ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ*
Είναι καλά γνωστό στη διεθνή βιβλιογραφία ότι το μάθημα της Ιστορίας χαρακτηρίζεται ως ένα από τα δυσκολότερα γνωστικά αντικείμενα του σχολικού Προγράμματος, εξαιτίας των ιδιαίτερων ψυχονοητικών και παιδαγωγικών του παραμέτρων, αλλά κυρίως των αμφιλεγόμενων και επίμαχων ιδεολογικοπολιτικών και κοινωνικών του προσανατολισμών[1]. Ωστόσο, αυτές του οι ιδιαιτερότητες δε θα πρέπει να αποτελούν τροχοπέδη στις προσπάθειες για συνεχή ανανέωσή του, τόσο από πλευράς περιεχομένου όσο και από πλευράς σκοποθεσίας/στοχοθεσίας και διδακτικής μεθοδολογίας.
Και ενώ λοιπόν σε μια σειρά χωρών της γηραιάς ηπείρου έχει ξεπεραστεί - σε διαφορετικό ασφαλώς βαθμό - το σύνδρομο του ενός και μόνου σχολικού βιβλίου, το μοντέλο της γραμμικής διάταξης των ιστορικών καταγραφών, η μονοεθνοτική Ιστορία, η θέαση της Ιστορίας αποκλειστικά από τα πάνω και συνεπώς η εστίαση σε μια γεγονοτολογική πολιτικοστρατιωτική και διπλωματική Ιστορία, στην περίπτωση της Κύπρου παραμένουμε σε παρωχημένες ιστοριογραφικά αντιλήψεις και στην «ασφάλεια» παγιωμένων εκπαιδευτικών πολιτικών και πρακτικών. Και όλα αυτά εξαιτίας είτε εμπεδωμένων ιδεολογημάτων και ιδεοληψιών, είτε του φόβου πολιτικών παρενεργειών και του πολιτικού κόστους που θα επωμιστούν όσοι τολμήσουν να ξεφύγουν από την πεπατημένη.
Το θέμα που προέκυψε εσχάτως από την ενσωμάτωση λογοτεχνικών κειμένων Τουρκοκυπρίων συγγραφέων στο μάθημα της Λογοτεχνίας και οι πολιτικές του προεκτάσεις (το θέμα γράφτηκε ήδη για συζήτηση στην Επιτροπή Παιδείας και Πολιτισμού της Βουλής) είναι αρκούντως διαφωτιστικό για το τι θα συμβεί, αν κάποιος τολμήσει να ανακινήσει θέματα που αφορούν τη σχολική Ιστορία, όπως για παράδειγμα συγγραφή νέων σχολικών βιβλίων Ιστορίας και δη Ιστορίας της Κύπρου. Έτσι επιλέγουμε να σιωπούμε ακόμα και αν οι μαθητές/τριές μας στο Γυμνάσιο διδάσκονται σήμερα το μάθημα της Ιστορίας της Κύπρου από ένα ασπρόμαυρο βιβλίο ηλικίας είκοσι δύο ετών, οι δε μαθητές/τριες της Α΄, της Β΄ και της Γ΄ Λυκείου διδάσκονται το μάθημα της Ιστορίας της Κύπρου από βιβλία ηλικίας είκοσι έξι, είκοσι πέντε και είκοσι τεσσάρων ετών αντίστοιχα.
Την ίδια στιγμή που η αρχαιολογική σκαπάνη φέρνει καθημερινά στο φως εκπληκτικά ευρήματα, οι ιστορικές έρευνες τρέχουν με ταχύτητα φωτός και οι πολιτικές εξελίξεις στη γειτονιά μας και σε όλο τον κόσμο είναι καταιγιστικές, εμείς συνεχίζουμε να παραμένουμε καθηλωμένοι στον νεολιθικό οικισμό της Χοιροκοιτίας, ως αφετηρία της Προϊστορικής Κύπρου, στις προσπάθειες εξεύρεσης λύσης του κυπριακού προβλήματος που σταματούν στις Συμφωνίες Μακαρίου – Ντενκτάς (1977) και Κυπριανού – Ντενκτάς (1979), στους 1619 αγνοούμενους της τουρκικής εισβολής, τη στιγμή που σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο παρακολουθούμε κηδείες αυτών των ανθρώπων, ενώ η Κύπρος της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων είναι σαν να μην έγινε ποτέ μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης.
