ΤΟΥ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΙΟΥΤΗ*
Τελευταία υπάρχει μεγάλη συζήτηση στους επιστημονικούς κύκλους σχετικά με τους τρόπους μετάδοσης του ιού SARS-CoV-2 στην κοινότητα. Όσοι εμπλεκόμαστε στην πρακτική της πρόληψης και ελέγχου λοιμώξεων, γνωρίζουμε ότι τα μέτρα πρόληψης μετάδοσης παθογόνων που μεταδίδονται με τον αέρα (εσκεμμένα αποφεύγω τον όρο «αερογενή»), ταξινομούνται σε 2 μεγάλες κατηγορίες: σταγονιδίων (droplets) και αερολυμάτων (aerosols). Τα μεν σταγονίδια θεωρούνται μεγαλύτερα των 5 μm, που λόγω του βάρους τους διανύουν μικρές μόνο αποστάσεις (έως 2 μέτρα) και σύντομα πέφτουν λόγω βαρύτητας. Τα δε αερολύματα θεωρούνται μικρότερα (<5 μm) και ως εκ τούτου δύνανται να αιωρούνται για μεγάλα χρονικά διαστήματα (έως και μέρες) και σε μεγάλες αποστάσεις, έως και δεκάδες μέτρα.
Αντίστοιχα λοιπόν εφαρμόζονται και τα κατάλληλα μέτρα προφύλαξης, τα οποία στην πρώτη περίπτωση (όπως πχ. στην γρίπη και στον κοκκύτη) περιλαμβάνουν (εκτός τακτικής υγιεινής χεριών) απλή χειρουργική μάσκα, ενώ σε χώρους παροχής φροντίδας υγείας εμπεριέχουν επιπλέον ποδιά μιας χρήσης και φιλοξενία των ασθενών είτε σε δωμάτιο απομόνωσης είτε με απόσταση τουλάχιστον 2 μέτρα μεταξύ τους. Στην περίπτωση της μετάδοσης μέσω μικρών αερολυμάτων (παραδείγματα νοσημάτων είναι η ιλαρά και η φυματίωση) τα μέτρα προφύλαξης είναι πιο αυστηρά και χαρακτηρίζονται επιπλέον από εφαρμογή μάσκας με φίλτρο στο προσωπικό (πχ.Ν95, FFP3, FFP2), και φιλοξενία των ασθενών σε ειδικά δωμάτια απομόνωσης με αρνητική πίεση αέρα.
Στην περίπτωση του SARS-CoV-2, η επικρατούσα άποψη είναι ότι μεταδίδεται μέσω σταγονιδίων (droplets), εξ’ού και η σύσταση για εφαρμογή απλής χειρουργικής μάσκας σε αρκετές περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων και σε χώρους παροχής φροντίδας υγείας όταν δεν περιλαμβάνονται διαδικασίες παραγωγής αερολυμάτων (aerosol-generating procedures, όπως επεμβατικός αερισμός, διασωλήνωση, βρογχοσκόπηση). Τις τελευταίες ημέρες όμως, παρατηρείται ανησυχία λόγω δημοσιευμάτων που σπεύδουν να επισημάνουν τη σημασία της μετάδοσης με μικρά αερολύματα (aerosols) στην κοινότητα, επικαλούμενα κυρίως περιστατικά συρροής κρουσμάτων (clusters) σε κλειστούς χώρους όπως εστιατόρια, εργοστάσια και κέντρα αναψυχής. Επιπλέον, τα δημοσιεύματα αυτά συχνά επικαλούνται πειραματικές μελέτες παραγωγής αερολυμάτων που έγιναν σε συνθήκες εργαστηρίου και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αναχθούν σε φυσιολογικές συνθήκες της καθημερινότητας.
Ωστόσο, συνδυάζοντας κοινή λογική με αρχές απλής επιδημιολογίας, υπάρχουν αρκετοί λόγοι για τους οποίους η μετάδοση μέσω μικρών αερολυμάτων δεν μπορεί να θεωρηθεί ο επικρατών τρόπος μετάδοσης του SARSCoV2:
Από την άλλη, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι η φυσική αποστασιοποίηση συχνά δεν επαρκεί, ειδικά σε κλειστούς χώρους με συνωστισμό ή με πτωχό αερισμό, ενισχύοντας έτσι τη δυνατότητα μετάδοση του ιού σε αρκετά άτομα. Αν και αυτό έχει παρατηρηθεί σε αρκετές χώρες, μπορεί και πάλι να εξηγηθεί από μετάδοση μέσω σταγονιδίων, όπου η πτωχή ανανέωση του αέρα στον κλειστό χώρο και συνθήκες που οδηγούν σε αυξημένη έκκριση αναπνευστικών σταγονιδίων (πχ. φωνή σε υψηλή ένταση, τραγούδι, σωματική άσκηση, ταχύπνοια), ευνοούν τη μετάδοση του ιού σε μεγαλύτερες αποστάσεις και σε πολλά άτομα. Αξίζει να τονισθεί ότι υπάρχουν διαθέσιμες διεθνείς και τοπικές οδηγίες σχετικά με τον αερισμό κλειστών χώρων και χώρων συνάθροισης, στοχεύοντας στην πρόληψη της μετάδοσης του ιού.
Η προσωπική μου άποψη είναι ότι πρόκειται για αντικρουόμενες απόψεις μεταξύ ατόμων με εξειδίκευση σε διαφορετικά αντικείμενα, ενώ η συζήτηση εντείνεται από διαφορετικές ερμηνείες της σχετικής ορολογίας (ειδικά αερολύματα-aerosol και αερογενής μετάδοση-airborne). Στην περίπτωση του SARS-CoV-2 στην κοινότητα, δεν έχει τόση σημασία το μέγεθος του σταγονιδίου ή η απόσταση που διανύει, όσο η ορθή εφαρμογή κατάλληλων πρακτικών πρόληψης της μετάδοσης.
Συνδυάζοντας τα έως τώρα αποτελεσματικότερα μέτρα πρόληψης μετάδοσης στην κοινότητα με τα επιδημιολογικά στοιχεία που υπάρχουν στον πραγματικό κόσμο (real world), είναι προφανές ότι η μετάδοση συμβαίνει πρωτίστως μεν μέσω του αέρα, αλλά κυρίως στις πιο κάτω συνθήκες:
Η διάσταση απόψεων στην επιστημονική κοινότητα, με παράθεση στοιχείων και δεδομένων, είναι ένας υγιής και εύφορος τρόπος να προοδεύσει η έρευνα, με απώτερο σκοπό τη βελτιστοποίηση της ποιότητας παροχής υγείας. Είναι προφανές ότι η πανδημία COVID-19 θα επηρεάσει τις πρακτικές ελέγχου λοιμώξεων όπως τις γνωρίζαμε μέχρι τώρα. Είναι πολύ πιθανό η σχετική ορολογία να χρειαστεί αναθεώρηση. Ίσως καταστεί αναγκαία η προσθήκη ενός επιπλέον τρόπου μετάδοσης, μέσω αέρα μεν, αλλά με χαρακτηριστικά μετάδοσης τόσο μέσω σταγονιδίων όσο και μέσω αερολυμάτων, ενώ παράλληλα διερευνώνται οι βέλτιστες πρακτικές πρόληψης μετάδοσης.
*Ειδικός Παθολόγος με εξειδίκευση στην Πρόληψη και Έλεγχο Λοιμώξεων
Επίκουρος Καθηγητής Παθολογίας, Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου