Με αφορμή τα σατιρικά σκίτσα του Γαλλικού περιοδικού «Charlie Hebdo»


ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ*

Η ελευθερία της άποψης και βεβαίως της έκφρασης αποτελεί υπέρτατο αγαθό. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο καθένας, ως άτομο ή ως μέλος μιας ομάδας που υπηρετεί ένα σκοπό, έχει κάθε δικαίωμα να εκφράζεται στην καθημερινότητά του, διά ζώσης, γραπτώς, μέσω της μουσικής ή της τέχνης και γενικότερα με κάθε μέσο έκφρασης. Αυτό άλλωστε αποτελεί κεκτημένο που αποκτήθηκε με θυσίες και αγώνες πολλών ανθρώπων και δεν μπορεί να αναιρεθεί.

Όμως, όπως σε κάθε ζήτημα, έτσι και στο ζήτημα της έκφρασης υπάρχει και η άλλη όψη. Στο ερώτημα, αν πρέπει να υπάρχουν όρια στην έκφραση, με περισσή ευκολία πολλοί απαντούν με ένα απόλυτο όχι, προβάλλοντας ως επιχείρημα το χιλιοειπωμένο «είναι αναφαίρετο το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης».

Μόνο που, αν η έκφραση αυτή φτάσει στην υπερβολή ή ακόμα περισσότερο στην προσβολή, μπορεί να προκαλέσει αντίδραση, πολλές φορές μάλιστα ακραία και βίαιη. Αυτό συνέβη στην περίπτωση των σατιρικών σκίτσων του Μωάμεθ από το Γαλλικό περιοδικό «Charlie Hebdo». Το περιοδικό σατιρίζει εδώ και χρόνια, ανελέητα θα μπορούσα να χαρακτηρίσω, τον Μωάμεθ, ένα «ευαίσθητο πρόσωπο», τον προφήτη για δισεκατομμύρια μουσουλμάνων στο θρήσκευμα. Ασφαλώς δε θα δικαιολογήσω την τρομοκρατική επίθεση στα γραφεία του περιοδικού το 2015, με το τραγικό αποτέλεσμα των δώδεκα νεκρών, ούτε και τα πρόσφατα γεγονότα με τη βίαιη αντίδραση που είχε ως αποτέλεσμα τους αποκεφαλισμούς αθώων ανθρώπων από τον μακελάρη φανατικό μουσουλμάνο. Πώς θα μπορούσα άλλωστε;  Αυτές οι πράξεις, μόνο απέχθεια προκαλούν σε κάθε λογικό, νουνεχή και υγιή ψυχικά άνθρωπο.

Όμως, όσο έντονα και ξεκάθαρα θα πρέπει να καταδικάσουμε αυτές τις βάρβαρες πράξεις, άλλο τόσο επιτακτικά πρέπει κατά την άποψή μου να μπούμε σε ένα διάλογο ως κοινωνία, για να θέσουμε κοινά αποδεκτά όρια για το ζήτημα της έκφρασης σε ευαίσθητα ζητήματα. Ζητήματα που μπορούν να προκαλέσουν τη μήνη συνανθρώπων μας. Και αφού διάγουμε την εποχή της παγκοσμιοποίησης και της άμεσης διάχυσης των πληροφοριών, η συζήτηση αυτή θα πρέπει να γίνεται με αναφορά, όχι μόνο στην τοπική κοινωνία μας, αλλά τις κοινωνίες ευρύτερα, οποίες μάλιστα διαθέτουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, αισθητήρια και κουλτούρα.

Στις διάφορες εκφάνσεις της ζωής μας, δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι υπάρχουν καθιερωμένα και παγιωμένα όρια. Στα σχολεία θέτουμε όρια στους μαθητές μας, οι εκπαιδευτικοί υπόκεινται σε περιορισμούς βάσει κανονισμών, το ίδιο ισχύει για τους κατέχοντες αξιώματα, όχι μόνο στον τόπο μας, αλλά σε όλες τις χώρες. Όρια που καθορίζονται από νόμους και κανονισμούς αλλά σε πολλές περιπτώσεις από κανόνες ηθικής. Για παράδειγμα σεβόμαστε τον συνάνθρωπό μας και δεν προχωρούμε σε πράξεις που μπορούν να τον ενοχλήσουν, ακόμα και αν αυτές δεν είναι παράνομες. Δεν τον προκαλούμε, αναφερόμενοι σε ένα πρόσωπο που αγαπά ή εκτιμά, στην πίστη του, αν πιστεύει, γιατί αυτό μπορεί να τον στεναχωρήσει, θίξει ή θυμώσει.