Κοντά σε αυτά προσθέτουμε και τον συγκεντρωτισμό του εκπαιδευτικού συστήματος που στην προσπάθειά του να ελέγξει τα πάντα, συχνά λαμβάνει αποφάσεις πρόχειρες, που δεν εδράζονται σε επιστημονικά ερείσματα και οι οποίες θυματοποιούν τους άμεσα εμπλεκόμενους. Σε αυτό το πλαίσιο εμπίπτει και η τελευταία ενέργεια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού να αποστείλει έναν μήνα μετά την έναρξη των μαθημάτων διαφοροποιημένο Προγραμματισμό Διδακτέας Ύλης για το μάθημα της Ιστορίας Κοινού Κορμού της Α΄ και Β΄ Λυκείου. Με τις νέες οδηγίες αφαιρούνται όλα όσα δίδαξαν οι εκπαιδευτικοί στην Α΄ Λυκείου για έναν μήνα. Η αντιεπιστημονική αυτή απόφαση προφανώς λήφθηκε γιατί κάποιοι εγκλωβισμένοι στο γραμμικό μοντέλο διάταξης της ύλης διαπίστωσαν το ανέφικτο να διδαχθούν οι μαθητές/τριες, στις λιγότερες από πενήντα διαθέσιμες περιόδους του σχολικού έτους, το σύνολο της Προϊστορίας της Κύπρου και όλα όσα έπονται αυτής μέχρι και τον 4ο αι. μ.Χ. Όμως, αυτό το ψαλίδισμα είναι τελικά η λύση του προβλήματος; Και τι γίνεται με τον τεράστιο όγκο της διδακτέας ύλης στις άλλες τάξεις, όπως για παράδειγμα στην Α΄ Γυμνασίου που με βάση το νέο Ωρολόγιο Πρόγραμμα οι εβδομαδιαίες περίοδοι της Ιστορίας μειώθηκαν από τρεις σε δύο; Πώς είναι δυνατόν σε τάξεις παιδιών μικτής ετοιμότητας, παιδιών των Προγραμμάτων Στήριξης, του Αλφαβητισμού και άλλων ποικίλων μαθησιακών προβλημάτων, στις οποίες ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να διαφοροποιήσει τη διδασκαλία του, να χρησιμοποιήσει χρονοβόρες μαθητοκεντρικές μεθόδους και μοντέλα διδασκαλίας, να οργανώσει με ποικίλους τρόπους τους/τις μαθητές/τριές του, να αξιοποιήσει εργαστηριακά τις ιστορικές πηγές ούτως ώστε οι μαθητές/τριές του να αποκτήσουν ιστορική σκέψη και συνείδηση και έτσι να μυηθούν στις μεθόδους και τα εργαλεία της ιστορικής έρευνας, να βιώνει καθημερινά το κυνηγητό της διδακτέας ύλης;
Έρευνες, που έγιναν σε Κύπρο και Ελλάδα σχετικά με την πρόσληψη του μαθήματος της Ιστορίας από έφηβους, καταλήγουν, όχι τυχαία, σε κοινά ευρήματα: το μάθημα της Ιστορίας θεωρείται από τους έφηβους «βαρετό», δύσκολο και κουραστικό εξαιτίας, μεταξύ άλλων, του τρόπου διδασκαλίας, της θεματολογίας, της απομνημόνευσης, του τεράστιου όγκου διδακτέας ύλης και των κακογραμμένων σχολικών βιβλίων. Υπενθυμίζουμε ότι ένα από τα βασικότερα προβλήματα του κυπριακού εκπαιδευτικού συστήματος που διαπιστώνει η έκθεση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης, ήδη από το 2004, είναι ο τεράστιος όγκος της διδακτέας ύλης και ο εθνοκεντρισμός της[2]. Αυτά και μια σειρά άλλων εξειδικευμένων παρατηρήσεων επισημαίνονται και από εξωτερικούς κριτικούς αναγνώστες, στους οποίους αποτάθηκε το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, επί Υπουργίας Κυριάκου Κενεβέζου, για αξιολόγηση του νέου Αναλυτικού Προγράμματος της Ιστορίας[3]. Δυστυχώς, όμως, οι συγκεκριμένες παρατηρήσεις τους δε λήφθηκαν ποτέ υπόψη, για ευνόητους λόγους, ή μάλλον το αντίδοτο ακούει στους όρους «Δείκτες Επιτυχίας» και «Δείκτες Επάρκειας».
Συνεπώς, αν πραγματικά το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού ενδιαφέρεται για την ιστορική εκπαίδευση των παιδιών μας, τα πράγματα θα πρέπει να τεθούν σε μια άλλη επιστημονική βάση. Θα πρέπει:
Το βέβαιο είναι ότι η σημερινή κατάσταση σχετικά με το μάθημα της σχολικής Ιστορίας είναι αδιέξοδη και απογοητευτική. Αν το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού ενδιαφέρεται πραγματικά για την ιστορική εκπαίδευση όλων των μαθητών/τριών μας, τότε θα πρέπει να λάβει σύντομα και χωρίς άλλες παλινδρομήσεις εκείνες τις αποφάσεις που θα επιτρέψουν στο μάθημα αυτό να ανανεωθεί ριζικά. Και σίγουρα ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει ένα ανανεωμένο μάθημα σχολικής Ιστορίας και στις δύο Κοινότητες στο πλαίσιο μιας Ενωμένης πλέον Κυπριακής Δημοκρατίας δε θα είναι αμελητέος.
* Φιλόλογος στη Μέση Δημόσια Εκπαίδευση
[1] Βλ. Μαυροσκούφης, Δ. (2007). Η Σχολική Ιστορία στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (1975-1995), Η Μεταπολιτευτική Εκδοχή του Σισύφειου Μύθου. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη, σσ. 15-36.
[2] Βλ. Καζαμίας, Α., Γαγάτσης, Α., Κεραυνού, Ε., Μπουζάκης, Σ., Τσιάκαλος, Γ., Φιλίππου, Γ., Χρυσοστόμου, Κ. (2004). Δημοκρατική και Ανθρώπινη Παιδεία στην Ευρωκυπριακή Πολιτεία, Προοπτικές Ανασυγκρότησης και Εκσυγχρονισμού. Λευκωσία: Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, σσ. 102-104.
[3] Βλ. Κουτσελίνη, Μ., Κυριακίδης, Λ., Πασιαρδής, Π., Στυλιανόπουλος, Ν., Ζεμπύλας, Μ., Παπαπολυβίου, Π. (2014). Έκθεση Επιστημονικής Επιτροπής για την Αξιολόγηση Εφαρμοσμένων Πολιτικών σε Σχέση με τα Αναλυτικά/Ωρολόγια Προγράμματα. Λευκωσία: Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, σσ. 63-71.
[4] Βλ. Freire, P. (1973). Pedagogy of the Oppressed. New York: The Seabury Press.
[5] Βλ. Μαυροσκούφης, Δ. (2007). Η Σχολική Ιστορία στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (1975-1995), Η Μεταπολιτευτική Εκδοχή του Σισύφειου Μύθου. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη, σσ. 44-51.