Σχολική παραβατικότητα


ΤΗΣ ΕΛΕΝΑΣ ΧΑΤΖΗΓΕΡΟΥ*

Η σχολική παραβατικότητα είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο το οποίο συνυπάρχει από τη δημιουργία της οργανωμένης μάθησης, δηλαδή από την ύπαρξη σχολείου-μαθητών-εκπαιδευτικών.  Βέβαια οι μορφές και οι εκφάνσεις της παρουσιάζονται διαφορετικές μέσα από τη ροή του χρόνου, των εποχών και της εξέλιξης, αλλά σχεδόν πάντα αντικατοπτρίζουν τα επίπεδα πολιτισμού, βίας και προβλημάτων των κοινωνιών στις οποίες βρίσκονται.

Στην Κύπρο έχουμε φαινόμενα σχολικής παραβατικότητας τα οποία αυξομειώνονται ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες. Σε γενικές γραμμές όμως θα έλεγε κάποιος, ότι βρίσκονται σε χαμηλά έως μέτρια επίπεδα.  Σε κάποιες περιπτώσεις, η αναποτελεσματική διαχείρισή τους, μπορεί να οδηγήσει το σχολείο σε μια συνθήκη διαρκούς σύγκρουσης, καθημερινής έντασης, αποδιοργάνωσης και σε ένα σχολικό περιβάλλον στο οποίο κανείς δεν είναι ικανοποιημένος ή ευτυχισμένος. 

Γνωρίζουμε ότι η δυσλειτουργικότητα που προκαλεί η παραβατικότητα στα μέλη και στον οργανισμό του σχολείου,  είναι αιτία για μειωμένα επίπεδα μάθησης, έλλειψη παρώθησης και κινήτρων, αύξηση στρεσογόνων επιπέδων, και επιθυμία φυγής.  Για το κάθε κράτος, αυτό σημαίνει πρόσθετα προβλήματα με αλυσιδωτές επιπτώσεις σε οικονομικό, οργανωτικό, πολιτικό και κοινωνικοπολιτισμικό επίπεδο. Για τους πιο πάνω λόγους, οι πλείστες χώρες, θεωρούν ότι η βία και η παραβατικότητα, είναι προβλήματα που επηρεάζουν θεμελιωδώς τους σκοπούς του σχολείου και της μάθησης, και ως εκ τούτου αποφασίζουν, στη βάση της θεωρητικής, ερευνητικής και εμπειρικής γνώσης, την προληπτική και παρεμβατική πολιτική που θα εφαρμόσουν με στόχο τον έλεγχο και τη μείωση του φαινομένου.

Τι προτείνει και προτρέπει η επιστήμη λοιπόν, σχετικά με τη διαχείριση της παραβατικότητας στο σχολείο;  Η σχετική βιβλιογραφία είναι ογκώδης, συνοπτικά όμως καταλήγει σε ορισμένες κοινές αρχές, συμπεράσματα και μέτρα, που ανάμεσα σε άλλα, περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

