Γυναίκα στον καθρέφτη (#stopbullying)


ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΣΕΡΑΦΕΙΜ*

Χάθηκα. Εκείνο το απόγευμα της Τρίτης είχα χαθεί πράγματι στα στενά της Λευκωσίας. Όχι στην παλιά πόλη με εκείνα τα ωραία, τα γραφικά, τα γιομάτα ιστορία στενά και τους τοίχους τους συγκαιρινούς και τους παλιούς με όλες τις «ευχείρωτες» χαρακιές του χρόνου. Όχι, δεν ήμουν στα αρχοντικά της Αξιοθέας. Ήμουν λίγο πιο πίσω από το παλιό Χίλτον. Τώρα άλλαξε και αυτό. Χάθηκε. Ήταν η δεύτερη ή η τρίτη φορά που επισκεπτόμουν την πρωτεύουσα. Χάθηκα. Πάλευα για ώρα να βρω τον δρόμο. Τελικά, κάπου πιο κάτω από το παλιό Χίλτον, σε μια πάροδο, με αυτοκίνητα στα δεξιά και αριστερά του δρόμου σταθμευμένα, είδα τη σωστή οδό. Ελπίδας έγραφε. Αν το θυμάμαι καλά.

Ανέβηκα σιγά-σιγά από τη σκάλα. Ποτέ από τον ανελκυστήρα. Ό,τι κόβει την αναπνοή μου δεν το επιλέγω. Τουλάχιστον, όχι εκούσια. Όχι συνειδητά. Λίγος ο κόσμος σε ένα στενό διάδρομο. Με ένα ποτήριο στο χέρι. Με πολλά χαμόγελα. Λιγάκι εκβιαστικά, βέβαια. Φορημένα για έναν λόγο. Ή για δύο ίσως. Φοβισμένα βλέμματα. Με πλησίασε. Μου έδωσε το χέρι. Γνωριστήκαμε.

«Και εσύ εδώ για τον ίδιο λόγο;»

Ένα ελαφρύ μειδίαμα. Δεν ξέρω γιατί. Αλήθεια, ποτέ δεν κατάλαβα.

«Ναι, για τον ίδιο λόγο».

Μιλήσαμε λίγο εκείνο το βράδυ. Περί ανέμων και υδάτων. Για μια χαλασμένη τηλεόραση. Για μια μετακόμιση. Ένα γραφείο από τη Λεμεσό στη Λευκωσία. Και μερικές καρέκλες μαζί. Και φάκελοι. Και τετράδια. Και ένας υπολογιστής σταθερός. Του γραφείου. Με σύρματα.

«Γιατί όχι ένας φορητός υπολογιστής;»

«Δεν με αφήνει ο πατέρας μου. Λέει ότι χαλάνε εύκολα».

«Σωστά. Εδώ χαλάμε εμείς».

Ένα ελαφρύ, σαρκαστικό μειδίαμα. Και από τους δύο. Αυτό το κατάλαβα λιγάκι παραπάνω. Ό,τι ξεκίνησε εκείνο το βράδυ δεν τέλειωσε ποτέ. Ανεξάλειπτα διαρκές. Λες και βλέπω ανθρώπους να ψελλίζουν λέξεις. Κοφτά. Με θράσος. Στους πολλούς μας περιπάτους από εκείνο το βράδυ και μετά, μιλούσαμε πολύ. Για τη σπασμένη τηλεόραση. Για τα βιβλία μας. Για τα κιτάπια μας με τα πολύτιμα χαρτιά. Για τον πράσινό μου φάκελο. Για τις δικές της «κειμενοπλασίες». Για το γλαυκό. Το μαβί στον ορίζοντα. Ένα πίνακα. Έτσι έλεγε. Πίνακα. Είχε πάντα μια μοναδική ικανότητα να βλέπει πέρα από όσο θα μπορούσε. Με βλέμμα δασκάλου. Καλλιτέχνη δασκάλου. Και η αλήθεια είναι ότι μου έδινε τη ψευδαίσθηση ότι έβλεπα, ότι μπορούσα να έβλεπα και εγώ. Νόμιζα στ’ αλήθεια ότι έβλεπα. Το πάνω-πάνω, ίσως. Ίσως ούτε και αυτό.

