πολιτικές θέσεις; Στην καλύτερη περίπτωση τον προσέλαβαν με πολιτιστικά κριτήρια, όχι για προσόντα στις πολιτικές επιστήμες.
Η πανεπιστημιακή αυτονομία είναι αδιανόητη χωρίς αυτοπεριορισμό στην πανεπιστημιακή λειτουργία και στη ρύθμιση των εσωτερικών παραγόντων για εύρυθμη διεκπεραίωση των καθηκόντων διδασκαλίας και έρευνας. Δεν τεκμηριώνει θρασεία έξοδο προς την κοινωνία με απαίτηση για υποκατάσταση των κρατικών θεσμών. Μόνο ταπεινές εισηγήσεις για αντιπαραβολή με άλλες και αποδοχή ή απόρριψη μπορεί να κάνει. Και ακόμα κι αυτές υπόκεινται σε κριτική από ειδικούς και άλλα πανεπιστήμια.
Επικίνδυνη εκτροπή από το σύνταγμα
Όσο για την αναφορά σε ελληνική κυπριακή γλώσσα, αυτή συνιστά επικίνδυνη εκτροπή από το σύνταγμα, η οποία επιπλέον προδιαθέτει για αποκοπή των δεσμών από τον ιστορικό χώρο της ελληνικής γλώσσας. Στον βαθμό που η πατρότητα του όρου εκπορεύεται από το πανεπιστήμιο, θα εξέταζα περαιτέρω έρευνα ως προς την καλή ή κακή πρόθεση και τη γλωσσολογική επάρκεια της πηγής.
Ποια είναι η διεθνής πραγματικότητα; Παντού και πάντοτε, εντός και εκτός των κρατικών ορίων μιας γλώσσας υπάρχει η τάση τοπικής απόκλισης από την επίσημη κανονικότητα της γλώσσας. Ποτέ όμως και σε καμία περίπτωση στη θεσμική γλωσσική πρακτική εντός μιας χώρας, ούτε και σε επίσημα έγγραφα που διακινούνται εκτός χώρας, η επίσημη συνταγματική γλώσσα δεν προσδιορίζεται με επίθετο τοπολογικής αναφοράς. Η ονομασία της γλώσσας είναι πάντοτε και απαρέκκλιτα ένα μονολεκτικό ουσιαστικό.
Παραδείγματα; Πόσες και πόσες χώρες προσδιορίζουν τη γλώσσα τους με το στερεότυπο Αγγλικά, όσες διαφορές κι αν έχουν από αυτά της Οξφόρδης; Τα Γαλλικά έχουν παγκοσμίως κατανομή σε μεγαλύτερο αριθμό χωρών και από τα Αγγλικά, αλλά ποτέ και πουθενά αυτά, σε καμιά θεσμική πρακτική δεν προσδιορίζονται από συνοδευτικό τοπολογικό επίθετο. Κάποιες από τις γερμανικές διαλέκτους της πλειοψηφίας των Ελβετών έχουν σε σύγκριση με τα κυπριακά ιδιώματα πολλαπλάσιες διαφορές από τη γλωσσική κανονικότητα. Ο θεσμικός προσδιορισμός είναι Γερμανικά. Η Ελβετία προσδιορίζει θεσμικά τις τρεις κύριες γλώσσες της ως Γερμανικά, Γαλλικά, Ιταλικά, χωρίς ποτέ να προτάξει επίθετο τοπολογικής αναφοράς. Παρομοίως το Βέλγιο: Ολλανδικά, Γαλλικά, Γερμανικά.
Παντού και πάντοτε, εφόσον η γλώσσα μιας πληθυσμιακής ομάδας έχει ιστορική κοιτίδα σε μεγαλύτερο κράτος, η μέριμνα και οδηγός επιβίωσης της είναι η συνέχιση των δεσμών με αυτό το κράτος, όχι η αποξένωση με αλλαγή του γλωσσικού αυτοπροσδιορισμού και με εύνοια για αποκεντρωτικά στοιχεία στη χρήση της γλώσσας.
Διαταύτα
Ό,τι τώρα είναι πιο επείγον, είναι να συμμαζευτεί το πανεπιστήμιο στα δικά του και να μην παρεμβαίνει στην άσκηση εξουσίας. Με κάποιον τρόπο πρέπει να ασκηθεί έλεγχος στα τμήματα Γλωσσολογίας του πανεπιστημίου, διότι δεν τα βλέπω να ανταποκρίνονται με παροχή τεχνογνωσίας, είτε εδώ τώρα είτε και στο παρελθόν. Ας αναλάβει και η νεοσύστατη Ακαδημία κάποιες ευθύνες, όμως και η πολιτεία οφείλει να θεσμοθετήσει ή να προκαλέσει έλεγχο σε πτυχές της λειτουργίας του πανεπιστημίου γενικότερα, κατά το πρότυπο και άλλων χωρών, όταν εκτρέπονται πανεπιστημιακοί και αδρανεί το πανεπιστήμιο.
Η βουλή οφείλει να προσλαμβάνει κοινοβουλευτικούς συνεργάτες με προσόντα έκδηλα υπέρτερα αυτών των μελών της, και σε βαθμό που να μπορεί να αντιλαμβάνεται και να μπορεί να κρίνει όσα προέρχονται από την πανεπιστημιακή πλευρά.
Παρομοίως, οι υπουργοί και ο πρόεδρος να προσλαμβάνουν ή να προστρέχουν κατά περίπτωση σε συμβούλους από την εθνική και διεθνή πρωτοπορία, όχι να προσλαμβάνουν μπουλούκια με ψηφοθηρική παράκαμψη του συστήματος διορισμών. Διότι με τόσους και τόσους συμβούλους, κανένας δεν μας συμβούλεψε ότι έγγραφο για την Μπιενάλε έπασχε. Είναι καθήκον της Βουλής να εξαναγκάσει την εκτελεστική εξουσία να προστρέχει σε υψηλή ανθρώπινη νοημοσύνη και να μην παρακάμπτει το σύστημα εξετάσεων για διορισμό οπουδήποτε.
Υπό το φως των πιο πάνω θεωρώ άστοχη την πίεση στην υφυπουργό για παραίτηση. Είναι τόσο σαθρό το σύστημα που αυτή και παρόμοιες παραιτήσεις δεν θα φέρουν κατάλληλους και καλύτερους αντικαταστάτες. Ιδίως όταν επί του προκειμένου η υφυπουργός αναγνωρίζει το πρόβλημα και αποφασίζει, με ζημιά μεν, αλλά μικρότερη από αυτή που θα υπήρχε με συνέχιση του προβλήματος.
Εκπαιδευτικός