Έτσι, ο αλληλοσεβασμός δεν είναι απλά μια έννοια, αλλά είναι μια σπουδαία αρετή, γιατί όπου τηρείται διασφαλίζει την ειρηνική και αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων, ανάμεσα στα μέλη μιας σχολικής κοινότητας, μιας πόλης, μιας χώρας και ακόμα ανάμεσα σε ανθρώπους από διαφορετικές χώρες αλλά και διαφορετικές θρησκείες.

Πολλές φορές δεν είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τις ευαισθησίες που επιδεικνύουν κάποιοι άνθρωποι ή ομάδες ανθρώπων για κάποια ζητήματα, γιατί δεν διαθέτουμε τη δεξιότητα της ενσυναίσθησης και ίσως επειδή δεν γαλουχηθήκαμε με τα ίδια ιδανικά και αξίες. Και πάλι όμως, σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσαμε απλά να αποφύγουμε τις προκλήσεις. Αυτό και μόνο θα έφτανε για τη διασφάλιση της ομαλής συνύπαρξης. Θα λειτουργούσαμε με αυτό τον τρόπο ενάντια στη ρητορική μίσους και διχόνοιας, προωθώντας και  καλλιεργώντας τη ρητορική του αλληλοσεβασμού και της αποδοχής, ιδιαίτερα έναντι της διαφορετικότητας.

Μιλώντας για τη διαφορετικότητα, θα πρέπει να τονίσουμε ότι αυτή δεν αναφέρεται μόνο στα θέματα πίστης και θρησκείας, αλλά επίσης στις σεξουαλικές προτιμήσεις, στο φύλο του ατόμου, στις πολιτικές πεποιθήσεις και πολλά άλλα.

Με αφορμή τα πρόσφατα γεγονότα, με τα έργα τέχνης Κύπριου εκπαιδευτικού, που περιείχαν πολιτικές και θρησκευτικές «πινελιές»,  γεννιέται εύλογα το ερώτημα κατά πόσο αυτά ακολουθούν την αρχή της ρητορικής αλληλοσεβασμού και αποδοχής. Η απάντηση είναι για μένα απλή και ξεκάθαρα αρνητική. Από τη στιγμή που τα έργα προκάλεσαν τόσες πολλές αντιδράσεις, δεν μπορούμε να μιλούμε για ρητορική αλληλοσεβασμού, ούτε ενσυναίσθησης, αλλά το λιγότερο για ρητορική πρόκλησης.

Ζούμε σε μια πιο ανεκτική και πιο ώριμη κοινωνία, αν συγκριθούμε με κοινωνίες κάποιων άλλων χωρών ή με την κοινωνία του τόπου μας όπως ήταν διαμορφωμένη πολλά χρόνια παλαιότερα. Και βέβαια, δεν αναμένουμε να δούμε σήμερα ακραίες πράξεις από φανατικά στοιχεία ως αντίδραση σε κάποια έργα τέχνης σαν αυτά στα οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω. Από την άλλη, αυτό δε σημαίνει ότι επιλέγουμε τον δρόμο της πρόκλησης, με εκδηλώσεις και πράξεις που θίγουν συνανθρώπους μας, έστω και αν αυτές καλύπτονται από τον μανδύα της τέχνης. Κατανοούμε και σεβόμαστε κάθε άνθρωπο που νιώθει ότι θίγονται θεμελιώδεις αξίες του, το θρησκευτικό συναίσθημα του, η ιδεολογία του (όποια κι αν είναι αυτή), ένα πρόσωπο που για εκείνον είναι σεβάσμιο και όχι απλά δεν τον προκαλούμε, αλλά αντίθετα λειτουργούμε προστατευτικά για αυτόν.

Παραθέτω αυτές τις απλές σκέψεις και ανησυχίες μου, ως ελάχιστη συμβολή στην καλλιέργεια κλίματος αλληλοσεβασμού και ενσυναίσθησης, τα οποία έχουμε τόσο πολύ  ανάγκη στην κοινωνία μας, θεωρώντας ότι η ελευθερία της έκφρασης οποιουδήποτε ανθρώπου, σταματά στο σημείο που θίγονται αξίες και ευαισθησίες συνανθρώπων του.

*Εκπαιδευτικός




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










1043