Η αναγκαιότητα της θεσμοθέτησης της Σεξουαλικής Διαπαιδαγώγησης στην Κύπρο


Μπορεί από μόνη της η θεσμοθέτηση της Σεξουαλικής Διαπαιδαγώγησης να οδηγήσει στην εφαρμογή της ποιοτικής Περιεκτικής Σεξουαλικής Διαπαιδαγώγησης στα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία;

ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΛΟΥΚΑΪΔΟΥ*

Τους τελευταίους μήνες γίνεται και πάλι έντονη συζήτηση στη Βουλή των Αντιπροσώπων σε σχέση με τη θεσμοθέτηση της Σεξουαλικής Διαπαιδαγώγησης στο εκπαιδευτικό σύστημα της Κύπρου, η οποία εξετάζεται από την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μετά την κατ’ άρθρο συζήτηση της πρότασης νόμου του Βουλευτή του Κινήματος Οικολόγων – Συνεργασία Πολιτών Χαράλαμπου Θεοπέμπτου αναφορικά με τη Σεξουαλική Διαπαιδαγώγηση στα σχολεία. Είναι όμως από μόνη της αρκετή, ώστε να διασφαλιστεί η εφαρμογή μίας ποιοτικής Περιεκτικής Σεξουαλικής Διαπαιδαγώγησης σε όλες τις βαθμίδες της δημόσιας και ιδιωτικής εκπαίδευσης;

Αναμφισβήτητα η Σεξουαλική Διαπαιδαγώγηση (ΣΔ) αποτελεί ένα νομικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του παιδιού και η διεθνής κοινότητα έχει εκφράσει επανειλημμένα την ανάγκη για νομικά κατοχυρωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη εκπαίδευση των παιδιών. Εξάλλου η σεξουαλικότητα και η σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία αποτελούν μέρος της ζωής ενός ατόμου και για αυτό τον λόγο οι διεθνείς οργανισμοί τονίζουν τη σημαντικότητα συμπερίληψής της στο σχολικό αναλυτικό πρόγραμμα όλων των χωρών.

Η ΣΔ ξεκινά νωρίς κατά την παιδική ηλικία και συνεχίζει στην εφηβική και ενήλικη ζωή. Σταδιακά, ενισχύει και ενδυναμώνει τα παιδιά και τους νέους με πληροφορίες, δεξιότητες και θετικές αξίες, ώστε να κατανοούν και να χαίρονται τη σεξουαλικότητά τους, να βιώνουν με υπευθυνότητα και ασφάλεια τις διαπροσωπικές σχέσεις και φιλίες τους και να αναλαμβάνουν την ευθύνη για τη δική τους σεξουαλική υγεία και ευημερία αλλά και των άλλων.

Τα τελευταία χρόνια, οι διεθνείς ομοσπονδίες και οργανισμοί κάνουν λόγο για την εφαρμογή της Περιεκτικής Σεξουαλικής Διαπαιδαγώγησης (ΠΣΔ) (Comprehensive Sex Education), η οποία βασίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα και προσεγγίζει τη σεξουαλικότητα ολιστικά. Σύμφωνα με την UNESCO (2018), η ΠΣΔ είναι «μια διαδικασία βασισμένη στο πρόγραμμα σπουδών διδασκαλίας και μάθησης για τις γνωστικές, συναισθηματικές, σωματικές και κοινωνικές πτυχές της σεξουαλικότητας» (UNESCO, 2018, σ. 16). Συνεπώς ο προσανατολισμός του ΥΠΑΝ και των εμπλεκόμενων φορέων θα πρέπει να είναι η ολοκληρωμένη εφαρμογή της Περιεκτικής Σεξουαλικής Διαπαιδαγώγησης σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές των ευρωπαϊκών και διεθνών οργανισμών.

Το εγχείρημα της ένταξης της ΣΔ στην Κύπρο, η οποία οφείλεται κυρίως στην ψήφιση και στην προώθηση νομοθεσιών και συμβάσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας ξεκίνησε με την ένταξη του Προγράμματος Σπουδών Αγωγής Υγείας (ΠΣΑΥ) του ΥΠΑΝ (2011). Το ΠΣΑΥ εφαρμόζεται σε ορισμένες τάξεις στο μάθημα της Αγωγής Ζωής/Αγωγής Υγείας της Δημοτικής Εκπαίδευσης και σε ορισμένες τάξεις κυρίως στο μάθημα της Οικιακής Οικονομίας αλλά και στο μάθημα της Βιολογίας της Μέσης Εκπαίδευσης. Το εγχείρημα αυτό σίγουρα θεωρείται καινοτόμο, λαμβάνοντας υπόψη το κυπριακό συγκείμενο, το οποίο χαρακτηρίζεται από έντονες κοινωνικές, πολιτικές και θρησκευτικές ιδεολογίες, οι οποίες σύμφωνα και με τα ευρήματα της πρόσφατης διδακτορικής έρευνας (Λουκαΐδου, 2022) φαίνεται να επηρεάζουν την ένταξη και την εφαρμογή της ποιοτικής ΠΣΔ στα σχολεία.

Η έρευνα αυτή καταδεικνύει δύο κύριες προκλήσεις, οι οποίες σχετίζονται με το θέμα της θεσμοθέτησης της ΣΔ. Η πρώτη πρόκληση αφορά στην έκταση που λαμβάνει η ΣΔ εξαιτίας των αμφιλεγόμενων θεμάτων που περιλαμβάνει, τα οποία έρχονται πολλές φορές σε σύγκρουση με το κοινωνικοπολιτισμικό συγκείμενο της Κύπρου και η δεύτερη πρόκληση αφορά στην προσπάθεια αξιοποίησης κατάλληλων πόρων, ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί με επιτυχία η ΠΣΔ.

