TΗΣΔΡΟΣ ΙΟΥΛΙΑΣ ΤΕΛΕΒΑΝΤΟΥ*
Η ακαδημαϊκή αυτοαντίληψη αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο οι μαθητές αντιλαμβάνονται τις δικές τους ακαδημαϊκές ικανότητες σε ένα συγκεκριμένο θέμα (π.χ. Μαθηματικά, Ανάγνωση, ή Επιστήμη). Η καλλιέργεια της ακαδημαϊκής αυτοαντίληψης έχει αναγνωριστεί ως θεμελιώδης ευθύνη των σχολείων για πολλά χρόνια τώρα. Πράγματι, η ακαδημαϊκή αυτοαντίληψη όχι μόνο αποτελεί ένα ιδιαιτέρως σημαντικό εκπαιδευτικό αποτέλεσμα από μόνο του, αλλά διευκολύνει και την ανάπτυξη άλλων επιθυμητών αποτελεσμάτων.
Η ακαδημαϊκή αυτοαντίληψη μπορεί να προβλέψει τις επιδόσεις των παιδιών στο σχολείο, ακόμη και χρόνια αργότερα, την επιλογή μαθημάτων στο λύκειο, αλλά και την πορεία σταδιοδρομίας μετά το σχολείο. Μάλιστα, στην ερευνητική βιβλιογραφία υπάρχουν στέρεες ενδείξεις ότι η ακαδημαϊκή αυτοαντίληψη και το ακαδημαϊκό επίτευγμα σχετίζονται αμοιβαία, όταν αναφέρονται στο ίδιο γνωστικό αντικείμενο. Σχετικές έρευνες καταδεικνύουν ότι υψηλότερα ακαδημαϊκά επιτεύγματα σε ένα μάθημα (π.χ., Μαθηματικά) οδηγούν σε υψηλότερη ακαδημαϊκή αυτοαντίληψη στο μάθημα αυτό. Και αντίστροφα, υψηλότερη ακαδημαϊκή αυτοεκτίμηση σχετίζεται με μετέπειτα υψηλότερες ακαδημαϊκές επιδόσεις. Για τον λόγο αυτό, είναι σημαντικό, όπου είναι δυνατό, να λαμβάνονται υπόψη και τα δύο αποτελέσματα σε μελέτες που αναζητούν παράγοντες οι οποίοι ενισχύουν τη μάθηση.
Η μέση σχολική επίδοση των συμμαθητών ενός παιδιού έχει επανειλημμένα βρεθεί να επιδρά αρνητικά στην ακαδημαϊκή αυτοαντίληψη – το φαινόμενο του μεγάλου ψαριού και της μικρής λίμνης (big-fish-little-pond effect, BFLPE). Το παράδοξο αυτό φαινόμενο αναφέρεται στην τάση των μαθητών να επιδεικνύουν χαμηλότερη ακαδημαϊκή αντίληψη, όταν φοιτούν σε σχολείο ή μία τάξη με υψηλότερες επιδόσεις από ότι σε εξίσου ικανούς μαθητές που φοιτούν σε σχολείο ή σε τάξη με συνολικά χαμηλές ή μεσαίες επιδόσεις κατά μέσο όρο. Η θεωρητική του εξήγηση βασίζεται στη θεωρία της κοινωνικής σύγκρισης και σε επιδράσεις του πλαισίου αναφοράς. Αυτές οι θεωρίες αποδίδουν αυτό το φαινόμενο σε συγκρίσεις που χρησιμοποιούν οι μαθητές για να αξιολογήσουν τον εαυτό τους, συμπεριλαμβανομένων των συγκρίσεων με τους συμμαθητές τους στο σχολείο ή την τάξη στην οποία φοιτούν. Έτσι, όταν οι μαθητές συγκρίνουν τις επιδόσεις τους στο σχολείο με παιδιά με υψηλότερες επιδόσεις, θεωρούν τους εαυτούς τους λιγότερο ικανούς ακαδημαϊκά. Οι μαθητές με υψηλή ακαδημαϊκή επίδοση είναι εξίσου επιρρεπείς σε αυτό, όπως και οι λιγότερο χαρισματικοί μαθητές – το φαινόμενο εξαρτάται μόνο από την επίδοση του πλαισίου αναφοράς.
Προκειμένου να δοθεί μία ορθή ερμηνεία στα ευρήματα αυτά, είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση μεταξύ της επίδρασης ομοτίμων – οι ομότιμοι στο σχολικό πλαίσιο δεν είναι άλλοι από τους συμμαθητές του παιδιού – και των θεσμικών επιδράσεων. Η επίδραση ομοτίμων αντικατοπτρίζει καθαρά τη συσχέτιση μεταξύ των ακαδημαϊκών επιτευγμάτων των μαθητών και του τρόπου με τον οποίο οι μαθητές αλληλεπιδρούν μεταξύ τους στο σχολικό πλαίσιο. Οι θεσμικές επιδράσεις αναφέρονται στην επιρροή που μπορεί να έχουν οι πρακτικές διδασκαλίας, τα μέσα μάθησης και οι πολιτικές του σχολείου στα ακαδημαϊκά επιτεύγματα των μαθητών. Και οι δύο παράγοντες συμβάλλουν στην παρατηρούμενη αρνητική σχέση μεταξή της μέσης επίδοσης και της ακαδημαϊκή αυτοαντίληψης – αλλά και της σχέσης μεταξύ της σχολικής μέσης απίδοσης και του ακαδημαϊκού επιτεύγματος – που όπως έχουν δείξει αρκετές έρευνες, δεν είναι πάντα απαράιτητα θετική.
Σε αυτό που έχει συμφωνήσει η ερευνητική κοινότητα, είναι ότι η εφαρμογή κατάλληλων πρακτικών και πολιτικών στο σχολικό πλαίσιο (θεσμικές επιδράσεις) μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερα ακαδημαϊκά επιτεύγματα, ανεξάρτητα από το αν στο σχολείο φοιτούν, κατά μέσο όρο, μαθητές με υψηλές ή χαμηλές επιδόσεις. Επίσης, η χρήση διαφοροποιημένης δασκαλίας, και η ανάπτυξη καλών σχέσεων μεταξύ των παιδαγωγών και των παιδιών, έχει βρεθεί να αμβλύνει την εμφάνιση του φαινομένου του μεγάλου ψαριού και της μικρής λίμνης.
Συνοψίζοντας, το σχολικό πλαίσιο δεν θα έπρεπε να δίνει έμφαση μόνο στην ακαδημαϊκή ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και στην καλλιέργεια άλλων επιθυμητών αποτελεσμάτων, συμπεριλαμβανομένης και της θετικής ακαδημαϊκής αυτοαντίληψης. Η ερευνητική κοινότητα έχει αναφερθεί επανειλημμένα στην αρνητική σχέση μεταξύ της μέσης επίδοσης των συμμαθητών ενός παιδιού και της ακαδημαϊκής αυτοαντίληψης. Είναι σημαντικό οι εκπαιδευτικοί, γονείς και υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, να έχουμε αυτό το αποτέλεσμα υπόψη μας, για τη βελτιοποιήση της μαθησιακής εμπειρίας, ιδιαιτέρως σε σχολικά πλαίσια όπου το σύνολο των μαθητών του σχολείου χαρακτηρίζεται κατά μέσο όρο από υψηλότερες ακαδημαϊκές επιδόσεις. Η φοίτηση ενός παιδιού σε τέτοιο πλαίσιο δεν σημαίνει ότι απαραιτήτως θα οδηγήσει αυτό το παιδί σε χαμηλότερη ακαδημαϊκή αυτοεκτίμηση. Συστηματικά όμως ευρήματα από τη διεθνή βιβλιογραφία δείχνουν ότι, κατά μέσο όρο, αυτό πιθανόν να συμβεί.
Πηγή φωτογραφίας: https://materialworldsingapore.wordpress.com/2014/01/08/on-malcolm-gladwells-big-fish-in-a-small-pond-deborah-tan/
*Λέκτορας στις Ποσοτικές Μεθόδους Έρευνας στις Κοινωνικές Επιστήμες στο Τμήμα Επιστημών της Αγωγής του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου.