TΟΥ ΔΡΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΣΟΥΛΙΔΗ*
Την πολιτική αστάθεια των διαδοχικών κυβερνήσεων της τριετίας 1964-1967 στην Ελλάδα διαδέχεται η κατάληψη της εξουσίας από μια ομάδα επίορκων αξιωματικών του στρατού ξηράς την 21η Απριλίου του 1967. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, την οποία με ιδιαίτερες φιλοδοξίες είχε εξαγγείλει ο Γεώργιος Παπανδρέου ακυρώνεται, ενώ οι πνευματικές αξίες και οι εκφραστές τους βρίσκονται υπό διωγμό.
Η κατάργηση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης πραγματώνεται έπειτα από την εφαρμογή του Αναγκαστικού Νόμου 129 (Α.Ν.129/67) το Σεπτέμβριο του 1967. Ο Α.Ν.129/67 προβλέπει: «α) τον περιορισμό της υποχρεωτικής φοίτησης στα έξι χρόνια του δημοτικού και την παράλληλη καθιέρωση εξετάσεων για το γυμνάσιο, β) την επαναφορά σε ενιαίο τύπο εξατάξιου γυμνασίου, γ) τον περιορισμό της δημοτικής γλώσσας στις πρώτες τρεις τάξεις του δημοτικού και την επαναφορά της καθαρεύουσας στις υπόλοιπες, ως γλωσσικού οργάνου γραπτής και προφορικής έκφρασης διδασκόντων και διδασκομένων, δ) τον περιορισμό των ετών φοίτησης στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες στα δύο έτη, ε) την επαναφορά της μετεκπαίδευσης όλων των εκπαιδευτικών λειτουργών των δύο πρώτων βαθμίδων στα Διδασκαλεία, συνεπεία και της κατάργησης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και στ) της – συνεπαγόμενης από την παραπάνω κατάργηση – επανασυγκρότησης του Ανώτατου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου (Α.Ε.Σ.), ως γνωμοδοτικού και συμβουλευτικού οργάνου με τον παραδοσιακό διαχωρισμό – ως προς τη σύνθεσή του – ανάμεσα σε παιδαγωγικές και διοικητικές αρμοδιότητες».
Την οπτική αυτή, ως προς την εκπαιδευτική πολιτική της δικτατορίας, δεν υιοθετεί η πολιτική ηγεσία της ελληνοκυπριακής εκπαίδευσης, η οποία διατυπώνει μια εντελώς διαφορετική άποψη. Ο Κ. Σπυριδάκις θα υποστηρίξει, όχι για πρώτη φορά, ότι «δεν είναι καθόλου ορθή η άποψις ότι ανετράπη η μεταρρύθμισις Παπανδρέου», καθώς «η σημερινή εκπαιδευτική πολιτική διετήρησε πολλά στοιχεία της μεταρρυθμίσεως», ενώ επισημαίνει ότι «εάν ανετρέπετο εξ ολοκλήρου, τότε θα προέκυπταν πολλά ζητήματα». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Διευθυντής Εκπαίδευσης Κλεάνθης Γεωργιάδης εκφράζει τη θέση ότι η εκπαιδευτική πολιτική της δικτατορίας «συμπληρώνει» τη μεταρρύθμιση Παπανδρέου. Το ερώτημα ως προς το τι θα έπρατταν οι κυπριακές εκπαιδευτικές αρχές ενώπιον των νέων πολιτικών εξελίξεων είχε ήδη απαντηθεί: θα προσαρμόζονταν.
Είναι εμφανές ότι η ελληνοκυπριακή κοινότητα της Κύπρου (και κατ’ επέκταση η εκπαιδευτική ηγεσία του τόπου) δεν είχε άλλη επιλογή, αφού και για λόγους πολιτικούς (ενωτική ιδεολογία) αλλά και εκπαιδευτικής πρακτικής (σύνδεση με τα ελληνικά πανεπιστήμια, δωρεάν βιβλία από την Ελλάδα), η αποκοπή από τον εθνικό κορμό δεν μπορούσε να νοηθεί. Ενδεικτική του ευρύτερου κλίματος που επικρατεί στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο δεν μπορεί παρά να είναι η μείζονος ιστορικής σημασίας ομόφωνη απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων «υπέρ γνήσιας ενώσεως με την Ελλάδα» τον Ιούνιο του 1967.
