Η γνώση και εμείς στη σημερινή εποχή


ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*

Στις 2 Φεβρουαρίου διάβασα στην Καθημερινή Αθηνών ένα άρθρο του αρθρογράφου της Πάσχου Μανδραβέλη με τίτλο Παγκοσμιοποίηση (και) των ιών, στο οποίο σχολίαζε τη μεγάλη ταχύτητα με την οποία εξαπλώθηκε ο κορονοϊός της γρίπης από την Κίνα σε άλλες χώρες λόγω των πολλών μετακινήσεων χιλιάδων ανθρώπων στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης. Κατέληγε με το συμπέρασμα πως, παρόλο που ο αριθμός των νεκρών είναι σήμερα μικρός σε σύγκριση με τις τρομερές ανθρώπινες απώλειες που υφίστατο η ανθρωπότητα από επιδημίες στο παρελθόν (για παράδειγμα, 25 εκ. νεκροί στη διάρκεια της πανώλης του Ιουστινιανού (541-542), επιβάλλεται να βρεθούν τρόποι  να περιοριστεί ακόμα περισσότερο. Υποστήριξε πως αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την παγκοσμιοποίηση της πολιτικής, δηλαδή τη στενή συνεργασία μεταξύ όλων των κυβερνήσεων του κόσμου σε θέματα πληροφόρησης, επιστημονικής έρευνας και ενημέρωσης, καθώς και διάθεσης φαρμάκων και τεχνογνωσίας.

Εκείνο που μου έκανε κατάπληξη ήταν τα σχόλια αναγνωστών που ακολουθούσαν μετά το κείμενο. Κανένα δεν αναφερόταν στο περιεχόμενο του άρθρου ή στις εισηγήσεις του για περιορισμό των θυμάτων. Σχεδόν όλα αναφέρονταν στην πληροφορία των 25 εκ. νεκρών στην πανώλη του  Ιουστινιανού και παρέθεταν πληροφορίες ιστορικών της εποχής που ανέφεραν διαφορετικούς αριθμούς (1 και 10 εκ.). Μερικά  μάλιστα μυκτήριζαν τον συγγραφέα του άρθρου ότι «σκίζει στην Ιστορία».

Μπορεί μερικοί να αποδίδουν αυτή τη συμπεριφορά των εν λόγω αναγνωστών στην  πιθανότητα  να αντιπαθούν  τον αρθρογράφο για κάποιο  άσχετο με το άρθρο λόγο, ας πούμε για τις πολιτικές του θέσεις. Εγώ ως εκπαιδευτικός ωστόσο βλέπω την περίπτωση αυτή ως πιθανό μια ένδειξη  της συνεχιζόμενης επιμονής μεγάλου αριθμού Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων να δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στις επί μέρους πληροφορίες παρά στο νόημα ενός κειμένου, στη δυνατότητα δηλαδή που μπορεί ένα κείμενο ή μια διάλεξη ή μια απλή κουβέντα να δώσει στους αναγνώστες να αποκτήσουν μια βαθύτερη ή διαφορετική αντίληψη ενός συμβάντος ή, προκειμένου για σημαντικά κείμενα, μιας ιστορικής εποχής ή του κόσμου ή του εαυτού τους ή να προβληματιστούν και να ενδιαφερθούν να μάθουν περισσότερα για ένα θέμα. Η αδυναμία αυτή, πιστεύω, είναι έμμεση συνέπεια   του τρόπου με τον οποίο προσφέρεται και προσλαμβάνεται ακόμα η γνώση στα σχολεία μας και της λανθασμένης αντίληψης που ακόμα επικρατεί για τη φύση της γνώσης. Αναφέρομαι βεβαίως κυρίως στους δυο πρώτους κόσμους της γνώσης (worlds one and two) του Karl Popper, δηλαδή στον κόσμο των φυσικών αντικειμένων και στον κόσμο των υποκειμενικών πεποιθήσεων, σκέψεων και αισθημάτων αντίστοιχα και λιγότερο στον τρίτο, τον κόσμο δηλαδή της συσσωρευμένης γνώσης των μουσείων, των βιβλίων και των ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Με βάση τις σύγχρονες αντιλήψεις για τη φύση και τον ρόλο των δυο πρώτων κόσμων της γνώσης, η ζωή είναι μια συνεχής ευκαιρία για μάθηση, όλες οι προφορικές  και γραπτές επικοινωνίες μπορούν να οδηγήσουν σε νέες εμπειρίες, εμπλουτισμό των εννοιών και του λεξιλογίου και γενικά σε μάθηση και προβληματισμό. Θα ανέμενε λοιπόν κανείς πως οι αναγνώστες διαβάζοντας το άρθρο της Καθημερινής θα έκτιζαν πάνω σ’ αυτό νέα γνώση (αναστοχαστική  διαχείριση της γνώσης), για παράδειγμα, θα έκαναν μια σύγκριση μεταξύ του μεγάλου αριθμού των θανάτων από τις επιδημίες στα παλιά χρόνια  και του  μικρού αριθμού των προσβληθέντων από τον κοροναϊό, και ιδίως των νεκρών, σήμερα, και θα συνειδητοποιούσαν με ικανοποίηση τη μεγάλη πρόοδο που πέτυχε η ανθρωπότητα από τότε μέχρι σήμερα χάρη στις μεγάλες επιστημονικές κατακτήσεις της. Μερικοί θα επέμεναν βέβαια πως, παρ’ όλη την επιτευχθείσα όλα αυτά τα χρόνια πρόοδο,  οι ιοί είναι ακόμα ένα βήμα μπροστά από  την επιστήμη, επαναλαμβάνοντας αυτό που είπε ο Γάλλος νομπελίστας λογοτέχνης και φιλόσοφος Αλμπέρ Καμύ «Υπήρξαν στον κόσμο τόσες πανούκλες όσοι και πόλεμοι. Και παρόλα αυτά, οι πανούκλες και οι θάνατοι βρίσκουν τους ανθρώπους το ίδιο απροετοίμαστους».

