«Ένα δικό της δωμάτιο»: γυναικεία γραφή και χειραφέτηση στον 21ο αιώνα


ΤΗΣ ΔΡΟΣ ΕΥΑΣ ΠΟΛΥΒΙΟΥ*

Συμπληρώνονται φέτος 80 χρόνια από τον θάνατο της εμβληματικής συγγραφέως του μοντερνισμού, Βιρτζίνιας Γουλφ (1882-1941) και 92 χρόνια από τη δημοσίευση του κλασικού δοκιμίου της, Aroomofonesown (Hogarth Press 1929) που κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τον τίτλο Ένα δικό σου δωμάτιο (Οδυσσέας 1980) και πιο πρόσφατα με τον ελαφρώς παραλλαγμένο τίτλο Ένα δικό της δωμάτιο (Μεταίχμιο 2019).

Το δοκίμιοβασίστηκε σε δύο διαλέξεις που η Βιρτζίνια Γουλφ έδωσε τον Οκτώβριο του 1928 στα κολέγια Newnham και Girton, δύο παραδοσιακά γυναικεία κολέγια του Πανεπιστημίου του Cambridge. Πρόκειται για ένα έργο που δικαίως έχει χαρακτηριστεί ορόσημο στον χώρο των γυναικείων λογοτεχνικών σπουδών, και στο οποίο η συγγραφέας συνδέει τη γυναικεία λογοτεχνική γραφή με την κοινωνικοοικονομική και πνευματική χειραφέτηση της γυναίκας: «για να γράψει μια γυναίκα λογοτεχνία, χρειάζεται χρήματα και ένα δικό της δωμάτιο». Χρειάζεται δηλαδή να διαθέτει ένα σταθερό εισόδημα που να την καθιστά οικονομικά ανεξάρτητη και να έναν ιδιωτικό χώρο –πραγματικό αλλά και μεταφορικό– μέσα στον οποίο να μπορεί να δημιουργεί και να εκφράζεται με αυτονομία, όπως οι άνδρες.  

Για να ενισχύσει περαιτέρω τoν λόγο της, η Βιρτζίνια Γουλφ  επινοεί μια ηρωίδα, την Judith, αδελφή του William Shakespeare και εξίσου –αν όχι και περισσότερο– ταλαντούχα θεατρική συγγραφέα. Η Judith αισθάνεται ακατάσχετη την ανάγκη να γράψει, μόνο που, σε αντίθεση με τον αδελφό της, ο οποίος ενθαρρύνεται και μεγαλουργεί, εκείνη αναγκάζεται να φιμώσει τη δημιουργικότητα της, αφού κανένας, ούτε η κοινωνία ούτε η οικογένεια, δεν ενδιαφέρονται για τα κείμενά της. Παντρεύεται παρά τη θέλησή της, κάνει παιδιά και οδηγείται τελικά στην τρέλα και την αυτοκτονία. Η υποθετική αυτή περίπτωση της Judith Shakespeare, μας κάνει σίγουρα να αναλογιστούμε πόσες θηλυκοί Shakespeare – και Proust και Joyce και Eliot… – ήλθαν και έφυγαν απαρατήρητες μέσα στο έρεβος της προκατάληψης και πόσο διαφορετικός θα ήταν ο λογοτεχνικός κανόνας σήμερα, αν δίνονταν νωρίτερα στις γυναίκες ίσες ευκαιρίες με τους άνδρες.

Η Βιρτζίνια Γουλφ απευθυνόταν φυσικά σε ένα στενό κύκλο μορφωμένων και προνομιούχων γυναικών, όπως ήταν και η ίδια. Γυναικών των οποίων ο πατέρας ή ο σύζυγος ήταν σε θέση να τους εξασφαλίσει, θεωρητικά τουλάχιστον, τα μέσα για να γράψουν. Άλλωστε, όπως παρατηρεί η ίδια και σε μια άλλη διάλεξή της το 1931, η οποία αργότερα συμπεριλήφθηκε στον τόμο The Death of the Moth and Other Essays (Harcourt Brace 1942), η γυναικεία γραφή μπορούσε να γίνει αποδεκτή στο πλαίσιο ενός ανδροκρατούμενου περιβάλλοντος, εφόσον αποτελούσε μια «αξιοπρεπή» και «αβλαβή» ενασχόληση των γυναικών, η οποία δεν διατάρασσε την οικογενειακή γαλήνη.  