Σε δημοσιογραφική διάσκεψη τον Ιούλιο του 1967, ο Κ. Σπυριδάκις θα αναφερθεί στην τριετή περίοδο που ακολούθησε την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου. Θα μιλήσει – για πρώτη φορά - για «τριετή αστάθεια» όσον αφορά τα εκπαιδευτικά ζητήματα, η οποία δεν συνετέλεσε «εις την πρόοδον της Παιδείας», ενώ ταυτόχρονα θα δηλώσει άγνοια ως προς τα σχέδια της κυβέρνησης της δικτατορίας. Ο Κ. Σπυριδάκις καλεί τα σχολεία να «αρχίσουν εργασία βάσει του εις το παρελθόν ισχύσαντος αναλυτικού προγράμματος», απορρίπτει το θόρυβο «περί δήθεν χάους εις αυτά, λόγω εξαρτήσεως της Κυπριακής Παιδείας από την Ελλάδα». Επιπρόσθετα, υπογραμμίζει την εθνική ευθύνη του εκπαιδευτικού «διά την καλλιέργειαν και συντήρησιν της εθνικής συνειδήσεως των μαθητών», επισημαίνοντας, όμως, ότι «ούτος δεν αποβλέπει μόνον εις το να επαναφέρη εις την μνήμην των τροφίμων των σχολείων την παλαιάν παράδοσιν ήτις εξέθρεψε τον Ελληνισμόν (…), αλλά και να την επεξεργάζεται εντάσσων ταύτην εις τον σύγχρονον κόσμον».
Ο Κ. Σπυριδάκις αναγνωρίζει ότι κατά το παρελθόν η χειροτεχνική εργασία και η γενική εκπαίδευση αντιμετωπίστηκαν ως εντελώς ξεχωριστές κατευθύνσεις, αντίληψη που στη συνέχεια ανατράπηκε με τα «πρακτικά» μαθήματα να συνδέονται με την εγκύκλιο ανθρωπιστική παιδεία. Ως προς το τελευταίο, χαρακτηριστικά επαναλαμβάνει το ποίημα του Σιμωνίδου του Κείου: «ανδρ’ αγαθόν αλαθέως γενέσθαι χαλεπόν, χερσί τε και ποσί και νόω τετραγώνω, άνευ ψόγου τετυγμένον». Συνεχίζει, έτσι, να εκφράζει, έστω και υπόρρητα, την ανάγκη για πρακτικοποίηση της γνώσης, το οποίο υπήρξε κυρίαρχο εκπαιδευτικό ζητούμενο του κινήματος των Φιλελευθέρων αλλά και της Αριστεράς στη μεταπολεμική Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η ελληνοκυπριακή εκπαίδευση αποσκοπεί πρωτίστως στην εξύψωση του εθνικού φρονήματος και στην αγάπη για την Ελλάδα.
- Απόσπασμα από το έργο του συγγραφέα «Πολιτική, Εκπαιδευτική Πολιτική και Διδασκαλικός Συνδικαλισμός στην Κύπρο (1960-1974)», εκδόσεις Η. Επιφανίου, 2016, σελ. 608-611.
- Λόγω περιορισμού στην έκταση δεν έχουν περιληφθεί στο κείμενο παραπομπές σε σχετική βιβλιογραφία για τα αποσπάσματα που αυτό περιλαμβάνει. Αυτή εμφαίνεται αναλυτικά στο βιβλίο με τις σχετικές επεξηγήσεις και ευρύτερες αναφορές.
*Eκπαιδευτικός-Ιστορικός