Άλλοι όμως δεν θα συμφωνούσαν με αυτό το συμπέρασμα. Σκεφτόμενοι  βαθύτερα θα μπορούσαν να αντικρούσουν την παρατήρηση αυτή με δυο πολύ ισχυρά επιχειρήματα. Το πρώτο είναι ότι  η έλλειψη ετοιμότητας δεν σημαίνει ότι η επιστήμη δεν προσπαθεί αρκετά ή δεν επιτυγχάνει πολλά. Οφείλεται κυρίως στο ότι είναι εμπειρική ενέργεια και όχι μαγεία ή μαντική, αποτελεί δηλαδή μια διανοητική ενασχόληση της οποίας η φύση είναι να μελετά και να δίνει λύσεις στην  υπάρχουσα πραγματικότητα και όχι να ασχολείται με την  πρόβλεψη του μέλλοντος. Και το δεύτερο  επιχείρημα  είναι ότι μπορεί η εμπειρική επιστήμη να μην μας απάλλαξε πλήρως από τις επιδημίες, απάλλαξε όμως την ανθρωπότητα από τη μεγάλη δυστυχία που της προκαλούσαν οι φόβοι και οι τύψεις που γεννούσαν οι παντός είδους δεισιδαιμονίες που κυκλοφορούσαν στη διάρκεια των επιδημιών, ότι δηλαδή οι ίδιοι οι επιζώντες και οι αμαρτίες τους ευθύνονταν για τη μάστιγα και τον άδικο θάνατο των συγγενών και φίλων τους Ο παραλογισμός αυτός εξηγεί την προτίμηση του  Αλμπέρ Καμύ  στο μυθιστόρημα του Η Πανούκλα(1947)και του Σουηδού σκηνοθέτη Ίνγκμαρ Μπέργκμαν στη δραματική  ταινία του Η Έβδομη Σφραγίδα (1957) να επιλέξουνκοινωνίες που κυριαρχούνταν από δεισιδαιμονίες καιπαράλογους φόβους ως το κατάλληλο κοινωνικό  πλαίσιο για το ανθρώπινο δράμα που αναπαρίσταναν με το λογοτεχνικό τους έργο.

 Εμάς βεβαίως μάς ενδιαφέρει στο άρθρο αυτό κυρίως το θέμα της παντός είδους γνώσης που γεννιέται, αναπαράγεται και κυκλοφορεί στις περιπτώσεις αυτές. Αν οι παρατηρήσεις που γίνονται σ’ αυτό το άρθρο για τη φύση και την παθογένεια της γνώσης στην Κύπρο και την Ελλάδα έχουν κάποια αλήθεια, ίσως να δίνουν  κάποια εξήγηση γιατί, παρόλο που γίνεται στην Κύπρο τόση προσπάθεια για εκπαιδευτική πρόοδο και τόσος λόγος για διά βίου εκπαίδευση, εξακολουθούν να είναι πολύ χαμηλά τόσο τα επίπεδα ενδιαφέροντος των μαθητών μας για μάθηση όσο και τα μαθησιακά.

Πρώην αν. καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










905