Μια φενάκη. Πλασμένη ανθρώπινα. Δεν μπορούσα να έβλεπα τίποτε άλλο. Δικαιολογία; Άλλοθι; Γυναίκα στον καθρέφτη. Έτσι μου είπε. Πώς θα μπορούσα να ξέρω τις φενάκες από πίσω του; Τις αντανακλάσεις του; Πιάνονται αυτές; Όχι. Ο πατέρας της έκλεισε τα μάτια του. Ονειρεύτηκε, μου είπε, έναν κόσμο με λιγότερο κόπο. Και τα ξανάκλεισε. Και η μάνα της. Κομμένες ανάσες. Κομμένα δάκρυα. Κομμένα λεμόνια. Κομμένα χαρτιά. Με αίμα στο πάτωμα. Ολούθε χαρτιά και αίμα. Καμιά φορά δεν καταλαβαίνουμε πόσο μεγάλη δύναμη κρύβει μια γυναίκα στο χέρι της. Να γράψει, όπως ποτέ πριν. Όπως ποτέ ξανά. Έβλεπα τα χαμόγελα. Άκουγα τα λόγια. Άγγιζα τα χαρτιά. Μου τα έδινε συχνά-πυκνά. Να ψάξω και εγώ μέσα τους να βρω μια λέξη, ένα νόημα. Κάποτε της μίλησα για το λεμόνι. Το δικό μου. Αλλά ως εκεί. Ούτε τις σιωπές της, ούτε τα κλάματά της.

Κανείς δεν την αναζήτησε. Περάσαν χρόνια. Την αφήσαμε να παλεύει με τον εαυτό της. Κάποιοι, άκουσα, την απαξίωναν. Τους πρόλαβα. Κανείς δεν χάνει την αξία του, γιατί το θέλει κάποιος άλλος. Ιδέα τους ήταν. Ούτε δράμι αξία στο χώμα. Θέλω, όμως, να μάθω ποιοι ήταν αυτοί. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά μόνο και μόνο, για να ρωτήσω, ποιος τους είχε πει ότι αφαιρείται η αξία ενός ανθρώπου από τα χαχανητά και από τα «δακτυλοδειξίματα». Από τα κατινίστικα ψελλίσματα, από τις θρασύδειλες σιωπές, από τα κενά βλέμματα. Η αξία ενός ανθρώπου, ναι. Ενός ανθρώπου με σπασμένη τηλεόραση, με κοντό, ξεβαμμένο και σκισμένο παντελόνι, με μικρό δέμας. Και θέλω να ρωτήσω. Κυρία Άννα, πού ήσουν τότε; Κυρία Μαρία, πού ήσουν τότε; Κύρια Ιωάννα, πού ήσουν τότε; Κύριε Αλέξανδρε, πού ήσουν τότε; Κύριε Νίκο, πού ήσουν τότε; Κύριε Ανδρέα, πού ήσουν τότε;

Το κείμενό μου αυτό είναι αφιερωμένο στην Ε.

*Πανεπιστημιακός/Φιλόλογος

Υ.Γ.: Το θέμα είναι, αν δεν μπορείς να μιλήσεις εσύ, να μπορεί κάποιος άλλος. Και η φωνή να ακούγεται. Γιατί είδα και κάποιους να σηκώνονται από τη θέση τους, να φωνάζουν, να κάνουν ότι τους ακούνε, αλλά να μη γίνεται απολύτως τίποτε. Ξανά στη σιωπή. Κερδίσαμε και θα συνεχίσουμε να κερδίζουμε. Αλλά χρειαζόμαστε και φωνή. Στεντόρεια. Γιατί μια ζωή με χειρονομίες και νεύματα, δηλαδή; Φωνή. Παρά το κόστος. Όσο και να ‘ναι το κόστος. Αφήστε στην άκρη επιτέλους το κόστος. Και πολλές μαζί φωνές. Ακόμα καλύτερα. Μέσα και έξω από τα σχολεία. Για μια γυναίκα, η οποία φώναζε, αλλά δεν την άκουγε κανείς. Για κάθε γυναίκα, η οποία φωνάζει, αλλά δεν την ακούει κανείς. #stopbullying




Comments (1)

  1. Μιχάλης Μιχάηλ :
    Jan 19, 2020 at 07:05 AM

    Εξαιρετικό κείμενο.


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










1574