Περαιτέρω, αναδεικνύεται ότι η ετοιμότητα των εκπαιδευτικών να διδάσκουν και να διαχειρίζονται θέματα ΠΣΔ επηρεάζεται τόσο από θεσμικούς και οργανωτικούς παράγοντες όσο και από ατομικούς παράγοντες, οι οποίοι σχετίζονται μεταξύ τους και είναι αλληλένδετοι, ώστε να επιτευχθεί η υψηλή ετοιμότητα των εκπαιδευτικών στη διδασκαλία και στη διαχείριση θεμάτων ΠΣΔ στην τάξη και στο σχολικό περιβάλλον. H θεσμοθέτηση της ΣΔ κρίνεται απαραίτητη, παράλληλα, όμως, πρέπει να παρθούν επιπρόσθετες θεσμικές αποφάσεις, όπως για παράδειγμα είναι οι αποφάσεις σε σχέση με τη βελτίωση και την αναδιαμόρφωση του αναλυτικού και του ωρολογίου προγράμματος, την αξιολόγηση της εφαρμογής της ΠΣΔ, καθώς και την οργάνωση των στοχευμένων επιμορφώσεων – παρόλο που έχουν ενισχυθεί - ώστε η ΠΣΔ να προσεγγίζεται σύμφωνα με τις ανάγκες των παιδιών και των εφήβων και να εφαρμόζεται επαρκώς σε όλες τις βαθμίδες της Δημοτικής, Μέσης και Τεχνικής Εκπαίδευσης.

Οι εκπαιδευτικοί είναι ίσως ο κυριότερος πόρος που πρέπει να αξιοποιήσει το εκπαιδευτικό σύστημα, ώστε να εφαρμόζεται όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα η ΠΣΔ. Άλλωστε η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας καταδεικνύει ότι οι εκπαιδευτικοί θεωρούνται ως ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες οποιασδήποτε επιτυχημένης παιδαγωγικής παρέμβασης, ειδικά σε ευαίσθητους τομείς όπως είναι η ΠΣΔ. Συνεπώς οι αρμόδιοι φορείς θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους παράγοντες εκείνους που ενισχύουν την ετοιμότητα των εκπαιδευτικών να διδάσκουν και να διαχειρίζονται όλα τα θέματα της ΠΣΔ, όπως για παράδειγμα είναι η απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων για τους ενδεδειγμένους χειρισμούς και προσεγγίσεων αλλά και η απόκτηση άνεσης να διδάσκουν και να διαχειρίζονται ζητήματα ΠΣΔ απαλλαγμένοι/ες από τις προσωπικές θρησκευτικές και κοινωνικές πεποιθήσεις και αντιλήψεις. Αυτές οι ικανότητες φαίνεται να ενισχύονται με τις επιμορφώσεις και τη συνεχής στήριξη στο εκπαιδευτικό τους έργο.  

Οι ανησυχίες των εκπαιδευτικών για πιθανές αντιδράσεις από τους γονείς/κηδεμόνες, τους/τις Διευθυντές/τριες, από τους/τις μαθητές/τριες αλλά και από άλλους/ες συνάδελφους/ισσες εξακολουθούν, από την άλλη, να θεωρούνται κάποιοι από τους σημαντικούς ατομικούς ανασταλτικούς παράγοντες της ενίσχυσης της ετοιμότητας των εκπαιδευτικών. Οι εκπαιδευτικοί φαίνεται πως δεν νιώθουν να έχουν την ανάλογη στήριξη από τους/τις Διευθυντές/τριές τους ούτε και από το ΥΠΑΝ στις περιπτώσεις τέτοιων αντιδράσεων, οι οποίες φάνηκε να εξακολουθούν να υπάρχουν κυρίως από ομάδες γονέων/κηδεμόνων και από φορείς της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα να αποφεύγουν να διδάξουν τα ευαίσθητα ζητήματα στην τάξη.

Τα πορίσματα της έρευνας, επίσης, αποδεικνύουν μεταξύ άλλων ότι η επιμόρφωση, όχι μόνο των εκπαιδευτικών που διδάσκουν θέματα ΠΣΔ, αλλά όλου του εκπαιδευτικού προσωπικού συμβάλλει θετικά στην άμβλυνση των πιο πάνω δυσκολιών και κατ’ επέκταση ενισχύει την ετοιμότητά τους να διδάξουν και να διαχειριστούν θέματα ΣΔ. Η κατανόηση και η εφαρμογή του περιεχομένου των συμβάσεων για το οποίο έχει δεσμευτεί το ΥΠΑΝ συμβάλει, επίσης, στην οικοδόμηση μιας θετικής κουλτούρας υγείας, η οποία θα στηρίζει τη μηδενική ανοχή στη βία και θα σέβεται τόσο το δικαίωμα εκπαίδευσης στη ΣΔ όσο και τα αναπαραγωγικά και σεξουαλικά δικαιώματα των παιδιών και των εφήβων.

Συνεπώς πολλά θα πρέπει να συνυπολογιστούν στο πλαίσιο εκπαιδευτικών μεταρρυθμιστικών προσπαθειών μεταξύ των εμπλεκομένων στην εκπαιδευτική διαδικασία, έχοντας ως προτεραιότητα τον βαθμό ετοιμότητας των εκπαιδευτικών, ώστε να επιτευχθεί μία ουσιαστική ποιοτική ΠΣΔ σε όλες τις βαθμίδες των δημοσίων και ιδιωτικών σχολείων μας, που να στοχεύει στην αναβάθμιση της σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας και στην επίτευξη της ευημερίας των παιδιών και των εφήβων.

*Διδάκτωρ Επιστημών Αγωγής, Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











1099