Αύριο Καθαρά Δευτέρα


ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΑΡΤΕΜΙΟΥ ΦΩΤΙΑΔΟΥ *

Ο κόσμος κυλούσε σαν τρένο στις προκαθορισμένες ράγες του. Kι’ ένα κουπλέ τραγουδιού μονότονο,  βαρύ, σκότωνε κάθε μέρα την προοπτική ενός ρεφρέν ψυχικής ανάτασης. Εδώ και μήνες ένας κίτρινος άνεμος φυσούσε πάνω από τη χαρά  κι αρρώσταινε τις μέρες.

Σηκωνότανε πάντα πολύ πρωί, έψηνε καφέ και έβγαινε με κρύο και με ζέστη στη βεράντα του σπιτιού.  Ένα προσφυγικό καταφύγιο για τη νοσταλγία των τελευταίων σαράντα τόσων  χρόνων του. Απέναντι το βουνό πότε φλύαρο πότε σιωπηλό μα πάντα επίμονο. Μια σκιά μέσα στις εποχές και τα χρόνια, μια υπόμνηση του χρέους. Ο Μάρτης φυσούσε απαλά και δροσερά, αύρα σαν  ανοιξιάτικη σκέψη  στην πανδαισία των χρωμάτων που ετοιμάζανε την έκρηξή τους. Μα κάτι λες και τον κρατούσε στον λαιμό, σαν πνιγηρή ανάσα ανθρώπων που αποδιώχνουνε τον θάνατο, που γυρεύουν  τη ζωή τους. Το έχει αυτό κάποτε  η φύση. Φέρνει τις εποχές  χωρίς τους μήνες τους.

Αύριο Καθαρά Δευτέρα και μετά άλλη μια Σαρακοστή. Και η Ανάσταση πότε; αναρωτήθηκε, καθώς το βουνό απέναντι  με τα τραυματισμένα δάχτυλα ύψωνε για άλλη μια φορά την καρτερία του. Πέρσι, την ίδια μέρα, καθότανε και πάλι εδώ. Η γυναίκα του έφτιαχνε πρωινό, εκείνος αμετανόητα όνειρα. Κάπου πίσω από το βουνό, μια θάλασσα κρατούσε ακόμα μέσα στον φλοίσβο της τα νεανικά του σκιρτήματα. Και μια βάρκα κατάλευκη σαν κρίνο ευαγγελισμού  ακουμπούσε το ταξίδι της στην αμμουδιά και περίμενε την επόμενη εξερεύνησή τους στις θάλασσες της κοινής τους ζωής. Και παραδίπλα ο κάμπος, που έτρεχε και  αμόλαγε τους πολύχρωμους χαρταετούς μήπως και γίνουν αετοί και πετάξουν  στις πιο ψηλές  βουνοκορφές. Εκεί που φωλιάζουν οι επιθυμίες και γεννάνε ένα ακόμα όπλο για τον βάρβαρο καιρό.

  Πέρσι ακόμα μοιραζότανε τούτη τη λαχτάρα μαζί της. Τον κοίταγε εκείνη με τα μάτια της αγάπης κι ύστερα έκρυβε την πεθυμιά και τον πόνο της μέσα στις λέξεις του. «Θα δεις, θα προλάβουμε τον χρόνο, θα γυρίσουμε! ΄Εχουμε ένα σπίτι απέναντι, έχουμε μια ζωή. Το άδικο για λίγο μόνο κρατάει, ύστερα μπαίνει  το έλεος του Θεού».  Μα δυο μήνες πριν, στο έμπα του καινούριου χρόνου, εκείνη απόκαμε  να περιμένει. Κοίταξε για τελευταία φορά τη σιωπή του αγέρωχου βουνού και παραδόθηκε στην ευσπλαχνία των αγγέλων. Σαράντα τόσα  χρόνια ήταν πολλά για την υπομονή και την ευαισθησία της. Δίπλα στην κουνιστή καρέκλα, που κράτησε στωικά το καρτερικό της βλέμμα, απέμειναν οι γλάστρες με τα γεράνια και το βασιλικό, ελπίδες που  πότιζε κάθε μέρα με αναστεναγμό η απαντοχή. Και τα άνθη της, όμοια με εκείνα που άφησε στην πρώτη πρώτη ευτυχία του χωριού της,   έσκυβαν με βαθιά ευγνωμοσύνη  και  έσμιγαν τα αρώματά τους με τις μυρωδιές μιας ατέλευτης προσμονής για γυρισμό.

Μεγαλώνουν, γερνάνε, φεύγουν οι άνθρωποι και μένουν πίσω  οι μικρές και μεγάλες τους αγάπες. Μια ποδιά στην κουζίνα, ένα τραπεζομάντιλο βελονάκι στην τραπεζαρία, μια σειρά φωτογραφίες από παιδιά και εγγόνια  στο έπιπλο του σαλονιού. Και μια πίκρα διάχυτη στα πλακάκια που περπάτησαν, στα σεντόνια που κοιμήθηκαν, στα μάτια που πολύ τους αγάπησαν. 

Λες και σηκώθηκε άξαφνα ψύχρα. Ασυναίσθητα κάθισε στην κουνιστή της καρέκλα, γυρεύοντας  ζεστασιά από το σχήμα του κορμιού της, έτσι όπως το  κρατούσε ακόμα μέσα στο ρούχο του το κάθισμα. Πέρα το βουνό τον κοίταξε με όλα τα κουρσεμένα χρόνια του  και τέντωσε ακόμα πιο πολύ μπροστά το στήθος, λες και ήθελε να ακουμπήσει την καρδιά του με τη δική του. Να γίνουν δυο καρδιές που πάλλονται σε μια ανάμνηση και μια προσδοκία.

 Αύριο Καθαρά Δευτέρα, συλλογίστηκε και πάλι. Η κουνιστή καρέκλα κράτησε το σώμα του όπως κρατούσε  το δικό της. Κι η ζωή του κράτησε την πνοή της όπως κρατούσε και τη δική του.

  Αύριο Καθαρά Δευτέρα και μετά  άλλη μια Σαρακοστή, για να μπορεί  η άνοιξη να πλάθει μία ανάσταση μες  στα τρεμάμενα χρόνια των ανθρώπων.

*Συγγραφέας-Εκπαιδευτικός




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










1432