ΤΗΣ ΔΡΟΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ - ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΥ*
Η επιστημολογία είναι η θεωρία που εξετάζει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη γνώση και τη δημιουργία της γνώσης. Η επιστημολογική θέση των φιλοσοφικών ρευμάτων: θετικισμού και ερμηνευτισμού εγείρει προβληματισμούς οι οποίοι κατευθύνουν στο ερώτημα: ποια επιστημολογική θέση μπορεί να αποτελέσει αποτελεσματική παιδαγωγική προσέγγιση, προσέγγιση η οποία προάγει τη μάθηση που κατευθύνει στην ολόπλευρη ανάπτυξη του μαθητή/μαθήτριας; Ως απάντηση στο ερώτημα, το παρόν άρθρο προτείνει τον μετασχηματισμό της αντίληψης για την κοινωνική πραγματικότητα της γνώσης αναπτύσσοντας ένα κοινωνιολογικό μοντέλο δημιουργίας της γνώσης με γνώμονα τη βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων (Σχήμα 1, σελ. 7).
Θετικισμός
Σύμφωνα με τον Θετικισμό η κοινωνική πραγματικότητα του κόσμου μπορεί να γίνει αντιληπτή με εργαλείο τη λογική και η γνώση είναι ορθολογιστική (Pring, 2000). Η γνώση είναι η ακριβής και αντικειμενική απεικόνιση του κόσμου κι αυτή η αναπαράσταση μπορεί να αποτελεί γενίκευση (Wellington, 2000). Η συγκεκριμένη άποψη παραπέμπει στη μέθοδο της παρατήρησης. Το ερώτημα που αναδύεται είναι: μπορούν όλοι οι άνθρωποι να παρατηρούν ένα κοινωνικό φαινόμενο/γεγονός ή μια κοινωνική συμπεριφορά και να αντιλαμβάνονται την πραγματικότητά τους με τον ίδιο τρόπο;
Αν ναι, η εικόνα του κόσμου είναι στατική, κάτι που συμφωνεί με την άποψη του Παρμενίδη ότι η πραγματικότητα του κόσμου είναι αμετάβλητη. Η επιστημολογική θέση του Ηράκλειτου, όμως, ο οποίος ασχολήθηκε με το πώς ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα γύρω του, αποτυπώνεται στη φράση «τα πάντα ρει», η οποία αναφέρεται στην αντίληψη ότι το «γίγνεσθαι» του υλικού κόσμου είναι συνεχώς μεταβαλλόμενο, κάτι που έχει πάρει διαστάσεις κοινής λογικής. Η συγκεκριμένη αντίληψη έρχεται σε ρήξη με την πρόσληψη της πραγματικότητας του κόσμου ως στατικής, αναλλοίωτης εικόνας, η οποία (πρόσληψη) υπονομεύει την υποκειμενική διάσταση της ανθρώπινης σκέψης και του ανθρώπινου νου.
Ερμηνευτισμός
Την υποκειμενική διάσταση στην αντίληψη για την κοινωνική πραγματικότητα της γνώσης εξάρει ο ερμηνευτισμός. Η γνώση είναι η ερμηνεία του κόσμου, η οποία (ερμηνεία) είναι υποκειμενική, μορφοποιείται μέσα από τις ανθρώπινες εμπειρίες και επηρεάζει τα συναισθήματα (Cohen, Manion and Morrison, 2000). Η έμφαση στον ανθρώπινο υποκειμενισμό εισηγείται ότι η αλήθεια ενός κοινωνικού φαινομένου/γεγονότος ή συμπεριφοράς είναι πολλαπλή, λόγω της διαφορετικότητας και πολυπλοκότητας της σκέψης. H εικόνα του κόσμου στον ανθρώπινο εγκεφαλικό κόσμο μπορεί να διαφέρει από άτομο σε άτομο, αλλά και να αλλάζει στη νόηση του κάθε ατόμου, γιατί η γνώση αναθεωρείται και εξελίσσεται. Ποια παιδαγωγική προσέγγιση προάγει μια μαθησιακή διαδικασία κατά την οποία οι μαθητές/μαθήτριες μπορούν να εκφράζουν τις υποκειμενικές τους αντιλήψεις και ανοίγει δρόμους προς την αναθεώρηση και εξέλιξη της γνώσης; Η απάντηση εντοπίζεται στον Οικοδομισμό, παιδαγωγική προσέγγιση η οποία αφορά στην κοινωνιολογική οικοδόμηση της γνώσης.
