Τι θα γίνει τελικά μ’ εκείνο το κοριτσάκι;


(Περί λογοτεχνίας: Μια αλληγορία βασισμένη σε δυο γνωστές ιστορίες)

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΙΤΛΕΤΤΟΝ*

    «Και τότε, καθώς αγνάντευα τον ουρανό, αυτό το κοριτσάκι μ’ έπιασε απ’ τον αγκώνα…

ένας ήχος σα ρόγχος έβγαινε απ’ το λαιμό της… τον ξέρω καλά αυτόν τον ήχο.»

(Φ.Μ. Ντοστογιέφσκι)

  Ανέκαθεν η διδασκαλία της λογοτεχνίας υπήρξε στοίχημα μεγάλο. Στοίχημα με την έννοια του ρίσκου. Και τούτο γιατί πηγαίνουμε να πολεμήσουμε είτε την απαξίωση του έντεχνου λόγου, μόνιμη πια κοινωνική ίωση και οίηση, είτε την παγιωμένη αντίληψη περί ασύλληπτου ή δυσνόητου είτε την πεποίθηση ότι πέρα από την εξωτερικότητα (τη ρίμα και το ρήμα), αλλά και την εσωτερικότητα (τα σύμβολα, το νόημα των σχημάτων, το αξιακό βάρος ή ακόμα και τα καλούμενα «ηθικά διδάγματα», καθώς και πολλά άλλα), το λογοτεχνικό κείμενο δεν μπορεί να έχει βάθος, αν στεκόμαστε, έστω για λίγο, μόνο στη συγκίνηση που προκαλεί, σ’ εκείνο το ατόφιο, ακατέργαστο, ανεξήγητο συναίσθημα, αν παίρνουμε τη σκέψη που γεννά πέρα από μια συγκεκριμένη προαποφασισθείσα κατεύθυνση. Είναι τα όρια. Ο χρόνος και τα όρια, έπειτα είναι κι όλες οι θεωρίες της λογοτεχνίας, που πρέπει να χωρέσουνε σ’ αυτά, για να μπορέσουμε να συναρμολογήσουμε το πρόσωπό της. Κι από την άλλη η απείθεια, η αίσθηση των νέων ότι η λογοτεχνία είναι πρωτίστως ένα όμορφο κι ατίθασο άλογο, που αξίζει ν’ απαθανατίσουμε ακέραιο, προτού το σπάσουμε σε χαίτη, ουρά και πόδια, αξίζει ν’ απολαύσουμε το περήφανο πέρασμά του από τον κάμπο, αν δεν μπορούμε να το ιππεύσουμε και να πάμε στο μικρό σπίτι στο λιβάδι όπου ίππευσε κι ο συγγραφέας. Κι αν μπορούμε να το ιππεύσουμε, τότε να το αφήσουμε να μας πάει μακριά, σε στράτες άγνωστες ως τώρα, κι εμείς στη ράχη του να βλέπουμε, να υπάρχουμε, ν’ ανασαίνουμε αλλιώτικα.

  Αλλά κι εμείς μοιάζουμε συχνά μ’ εκείνο τον μοναχικό ήρωα του Ντοστογιέφσκι. Περπατάμε στον δρόμο και τη συναντάμε. Η λογοτεχνία… Ένα παραμελημένο, κουρελιασμένο κοριτσάκι… Έχει τα δικά του θέματα, τη δικιά του δομή, τη δικιά του ζωή.... Οι μπούκλες του είναι φασκιωμένες σ’ ένα σφιχτοδεμένο μαντήλι, τα πόδια του είναι φουσκωμένα σε κάτι βρεγμένα παπούτσια από τους δρόμους και τους καιρούς του κόσμου… Κατά βάθος είναι γριά. Κουβαλά αιώνες παθών κι αισθημάτων, τόνους λέξεων και σημείων στίξης, στέκεται στο πεζοδρόμιο και μας σκουντά στον αγκώνα. Ζητά βοήθεια: «Κύριε, καλέ κύριε…». Σταματάμε για λίγο. Άλλους ξαφνιάζει κι άλλοι την περιμένουμε. Πάντα την ίδια ώρα, στο ίδιο σημείο…

