Τη γλώσσα μου έδωσαν… αρχαία ελληνική


ΤΗΣ ΔΑΝΑΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ*

Είναι πολλοί οι τύποι και οι λέξεις της αρχαίας ελληνικής και γενικότερα των παλαιοτέρων μορφών της γλώσσας μας που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα. Κάποιοι τέτοιοι τύποι εντάσσονται στο κλιτικό σύστημα της νεοελληνικής και χρησιμοποιούνται χωρίς προβλήματα. Κάποιοι άλλοι, πάλι, είναι αδύνατον να υπακούσουν στους κανόνες της δημοτικής. Αυτούς τους τύπους είναι καλύτερα να τους μεταχειριζόμαστε με βάση τους αρχαϊκούς κανόνες, παρά να επιμένουμε να τους προσαρμόζουμε στη νεοελληνική, γιατί προσπαθώντας να το επιτύχουμε κακομεταχειριζόμαστε, χωρίς ίσως να το αντιλαμβανόμαστε, τόσο την αρχαία όσο και τη νεοελληνική γλώσσα.    

Η χρονική αύξηση είναι γνώρισμα της αρχαίας, επιβιώνει όμως κάλλιστα και στις μέρες μας στις περιπτώσεις που η συλλαβή αυτή τονίζεται. Έτσι, λέμε: παίζω- έπαιζα- έπαιξα, αλλά στον πληθυντικό: παίζουμε- παίζαμε- παίξαμε, χωρίς το ε- μιας και αυτό δεν τονίζεται. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί και η εσωτερική αύξηση, η αύξηση, δηλαδή, στο εσωτερικό μίας σύνθετης λέξης: υπογράφω- υπέγραψα, αλλά: υπογράφουμε- υπογράψαμε. Συνιστά «βιασμό» του γλωσσικού μας αισθητηρίου η χρήση των εξής τύπων που ακούμε ενίοτε, γι’ αυτό και πρέπει να αποφεύγονται: έκφρασε την άποψή του, αντί: εξέφρασε…, έγκρινε την αίτηση, αντί: ενέκρινε… Εννοείται, βέβαια, ότι στο α’ και β’ πρόσωπο πληθυντικού θα πούμε: εκφράσαμε και εγκρίναμε, χωρίς αύξηση, αφού αυτή δεν τονίζεται.   

Ο αναδιπλασιασμός, η συλλαβή, δηλαδή, που προσετίθετο στην αρχή του ρήματος στον παρακείμενο, δεν υπάρχει στη νεοελληνική στη μετοχή παθητικού παρακειμένου. Λέμε: λυμένος (αντί του αρχαίου λελυμένος), γραμμένος (αντί γεγραμμένος) κτλ. Από την άλλη, όμως, υπάρχουν πολλές τέτοιες μετοχές που επιβίωσαν ως είχαν μέχρι σήμερα και που τις χρησιμοποιούμε καθημερινώς χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε ή να μας ξενίζουν. Λέμε: εγκεκριμένος (και όχι εγκριμένος), προκατειλημμένος και επανειλημμένος, επιτετραμμένος, μεμονωμένος, εκτεταμένος κτλ.

Προβλήματα παρουσιάζονται και με κάποια επίθετα. Τα επίθετα συνήθως διατηρούν σε όλες τις πτώσεις τους τον τόνο στη συλλαβή που τον έχει η ονομαστική, σε αντίθεση με τα ουσιαστικά, που τον κατεβάζουν στη γενική ή /και στην αιτιατική. Έτσι, λέμε: ο αντίπαλος αθλητής, του αντίπαλου αθλητή, των αντίπαλων αθλητών, τους αντίπαλους αθλητές, αλλά ως ουσιαστικό: με τη συμπεριφορά του ευνόησε την πλευρά του αντιπάλου, των αντιπάλων κτλ. Υπάρχουν, παρ’ όλα αυτά, κάποια επίθετα λόγια ή της αρχαίας, στα οποία δεν μπορεί να ισχύσει το ίδιο. Π.χ.: ο μείζων αριθμός, στη γενική πρέπει να πούμε: των μειζόνων αριθμών και όχι: των μείζονων. Το ίδιο και: ο σώφρων άνθρωπος, αλλά στη γενική: των σωφρόνων ανθρώπων. Ως προς τον σχηματισμό τους, λέμε στο θηλυκό: η μείζων περιφέρεια, της μείζονος περιφέρειας, τη μείζονα περιφέρεια. Δεν είναι ορθό, βάσει της αιτιατικής (τη μείζονα), να φτιάξουμε ονομαστική: η μείζονα, της μείζονας και η σώφρονα, της σώφρονας κτλ. Αν το γλωσσικό μας κριτήριο δεν ανέχεται την αρχαιοπρεπή κλίση των επιθέτων αυτών, ας μην τα χρησιμοποιήσουμε και ας προτιμήσουμε ένα κατά το δυνατόν συνώνυμό τους, παρά να συμπεριφερθούμε με «ασέβεια» στην κλίση τους. Κάποια από τα επίθετα αυτά, επειδή εξελίχθηκαν σε ουσιαστικά, προσαρμόστηκαν εύκολα στη νεοελληνική, όπως: ο επιστήμων, που έγινε: επιστήμονας, ο ειδήμων, που έγινε: ειδήμονας κτλ. Το ίδιο εύκολα προσαρμόστηκαν και κάποια ουσιαστικά σε -ών: αγών-αγώνας, χειμών-χειμώνας, ηγεμών-ηγεμόνας κτλ.    

Γενικώς, ας μην τρομάζουμε με τη σκέψη της χρήσης τύπων της αρχαίας ή της λόγιας γλώσσας στο πλαίσιο της δημοτικής, γιατί, όσο και αν θέλουμε δεν μπορούμε να απαλλαγούμε εντελώς από αυτούς. Η γλώσσα μας είναι μία και ενιαία από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και είναι απολύτως φυσιολογικό το ότι πολλά στοιχεία όχι μόνο επιβιώνουν από παλιά αλλά αποτελούν και αναπόσπαστο στοιχείο της νέας ελληνικής. Έτσι, σήμερα λέμε: νερό, αλλά παράλληλα λέμε (από το αρχαιοελληνικό ύδωρ): υδραγωγείο, υδάτινος κτλ. Λέμε: χέρι, αλλά εξακολουθούμε να χρησιμοποιούμε και την αρχαία μορφή της λέξης (η χείρ): χειρόγραφο, χειροσφαίριση, χειρουργός κτλ. Λέμε: αυτί, αλλά: ωτοασπίδες. Τέλος, λέμε: πουλώ αλλά και: βιβλιοπωλείο κτλ.    

*Φιλόλογος Β.Δ., Σύμβουλος Φιλολογικών Μαθημάτων στο ΥΠΠΑΝ, Μ.Α. στην Κλασική Φιλολογία 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










1306