Οικοδομισμός
Η θεωρία του οικοδομισμού προέρχεται από το φιλοσοφικό ρεύμα του ερμηνευτισμού και η επιστημολογική θέση του οικοδομισμού έχει χαρακτήρα κοινωνιολογικό: η γνώση είναι ‘κοινωνικό κατασκεύασμα’ (Colliver, 2002). Η έννοια ‘κοινωνικό κατασκεύασμα’ ενέχει δυο διαστάσεις: ιδιογραφική και διαπροσωπική.
Η ιδιογραφική διάσταση αναφέρεται στο άτομο και τις αντιλήψεις/πεποιθήσεις με τις οποίες εισέρχεται στη διαδικασία κατασκευής της γνώσης. Η διαπροσωπική διάσταση της γνώσης εισηγείται την εμπλοκή τουλάχιστον δυο ατόμων ή ομάδας ατόμων για τη δημιουργία της γνώσης και διδακτικές μεθόδους που προάγουν τον διάλογο (διαλεκτική, ερμηνευτική, επαγωγική, ομαδική-συνεργατική). Πώς ο εκπαιδευτικός μπορεί να καθοδηγήσει τον μαθητή/μαθήτρια ως άτομο και τους μαθητές/μαθήτριες ως ομάδα στην κατασκευή της γνώσης; Ο εκπαιδευτικός μπορεί να δημιουργήσει εκείνο το μαθησιακό περιβάλλον όπου ο μαθητής/η μαθήτρια κατασκευάζει τη δική του/της γνώση όταν ερμηνεύει μια πραγματικότητα, η οποία αντανακλά τις δικές του/της ιδέες, με τη χρήση του κατάλληλου επικοινωνιακού μέσου σε μια διαδικασία που προάγει την ενεργό συμμετοχή όλων στη δημιουργία της γνώση. Τα τρία συστατικά: περιβάλλον, μέσο και διαδικασία συζητούνται στη συνέχεια ως κοινωνιολογικά στοιχεία της παιδαγωγικής προσέγγισης του οικοδομισμού.
Κοινωνιολογικό μαθησιακό περιβάλλον
Το μαθησιακό περιβάλλον το οποίο ευνοεί την κατασκευή/δημιουργία της γνώσης είναι η τάξη που λειτουργεί ως ένα κοινωνιολογικό συγκείμενο. Ως κοινωνιολογικό συγκείμενο μπορεί να οριστεί ο τόπος και ο χρόνος όπου μια πληροφορία ερμηνεύεται και γίνεται γνώση (Nonaka, Toyama and Konno, 2000). Είναι ένα σκηνικό στο οποίο συνυπάρχουν τρία είδη χώρου: o φυσικός χώρος (π.χ. τάξη), ο εικονικός (π.χ. τεχνολογία) και ο πνευματικός (π.χ. πεποιθήσεις/αντιλήψεις). Το κλειδί για την ανάπτυξη του συγκεκριμένου μαθησιακού περιβάλλοντος είναι η διάδραση (Nonaka, Toyama and Konno, 2000). Εστιάζοντας στη διάδραση, η τάξη αντανακλά την πραγματικότητα της σχολικής μονάδας που λειτουργεί ως κοινότητα μάθησης (Κωνσταντινίδη-Βλαδιμήρου, 2016).
Στο κοινωνιολογικό περιβάλλον της τάξης οι μαθητές/μαθήτριες δεν είναι απλοί θεατές/παρατηρητές ή παθητικοί δέκτες πληροφοριών. Η γνώση ως μετάδοση πληροφορίας ανήκει στην παραδοσιακή επιστημολογική προσέγγιση. Στην κοινωνιολογική τάξη του σύγχρονου σχολείου η γνώση δημιουργείται (παρά μεταδίδεται) με εργαλεία τη δράση, διάδραση και αμφίδρομη επικοινωνία. Τον κοινωνικό χαρακτήρα της τάξης δημιουργεί ο εκπαιδευτικός-καθοδηγητής ο οποίος παρακινεί τους μαθητές/μαθήτριες με κίνητρα εσωτερικά (αγάπη, αναγνώριση) να συμμετέχουν ενεργά σε διάλογο ή συζήτηση με σκοπό τη δημιουργία γνώσης με μέσο τον λόγο (Konstantinides-Vladimirou, 2018).