Πώς μπορεί όμως μια γυναίκα που θέλει να γράψει να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της και τους άλλους υπό τους όρους αυτούς; Η Βιρτζίνια Γουλφ δίνει απάντηση στο ερώτημα αυτό στη διάλεξη του 1931: για να είναι σε θέση μια γυναίκα να προβάλει σοβαρές αξιώσεις, πρέπει πρώτα να σκοτώσει τον «άγγελο του σπιτιού», όπως χαρακτηριστικά ονομάζει το αρχέτυπο της γοητευτικής, γλυκιάς, ανιδιοτελούς και αγνής γυναίκας, δανειζόμενη προφανώς τον τίτλο από το γνωστό ποίημα του Coventry Patmore (1823 -1896), «The Angel in the House» που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1854. Με άλλα λόγια, για να αποκτήσει το πάντα αυτονόητο για τους άνδρες «δικό της δωμάτιο», μια γυναίκα πρέπει να ξετινάξει από πάνω της την τέλεια εικόνα που δημιούργησαν με τις προσδοκίες τους γενεές γενεών πατριαρχίας και να εξασφαλίσει για τον εαυτό της το δικαίωμα να σκέφτεται, να αισθάνεται, να επιθυμεί και να εκφράζεται ελεύθερα. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι για τη Βιρτζίνια, όπως και για τις άλλες γυναίκες της γενιάς της, το γράψιμο δεν ήταν απλώς και μόνο ένας τρόπος δημιουργικής έκφρασης· αποτελούσε πρωτίστως μια πολιτική πράξη, άρρηκτα συνδεδεμένη με τα φεμινιστικά ιδεώδη της εποχής τους. 

Στρέφοντας τώρα την προσοχή στη δική μας εποχή, εύλογα θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η κατάσταση, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο (για να μην αναφερθούμε στις συντηρητικές κοινωνίες της Ασίας ή της Αφρικής) θα ήταν πολύ καλύτερη. Η ισότητα των φύλων είναι νομικά κατοχυρωμένη. Η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν αποτελεί πλέον προνόμιο ενός μικρού ποσοστού γυναικών της άρχουσας τάξης, αλλά δικαίωμα της κάθε γυναίκας που επιθυμεί να μορφωθεί. Όσο για την οικονομική ανεξαρτησία, αυτή εξασφαλίζεται, θεωρητικά τουλάχιστον, από το δικαίωμα στην εργασία. Και λέμε θεωρητικά, διότι στην πράξη όλοι γνωρίζουμε ότι το οικονομικό παραμένει μείζον πρόβλημα για εκατομμύρια νέες γυναίκες στον δυτικό κόσμο, οι οποίες συχνά αναγκάζονται να μένουν με τους γονείς τους ή με συντρόφους που δεν αγαπούν, επειδή δεν διαθέτουν το αναγκαίο εισόδημα που θα τους επέτρεπε να πληρώνουν έναν δικό τους χώρο διαμονής. Αλλά αυτό ασφαλώς δεν αφορά μόνο τις γυναίκες της εποχής μας, αλλά τους νέους γενικότερα ανεξαρτήτως φύλου, με όλες τις επιπτώσεις που μπορεί να επιφέρει μακροπρόθεσμα στις τέχνες και τα γράμματα.