  Μερικοί θα προτιμούσαμε να ήταν εφημεριδοπώλισσα. Ν’ αντανακλά απλώς τη ροή του κόσμου. Να δείχνει καθαρά το ’να γεγονός και τ’ άλλο. Να πουλάει καθαρά το ’να και τ’ άλλο κι όχι μόνο μισή πραμάτεια μουσκεμένα σπίρτα, των οποίων τη φλόγα πασχίζουμε να μαντέψουμε. Να της παίρνουμε, να της δίνουμε, να της κοπανάμε τα κέρματα στον πάγκο κι αφού τελειώσει η «καθαρή» δοσοληψία μας, να της λέμε «Καλά Χριστούγεννα» και να πηγαίνουμε στα σπίτια μας (κι εκείνη τέλος πάντων όπου θέλει). Άλλοι αναλύουμε τις υφές των ρούχων της, την πλέξη των κλωστών της, το μπέρδεμα των μαλλιών της, τις αδιόρατες γραμμές (αχ γιατί έπρεπε κι αυτή να είναι έτσι, αλλόκοτη;). Πηγαίνουμε βαθύτερα, μέχρι τους τένοντες, σκάβουμε τις φλέβες της, εικάζουμε τι χρώμα έχει το ποτάμι που κυλάει μέσα τους, ποιες θρομβώσεις αλλοιώνουν την κυκλοφορία της. Είμαστε, αλήθεια, καλοί ανατόμοι. Μπορούμε να τεμαχίσουμε και να ονοματίσουμε κάθε ανάσα της.

  Άλλοι την αρπάζουμε από τ’ αδύνατο χεράκι. Τη σέρνουμε στο βρεγμένο πλακόστρωτο, εκείνη δεν αντιστέκεται, την παίρνουμε και τη στήνουμε με πείσμα εμπρός απ’ τα παιδιά μας: «δείτε το πονεμένο σας πρόσωπο, δείτε το πονεμένο πρόσωπο της ανθρωπότητας να σμίγει με τη χάρτινη μούρη της!». Κάποιοι καθόμαστε για λίγο μονάχα μαζί της και κλαίμε. Όχι γιατί μας συγκλονίζει η ιστορία της, μα γιατί μέσα της βλέπουμε τη δικιά μας. Κι είμαστε κι ορισμένοι που βρίσκουμε ευκαιρία με το συναπάντημά μας να κάνουμε ένα διάλειμμα για πασατέμπο ή για καταβύθιση στα βάθη του φιλοσοφικού πλήρους. Πρόσκαιρη, μόνιμη, ποιος ξέρει; Οι μέριμνες άλλωστε της ζωής μας αναγκάζουν να προχωρήσουμε κάποτε μπροστά και ν’ αφήσουμε το κοριτσάκι στην άκρη του δρόμου.