Κοινωνιολογικό μαθησιακό μέσο
Ο λόγος είναι το κοινωνιολογικό επικοινωνιακό μέσο με το οποίο το άτομο παράγει και δημιουργεί ιδέες σχηματοποιώντας τις σκέψεις του, αναπαριστάνοντας εμπειρίες και εξωτερικεύοντας συναισθήματα και επιθυμίες του (Στασίνος, 2015). Στο κοινωνιολογικό περιβάλλον της τάξης, οι εμπλεκόμενοι σε διάλογο/συζήτηση μαθητές/μαθήτριες και εκπαιδευτικός αναλαμβάνουν ρόλους (αφηγητής εμπειρίας, αναλυτής, κριτικός) μέσα από τους οποίους (ρόλους) αναπαριστάνουν τον κόσμο με τον δικό τους υποκειμενικό τρόπο ο καθένας. Οι αναπαραστάσεις, οι οποίες περιγράφονται μέσω του προφορικού λόγου από ένα άτομο (μαθητή/μαθήτρια, εκπαιδευτικό), έχουν επίδραση στη σκέψη και τα συναισθήματα των υπόλοιπων συμμετεχόντων, διεγείρουν το πνεύμα, εγείρουν προβληματισμούς και κατευθύνουν στην κριτική σκέψη. Σκεπτόμενοι κριτικά, οι μαθητές/μαθήτριες μπορούν να δημιουργήσουν (νέα) γνώση, να αναθεωρήσουν προϋπάρχουσα ή προηγούμενη γνώση ή/και να εξελίξουν τη γνώση τους. Τα πλεονεκτήματα αυτά απορρέουν από τον κοινωνιολογικό ρόλο του λόγου: η κοινωνική αλληλεπίδραση. Σε κάθε μάθημα οι μαθητές/μαθήτριες μπορούν να εμπλέκονται σε διάλογο/συζήτηση και να εξωτερικεύουν απόψεις/πεποιθήσεις με τη χρήση του λόγου.
Κοινωνιολογική μαθησιακή διαδικασία
Η μαθησιακή διαδικασία η οποία προάγει την εξωτερίκευση μιας άποψης/ πεποίθησης είναι κοινωνιολογική, αφού το γνωστικό αντικείμενο του κοινωνιολόγου παράγεται στον λόγο (Βέλτσος, 1985). Όταν μια άποψη/πεποίθηση εξωτερικεύεται μπορεί να αποτελέσει πηγή ερμηνείας. Η ερμηνεία έχει τη δύναμη να πολλαπλασιάζει την άποψη και να προκαλεί τον αναστοχασμό, την κριτική εξέταση της άποψης με σκοπό την αναθεώρηση και βελτίωσή της. Ακόμη, όταν μια άποψη/πεποίθηση ερμηνεύεται, γίνεται (πιο) κατανοητή και μπορεί να ενσωματωθεί ως (νέα) γνώση στις πεποιθήσεις και αντιλήψεις του ατόμου που την ερμηνεύει. Η συγκεκριμένη γνώση αποτελεί συνειδητοποιημένη γνώση και μπορεί να οριστεί ως «αιτιολογημένη πεποίθηση». Αν, στη συνέχεια, η «αιτιολογημένη πεποίθηση» μετουσιωθεί σε πράξη, τότε η γνώση μεταφράζεται σε αξία η οποία φαίνεται στην καθημερινή δράση και ρουτίνα του ατόμου.
Στη συγκεκριμένη κοινωνιολογική διαδικασία, η γνώση μπορεί να δημιουργηθεί μέσα από μια διαδικασία συμπληρωματικότητας εξωτερίκευσης και εσωτερίκευσης:
Πώς, ως ένα κοινωνιολογικό σύστημα εξωτερίκευσης και εσωτερίκευσης, η διαδικασία δημιουργίας/κατασκευής της γνώσης μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων;
Μαθησιακά αποτελέσματα
Τα μαθησιακά αποτελέσματα, τα οποία αποτελούν τον απώτερο σκοπό της παρεχόμενης εκπαίδευσης αφορούν σε γνώσεις, δεξιότητες, στάσεις, συμπεριφορές, αξίες και συναισθήματα. Η αποτελεσματική εξωτερίκευση μιας πεποίθησης ή εμπειρίας ενέχει, ανάμεσα σε άλλες δεξιότητες, τη διαχείριση του νοήματος. Η διαχείριση του νοήματος με σαφήνεια συμβάλλει στην κατανόηση του νοήματος και την ανάπτυξη της ενσυνειδητότητας και ενσυναίσθησης. Ενσυνειδητότητα είναι η δεξιότητα επικέντρωσης της προσοχής στην παρούσα στιγμή, χωρίς η προσοχή να αποσπάται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή εσωτερικές σκέψεις. Ενσυναίσθηση είναι η δεξιότητα του ατόμου να παρατηρεί και να ερμηνεύει γεγονότα και συμπεριφορές από διαφορετικές οπτικές γωνίες.