  1. Η παραβατικότητα είναι ένα αρνητικό, αλλά αναμενόμενο φαινόμενο της ανθρώπινης συμπεριφοράς και των οργανωμένων κοινωνιών. Αυτό αντανακλάται και στο σχολείο και αφορά οποιοδήποτε μέλος του ως πιθανό θύτη ή/και θύμα. Ως πράξη, υποδηλοί την ύπαρξη ανισορροπιών (συστημικών, κοινωνικών, οικονομικών κ.α.), την έλλειψη θεσμικής, κοινωνικής και οικογενειακής συνοχής και φροντίδας, την απουσία προσωπικών δεξιοτήτων και τη μονολιθική αντιμετώπιση από τον διαχειριστή.
  2. Η σταθερή πρωτογενής και δευτερογενής πρόληψη και παρέμβαση που αποτελούν μέρος ενός παιδαγωγικά σύγχρονου, οργανωμένου και ολιστικού εκπαιδευτικού συστήματος, έχει τη δυνατότητα να αποτρέψει μόνιμα την εμφάνιση τριτογενών παραβατικών συμπεριφορών.
  3. Η ενσωμάτωση δεξιοτήτων ζωής στο αναλυτικό πρόγραμμα, είναι βασικό και αναγκαίο στοιχείο στη μόρφωση που προσφέρει το σχολείο.  Δίνει την απαραίτητη γνώση και ενδυναμώνει τον μαθητή ως υπεύθυνο και ενεργό πολίτη που επιλέγει την ειρηνική, δημοκρατική και νόμιμη δράση αντί της παράβασης, της ετσιθελικής επιβολής, και της χρήσης της βίας. 
  4. Ως πολυσύνθετο και μεταλλασσόμενο πρόβλημα, η ενδεδειγμένη αντιμετώπιση χρειάζεται να είναι οργανωμένη, πολυδιάστατη, συμμετοχική και σε διαρκή δυναμική εξέλιξη. Είναι απαραίτητο να βασίζεται στη θεωρητική και κλινική επιστημονική γνώση, αλλά και σε ένα φιλοσοφικό πλαίσιο που καθορίζει με όραμα, τον προσανατολισμό στους στόχους και στη δράση.
  5. Ως πρόβλημα με πολλά αίτια και εμπλεκομένους, χρειάζεται προσεκτική ανάλυση και χαρτογράφηση, ψυχραιμία και εμπειρία για να αποφευχθούν ο πανικός και οι παρορμητικοί χειρισμοί τα οποία απλά οδηγούν σε φαινομενική διαχείριση και δημαγωγικό αποτέλεσμα.
  6. Οποιεσδήποτε πολιτικές για το θέμα, χρειάζεται να θέτουν με συγκεκριμένο τρόπο το πλαίσιο δράσης, τους στόχους, τους ρόλους και τις ευθύνες εκάστου φορέα και να αφορούν κυρίως την πρόληψη σε σχέση με την παρέμβαση.
  7. Η αμεσότητα στην αντίδραση χρειάζεται να είναι αξιολογητικά διαβαθμισμένη και να διακρίνει μεταξύ έκτακτης ή διαχρονικής/παρατεταμένης κρίσης, βαθμού επικινδυνότητας και πρόβλεψης μελλοντικού κινδύνου.
  8. Η διαχείριση/αντιμετώπιση πρέπει να έχει ως άμεσο στόχο την ομαλότητα στο σχολικό περιβάλλον και ως τελική επιδίωξη, τη δημιουργία θετικού και υγιούς σχολικού κλίματος που αποτελεί βασικό εχέγγυο αποτροπής της βίας. 
  9. Οι ουσιαστικές δράσεις που θα οδηγήσουν σε ένα ειρηνικό σχολικό περιβάλλον χαρακτηρίζονται από επιστημονικούς δείκτες, έχουν διάρκεια και βάθος χρόνου, εμπλέκουν όλη τη σχολική κοινότητα, δείχνουν πίστη στο δυναμικό του σχολείου και το αξιοποιούν κατάλληλα, θεωρούν τον κάθε μαθητή ως ικανό συμμέτοχο επίλυσης προβλημάτων, και στοχεύουν, κατά κύριο λόγο, στις βαθύτερες αιτίες που προκαλούν τη βία και όχι στην πανεπένδυση της καταστολής της.
  10. Σταδιακά το επηρεαζόμενο σχολείο πρέπει να οδηγηθεί σε σταθερές συνθήκες με όσο το δυνατό λιγότερη βοήθεια από εξωγενείς φορείς και υπηρεσίες.  Επιτυχία στη διαχείριση τόσο από τη σχολική μονάδα, όσο και από το εκπαιδευτικό σύστημα ευρύτερα, είναι η εξάλειψη της ανάγκης παρέμβασης από τρίτους. Επιτυχία στην αντιμετώπιση της παραβατικότητας, είναι το ενδυναμωμένο σχολείο το οποίο γνωρίζει επαρκώς τους μηχανισμούς αποτροπής και έχει αποκτήσει τις απαραίτητες δεξιότητες να διαχειριστεί ψύχραιμα τις κρίσεις. 

Στη βάση των πιο πάνω δεικτών, η πολιτεία έχει την ευθύνη λήψης μέτρων για την εξάλειψη των αιτιών της βίας, καθώς και την υποχρέωση να παρέχει θεσμικά και άλλως πως,  αυτά που χρειάζεται η σχολική μονάδα για να αποτρέπει και να επιλύει μόνη της το πρόβλημα της σχολικής παραβατικότητας που αντιμετωπίζει. Με στόχο από τη μια την αύξηση της κοινωνικής πρόνοιας και τη μείωση των ανισορροπιών, και από την άλλη την ενδυνάμωση της σχολικής κοινότητας και των μελών της, υπάρχει ελπίδα για την αναχαίτιση και μείωση της ενδοσχολικής βίας.

*Σχολική Σύμβουλος

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










2629