  Είναι κι αυτοί που σταματούν για λίγο, λίγα ψίχουλα της ώρας, ρίχνουν το βλέμμα στα πηγαδίσια μάτια της, ζαλίζονται, τρομάζουν στην ιδέα των εγκάτων της, της άλλης επαφής, με την ψυχή, αμέσως «αλλαξοδρομούνε». Πηγαίνουν στο σπίτι τους, να βυθιστούν στην πολυθρόνα τους. Να γυαλίσουν το φονικό όπλο τους, να κλάψουν για τη ζωή τους κι ας είναι πιο σπαρακτικό το δικό της κλάμα. Δεν το ακούνε. Μπορεί μια ώρα έτσι, βυθισμένοι στην πολυθρόνα τους, ν’ αποκοιμηθούν και να ονειρευτούν ένα κόσμο, έναν αντεστραμμένο κόσμο όπου εκείνοι, η ανθρωπότητα, η γριά ανθρωπότητα, που κουβαλά αιώνες παθών κι αισθημάτων, η ανθρωπότητα με τα φουσκωμένα πόδια στα βρεγμένα παπούτσια από τους δρόμους και τους καιρούς, στέκεται στο πεζοδρόμιο και σκουντά το βιαστικό κοριτσάκι, τη λογοτεχνία που φεύγει, στον αγκώνα. Ζητά βοήθεια. Γελοίο όνειρο. Ο κόσμος πάντα μας λέει γελοίους. Είτε παίρνουμε και δίνουμε είτε τεμαχίζουμε είτε υποδεικνύουμε είτε μουσκεύουν λίγο τα μάτια μας είτε φοβόμαστε την επαφή με τα έγκατα και φεύγουμε, οπισθοχωρούμε, «εγω-δρομούμε» επικίνδυνα εν τέλει.

  Γελοίους μπορεί να μας πουν. Όμως στον αιώνα της τεχνογνωσίας που διανύουμε το κοριτσάκι είναι ακόμα εκεί έξω και σπαράζει. Τα μάτια μας είναι επίσης εκεί. Κι η ζωή κινδυνεύει να μείνει κενή, να γίνει παρανάλωμα κι εμείς να επιστρέψουμε στα σπίτια μας μακάριοι και χορτασμένοι, αλλά άδειοι. Χωρίς άλλους. Χωρίς εαυτό. Χωρίς κόσμο. Χωρίς πλαίσιο. Χωρίς απλαισίωτο. Χωρίς λογικό. Χωρίς άλογο. Χωρίς κάμπο. Χωρίς απείθεια. Χωρίς λογοτεχνία. Λοιπόν, όλα έχουν τη σημασία τους: κι οι υφές των ρούχων της, και τα βρεγμένα παπούτσια της, και τα πηγαδίσια μάτια της, και τα μπερδεμένα μαλλιά της, κι η εξωτερικότητα (η ρίμα και το ρήμα), κι η εσωτερικότητα, η καταβύθιση, το τεμάχισμα, όλες οι θεωρίες της λογοτεχνίας, για να μπορέσουμε να συναρμολογήσουμε το πρόσωπό της, κι η ταυτότητα, εκείνη η χάρτινη παλιά ταυτότητα που κουβαλά η άσπιτη μες στα τριμμένα ρούχα της. Όλα. Κι ο χρόνος. Και τα όρια. Και κάτι ακόμα. Το ξεπέρασμά τους. Εκείνο το ατόφιο, ακατέργαστο συναίσθημα. Εκείνη η συγκίνηση κι η παρακίνηση. Το να την αγαπήσει κάποιος πολύ. Να μην φοβηθεί να κλάψει για ώρα μαζί της, να την πάρει στο σπίτι του, να τη βάλει κάτω από το δέρμα του, μέσα στο αίμα του, ν’ ανάψει μαζί της όλα τα μουσκεμένα σπίρτα, έτσι που να φωτίσει ολάκερη πολιτεία, κι αν καταφέρει να καθίσει στη ράχη της, να καλπάσει μαζί της περήφανα στους κάμπους, στα πεζοδρόμια και τις πλατείες, σε στράτες άγνωστες ως τώρα, έτσι που να βλέπει, να υπάρχει, ν’ ανασαίνει αλλιώτικα. Λοιπόν, τι θα γίνει με το κοριτσάκι; Τι θα γίνει τελικά μ’ εκείνο το κοριτσάκι;

Σε όσους μας βοήθησαν να πάμε ένα βήμα παραπέρα.

Σε όσους τόλμησαν να πάνε ένα βήμα παραπέρα.

*Φιλόλογος

Λύκειο Αγίου Νεοφύτου Πάφου




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










1463