Ας εστιάσουμε λοιπόν στο «δικό της δωμάτιο», όπως το εννοεί η Βιρτζίνια Γουλφ. Έναν χώρο δηλαδή ελεύθερης και δημιουργικής έκφρασης, στον οποίο η γυναίκα δεν θα αναγκάζεται να υποστεί κανενός είδους ενόχληση ή λογοκρισία. Πόσες μορφωμένες και ταλαντούχες γυναίκες σήμερα διαθέτουν ένα «δικό τους δωμάτιο»; Η απάντηση θα μπορούσε να είναι πολλές, αν κρίνουμε από τη λογοτεχνική παραγωγή των τελευταίων πέντε τουλάχιστον δεκαετιών, στην οποία φαίνεται ότι η γυναικεία παρουσία αυξάνεται πυρετωδώς. Η σύγχρονη γυναίκα γράφει, εκδίδει, λαμβάνει μέρος σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, βραβεύεται. Ταυτόχρονα, η λεγόμενη «γυναικεία γραφή» όπως τη διατύπωσε η Γαλλίδα θεωρητικός Hélène Cixous στο μανιφέστο της Leriredelaméduse το 1975, κερδίζει ολοένα έδαφος, διαμορφώνοντας έναν θεωρητικό κώδικα που εμπλουτίζεται από το παράδειγμα σπουδαίων συγγραφέων διεθνούς εμβέλειας, όπως η Virginia Woolf, η Marguerite Duras (1914-1996), η αφροαμερικανίδα ToniMorrison (1931–2019) ή ακόμα η Βραζιλιάνα Clarice Lispector (1920-1977).  

Ποια είναι όμως η άλλη όψη του νομίσματος; Είναι κοινώς παραδεκτό ότι οι περισσότερες γυναίκες συγγραφείς που χαίρουν αποδοχής και αναγνώρισης από την κριτική αλλά και το ευρύ κοινό είναι αυτές που στην ουσία αναπαράγουν (ή στην καλύτερη περίπτωση δεν καταρρίπτουν) το αντιφατικό στην εποχή μας στερεότυπο περί γυναικείας φύσης: η γυναίκα που είναι δυνατή και συνάμα τρυφερή· έξυπνη αλλά και ευαίσθητη· παθιασμένη πλην όμως ευγενής και συγκρατημένη· έχει έντονες απόψεις, αλλά εκφράζεται με μετριοπάθεια και συχνά με εσωστρέφεια ή με μια «λυρική διάθεση». «Τρυφερότητα», «ευαισθησία», «ευγένεια», «λυρισμός»: τα γνωρίσματα που διαχρονικά η κριτική αναζητά στη γυναικεία λογοτεχνία. Καθόλου περίεργο λοιπόν που πολλές γυναίκες, προκειμένου να ανταποκριθούν στις προσδοκίες αυτές, προβαίνουν σε μια αυτολογοκρισία, συχνά πιο βάναυση και από αυτή που υπέστησαν από τους άντρες την εποχή της πατριαρχίας.

Μπορεί η σωστή ισορροπία ανάμεσα στην αυθεντική έκφραση και την ικανοποίηση κοινού και κριτικής να είναι πρόκληση για κάθε καλλιτέχνη, αποτελεί ωστόσο την αχίλλειο πτέρνα της γυναίκας που φιλοδοξεί να ενταχθεί σε έναν λογοτεχνικό κανόνα ήδη διαμορφωμένο ερήμην της. Ακροβατώντας ανάμεσα σε φιλοδοξίες και όνειρα, κοινωνικά στερεότυπα, ενδόμυχες επιθυμίες, προσδοκίες, πάθη και ενοχές, πιο εφικτό φαίνεται για τη γυναίκα του 21ου αιώνα να αποκτήσει το δικό της σπίτι ή το δικό της γραφείο στη δουλειά παρά «ένα δικό της δωμάτιο». Ίσως αυτός να είναι και ο πραγματικός λόγος που, 80 χρόνια μετά τον θάνατο της Βιρτζίνιας Γουλφ, και παρά την ολοένα αυξανόμενη γυναικεία λογοτεχνική παραγωγή, εξακολουθούν δυστυχώς να είναι τόσο λίγες οι γυναίκες που γράφουν καλά.

* Εκπαιδευτικός (Αγγλική Σχολή Λευκωσίας), Ερευνήτρια, Συγγραφέας




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










3800