Το άτομο που αποτελεσματικά εμπλέκεται σε διάλογο/συζήτηση διακρίνεται από τη στάση του δημοκρατικού πολίτη, του πολίτη που κάνει πράξη τον πυλώνα μάθησης «μαθαίνω να ζω με τους άλλους», γιατί αποδέχεται και σέβεται τη διαφορετικότητα των ανθρώπων και των προσωπικοτήτων τους, των ιδεών και πεποιθήσεων, της εθνικότητας και κουλτούρας τους.
Η συμπεριφορά των ατόμων που διαλέγονται αποτελεσματικά είναι απαλλαγμένη από επιστημολογικά εμπόδια: αναπαραστάσεις στον εγκεφαλικό κόσμο οι οποίες οριοθετούν την ανοικτότητα του πνεύματος και αποτελούν πνευματικά μοντέλα (Senge, 2006). Αυτή τη θέση πρεσβεύει η Φαινομενολογία η οποία εξετάζει το πώς οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον κόσμο περιθωριοποιώντας τα στερεότυπα ή έρχοντας σε ρήξη με τις προκαταλήψεις τους (Bryman, 2004). Η επιστημολογική θέση του Piaget είναι ότι η γνώση είναι το αποτέλεσμα μιας δια βίου οικοδομητικής διαδικασίας κατά την οποία το άτομο προσπαθεί να οργανώσει, να δομήσει και αναδομήσει τις εμπειρίες του σε σχέση με τα πνευματικά του σχήματα/μοντέλα, με σκοπό να τα αναθεωρήσει και βελτιώσει (Bodner, 1986). Την αναθεώρηση των αντιλήψεων/πεποιθήσεων ή πνευματικών μοντέλων και των εμπειριών που τις προκάλεσαν εισηγείται ο Dewey (1933) με τον αναστοχασμό. Ο αναστοχασμός λειτουργεί ως διεργασία σκέψης που μπορεί να επιφέρει επιστημολογική ρήξη στα πνευματικά μοντέλα τα οποία αποτελούν επιστημολογικά εμπόδια.
Πέραν από τα πνευματικά μοντέλα, η επιβολή μιας άποψης από ένα άτομο σε άλλο ή σε ομάδα ατόμων αποτελεί επιστημολογικό και παιδαγωγικό εμπόδιο. Η ρήξη, στην περίπτωση αυτή, μπορεί να επέλθει μέσω της ελευθερίας έκφρασης άποψης, την κριτική και αναλυτική σκέψη.
Η κοινωνιολογική διαδικασία δημιουργίας της γνώσης είναι προϊόν του ερμηνευτισμού, γιατί ο διάλογος που εκτυλίσσεται σε μια τάξη αποκαλύπτει ότι η αλήθεια ενός κοινωνικού φαινομένου/γεγονότος είναι πολλαπλή και όχι μονοδιάστατη. Η γνώση δημιουργείται μέσα από τη διάδραση μεταξύ των ατόμων και μεταξύ των ατόμων και του περιβάλλοντος και προάγει την ανάπτυξη της συνεργασίας και επικοινωνίας, της κοινωνικής και συναισθηματικής νοημοσύνης και συναισθηματικής ευθύνης.
Κοινωνιολογικό μοντέλο δημιουργίας γνώσης
Το κοινωνιολογικό μοντέλο δημιουργίας της γνώσης με γνώμονα τη βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων στηρίζεται στον μετασχηματισμό της αντίληψης για την κοινωνική πραγματικότητα της γνώσης. Η νοητική μετάβαση από την αντίληψη της γνώσης ως αντικειμενικής παρατήρησης του κόσμου (θετικισμός) στη θέση ότι η γνώση είναι η υποκειμενική ερμηνεία (ερμηνευτισμός) η οποία μπορεί να αποτελέσει τη βάση για οικοδόμηση/κατασκεύή γνώσης μέσα από την κοινωνική διάδραση (οικοδομισμός) αποτελεί επιστημολογικό μετασχηματισμό.
