ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ*
Πενήντα ένα χρόνια από την αποφράδα εκείνη μέρα που έγινα πρόσφυγας στον ίδιο μου τον τόπο. Έζησα λίγα παιδικά χρόνια σε ένα δωμάτιο που δεν θυμάμαι. Κοιμήθηκα σε ένα κρεβάτι που δεν μου φέρνει καμία ανάμνηση. Η κουζίνα, το σαλόνι, η αυλή... όλα μακρινές σκιές. Επισκέφτηκα το πατρικό μου δύο ή τρεις φορές, κι αυτές πριν από πάρα πολλά χρόνια.
Τι να πάω να κάνω εκεί; Να ζητήσω άδεια να μπω; Να τους πω πως το έκτισαν οι γονείς μου με κόπο, ιδρώτα και στέρηση; Ακούει κανείς;
Θυμάμαι τη γιαγιά και τον παππού να μου μιλούν με πόνο για το χωριό τους. Έφυγαν κι αυτοί... Ο πατέρας μου δούλεψε έξι χρόνια στο Λονδίνο, έστελνε ό,τι έβγαζε για να φυτέψει πορτοκαλιές στο χωράφι μας, να βάλει καλό κόπρι για να ανθίσουν και να μοσχοβολήσουν τα δέντρα του όπως μόνο η ζωή ξέρει. Δεν πρόλαβε να τις δει να μεγαλώνουν. Έφυγε κι αυτός με αυτό τον πόθο στην καρδιά.
Η μάνα μου, κάθε φορά που ακούει για κάποιον συγχωριανό, ζωντανεύει. Γυρίζει πίσω στα ανέμελα χρόνια της νιότης, στα αθώα χρόνια. Όλοι τους κουβάλησαν τον πόνο και τη μνήμη για πάρα πολλά χρόνια.
Ο παππούς μου πολέμησε στον Β΄ Παγκόσμιο. Γύρισε άλλος άνθρωπος μετά την αιχμαλωσία, τις κακουχίες και τις αρρώστιες. Ο πατέρας μου ήταν από τους πρώτους στρατεύσιμους της Εθνικής Φρουράς. Εγώ κι ο αδελφός μου υπηρετήσαμε 29 μήνες, πάντα λέγοντας με περηφάνια, «Για την πατρίδα!». Τώρα τα παιδιά μου βαδίζουν τον ίδιο δρόμο. Είναι η τρίτη γενιά στρατευσίμων.
Την ίδια ώρα περπατώ τα απογεύματα στη Λευκωσία. Αμέτρητα αυτοκίνητα με πινακίδες των κατεχομένων. Βλέπω τους Τουρκοκύπριους να κυκλοφορούν ανέμελα σε υπεραγορές, καταστήματα, παραλίες. Κάποιοι εργάζονται, άλλοι χαλαρώνουν. Και εμείς... εμείς παρακολουθούμε. Ίσως να γίνεται το ίδιο και στην άλλη μεριά, δεν γνωρίζω.
Γέλασα πικρά όταν άκουσα στις ειδήσεις για το μπλοκάρισμα στο σύστημα των οδοφραγμάτων. Εκατοντάδες αυτοκίνητα σε ουρές. Τι ειρωνεία... Δύο κοινότητες, δύο ζώνες, δύο διαφορετικοί κόσμοι. Συνομιλίες στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Τι να ειπωθεί εκεί; Τι γίνεται εδώ; Τι εννοούν όταν λένε για δίκαιη λύση;
Οι σειρήνες της 20ης Ιουλίου θα ηχήσουν και φέτος. Λέμε ότι θα ξυπνήσουμε από τον λήθαργο. Μα ποιον ξυπνούν οι μέλισσες πια; Όσο κι αν μας τσιμπάνε, εμείς δεν ξυπνάμε.
Εγώ εδώ. Το χωριό μου εκεί - 30 χιλιόμετρα απόσταση. Το σπίτι με περιμένει, να γνωριστούμε. Να πούμε τι;
Οι μνήμες ξεθωριάζουν, τα χρόνια φεύγουν. Στις 20 Ιουλίου ας αφιερώσουμε λίγο χρόνο. Να μιλήσουμε, να θυμηθούμε, να μνημονεύσουμε. Να λυπηθούμε - και να δώσουμε ραντεβού για το παρακάτω. Είναι πολλά τα χρόνια... είναι μικρός αυτός ο τόπος!
*Πρόσφυγας από το κατεχόμενο χωριό Κάτω Ζώδια