Ο συγκεκριμένος μετασχηματισμός εισηγείται ένα μοντέλο δημιουργίας της γνώσης σε ένα διαδραστικό μαθησιακό περιβάλλον, όπου με μέσο τον λόγο, οι μαθητές/μαθήτριες εμπλέκονται σε μια διαδικασία εναλλασσόμενης εξωτερίκευσης και εσωτερίκευσης, η οποία κατευθύνει στη βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων και συμβάλλει στην ανάπτυξη του μαθητή/μαθήτριας ως ολοκληρωμένης προσωπικότητας. (Σχήμα 1).
Σχήμα 1: Kοινωνιολογικό μοντέλο δημιουργίας της γνώσης με γνώμονα τη βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Βέλτσος, Γ. (1985) Μετα-Μαρξιστική κοινωνιολογία, κοινωνιολογία της διαφωράς.
https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/ekke/article/view/7387 (31/3/2020)
Bodner, G. M. (1986) Constructivism: A theory of knowledge. Journal of Chemical Education, Vol. 63, pp. 873-878.
Bryman, A. (2004) Social research methods. Oxford: Oxford University Press.
Cohen, L., Manion, L. and Morrison, K. (2000) Research methods in education. London: RoutledgeFalmer.
Colliver, J. A. (2002) Constructivism: the view of knowledge that ended philosophy or a theory of learning and instruction. Teaching and Learning in Medicine, Vol. 14. No. 1, pp. 40-51.
Dewey, J. (1933) How We Think, New York: D. C. Heath. Classic and highly influential discussion of thinking.
Konstantinides-Vladimirou, K. (2018) The butterfly moderator model: a research informed analysis of Cypriot secondary school teachers’ ‘needs motivators’. International Journal of Multidisciplinary Comparative Studies, Vol. 5, Nos. 1-3, pp. 51-77.
http://www.ijmcs-journal.org/wp-content/uploads/2018/12/KATERINA-KONSTANTINIDES-VLADIMIROU-1.pdf
Κωνσταντινίδη-Βλαδιμήρου, Κ. (2016) Αντιδημοκρατική ηγεσία: καταπέλτης του κοινωνιολογικού κατασκευάσματος … Δημοκρατία: καταλύτης ενδυνάμωσης της κοινότητας μάθησης. Επιστημονικό Δίκτυο Εκπαίδευσης Ενηλίκων (ΕΔΕΕΚ), Τεύχος 22.
http://cretaadulteduc.gr/blog/?p=1150
Nonaka, I, Toyama, R. and Konno, N. (2000) SECI, Ba and Leadership: a
Uni®ed Model of Dynamic Knowledge Creation, Long Range Planning, Vol. 33, pp. 5-34, Pergamon.
Pring, R. (2000) Philosophy of educational research. London: Continuum.
Senge, P. (2006) The fifth discipline: the art & practice of the learning organisation. London: Random House.
Στασίνος, Δ. Π. (2015) Η ψυχολογία του λόγου και της γλώσσας. Αθήνα: Gutenmberg.
Wellington, J. (2000) Educational research: contemporary issues and practical approaches. London: Continuum.
*Διευθύντρια Γυμνασίου Επισκοπής
Polis Aniftos:
Apr 05, 2020 at 03:05 PM
Μια μικρή παρατήρηση: οπως πολυ σωστα αναφερεται στο κειμενο "τα μαθησιακα αποτελεσματα αφορουν σε γνωσεις, συμπεριφορεςκλπ" δεν ειναι δηλαδη οι ιδιες οι γνωσεις, συμπεριφορες, στασεις, δεξιοτητες κλπ τα μαθησιακα αποτελεσματα αλλα μαλλον η τροποποιηση αυτων ειναι τα παρατηρησιμα μαθησιακα αποτελεσματα. Συνεπως στο σχημα 1. Θα επρεπε να αναφερεται "ενδυναμωση γνωσεων", "βελτιωση συμλεριφορων", "αναγωγη στασεων" , κλπ.