Ακόμα, πού είσαι


ΤΗΣ ΡΕΒΕΚΚΑΣ ΣΙΕΚΚΕΡΗ*  

Σε μιαν άλλη ζωή πίστευα στους ποιητές. Πίστευα στους αγώνες μικρούς και μεγάλους. Πίστευα διάφορα. Τώρα κάνω μια μεγαλοπρεπή μούντζα στον εαυτό μου αν και ένα σαράκι πάντα μέσα μου με τρώει, καθώς μέσα μου χρησιμοποιώ μια μεγαλοπρεπή φράση πολύ δημοφιλή στον ευρύτερο Ελληνισμό: Mα τι. Που είμαστε βρε παιδί μου σαν λαός. Και ύστερα κυρτώνω τους ήδη κυρτωμένους ώμους μου και συνεχίζω την ίδια πορεία;

Eιλικρινά, βρε παιδιά, δεν ξέρω τι να πω. Έχω σταματήσει κάθε μικρό και μεγάλο αγώνα, μια απέραντη θλίψη με πλακώνει, ειδικά αν δω δυο τρία δελτία ειδήσεων απανωτά. Πόσο βλάκες είμαστε πια σε αυτή τη λουρίδα γης; Κοιτάζω τα παιδιά μου και τα ενθαρρύνω να φύγουν από αυτό τον τόπο που νιώθω να με πνίγει. Ανοίγεις το πρωί το παράθυρο και δεν βλέπεις πια ουρανό. Παντού σκόνη, σκόνη στο τραπέζι της βεράντας, σκόνη στην ίδια την βεράντα, σκόνη στα παπούτσια μας και σκόνη στην ήδη σκονισμένη γη μας. Mια σκόνη που κρύβει τα πάντα, αλλά ταυτόχρονα τονίζει τα αδιέξοδα γύρω μας, δίπλα μας και μέσα μας.

Οι κυρτωμένοι ώμοι μας βαραίνουν ακόμα περισσότερο από τα βαρίδια που δημιούργησαν άλλοι για μας. Μια λουρίδα γης μας έμεινε και ένα όραμα μιας πόλης που τη λένε Κερύνεια και μιας άλλης πόλης που τη λένε Αμμόχωστο. Ο αντικατοχικός μας αγώνας έχει περιοριστεί στο να φέρνουμε ταμπέλες με το όνομα «Αμμόχωστος», για να διακοσμούν τους τοίχους των σχολείων και μάλιστα να γίνεται λάθος και να γράφεται «ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ»  και να γυρεύουμε ποιος γάτος, ναι, γάτος έφαγε το σίγμα για να βλέπουμε σε λίγο να ξηλώνεται η ταμπέλα και φτου ξανά από την αρχή για να προστεθεί και το «Σ». Αυτοί είναι οι μεγαλεπήβολοι αγώνες μας, αλλά τον καιρό που τους φέρναμε εδώ πέρα, δεν κατεβάσαμε τα δυο κουκούτσια νου μας και να μετροφυλλήσουμε την ιστορία που τόσο περηφανευόμαστε και δικαίως πως έχουμε, για να δούμε με τι είδους αγώνες φεύγουν αυτοί από τις πατρίδες μας, όχι δεν σκεφτήκαμε μπροστά. Μόνο στιγμιαία, μα μια στιγμή ήταν αρκετή για τους καιροφυλαχτούντες γύπες που μυρίστηκαν ψοφίμι να τρέξουν. ‘Οχι δεν τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας. Εμείς τους φέραμε.

Και μετά τα δάκρυα και τον πόνο και το χρήμα που έπεσε για να ξεχαστούμε και να ξεχάσουμε θα έλεγε κανείς πως κάπου βαθιά μέσα μας θα χρησιμοποιούσαμε αυτή την επίπλαστη ευμάρεια μας για να φυλάξουμε «φασούλι φασούλι να γεμίσει το σακούλι» για μια ώρα δύσκολη. Φευ και πάλι φευ. Προχωρήσαμε οι καπεταναίοι παρακάτω και πήραμε τα δοτά χρυσά κουτάλια και αρχίσαμε το φαγοπότι. Λάβετε φάγετε. Χρυσές εποχές της βιντεοκασέτας και των μακρινών ταξιδιών και των weekend στα λουσάτα ξενοδοχεία, των μερσεντές, των εργολάβων και του τουρισμού με τις χρυσές κότες με τα χρυσά αυγά που τώρα εξαφανίστηκαν. Θέλαμε όμως να ξυπνήσουμε τον έμπορο της Βενετίας μέσα μας και να φάμε ο ένας από τις σάρκες του άλλου, να το παίξουμε οι λίγοι πολιτικάντηδες και οι άλλοι θιασώτες των πρώτων και να πάμε παρακάτω. Μα αν στο ομώνυμο θεατρικό η δικαιοσύνη έρχεται μέσω της Πόρσιας στο καημένο κυπριακό τοπίο η δικαιοσύνη δεν ήρθε ποτέ. Τρελά φαγοπότια όταν πουλούσαν οι μισοί αέρα κοπανιστό και οι άλλοι έτρεχαν να βρουν χρήματα μπας και χάσουν τις μετοχές του αέρα του κοπανιστού και χάσουν την ευκαιρία να πλουτίσουν. Θα έλεγε κανείς πως τότε θα υπήρχε κάποιου είδους τιμωρία, κάτι να επιφέρει την κάθαρση τελοσπάντων.

Φευ και από τότε πορευτήκαμε σαν κάτι μανιακούς τρελούς με τάσεις αυτοκτονίας που ενώ έχουν εκ γενετής φοβία με τα roller coaster δεν λένε να κατέβουν από αυτά. Ακολούθησαν οι εποχές που αν δεν ήσουν μέλος κόμματος δεν ήσουν in και αν δεν ήξερες τον κουμπάρο του κουμπάρου να σου κανονίσει το γιο του ξαδέλφου του ξαδέλφου σου σε δουλειά  «δουλειές του χαιρκού» δεν γινότανε. Απανωτές παγκόσμιες οικονομικές κρίσεις εμάς δεν μας αγγίζανε. Κόντευαν το νησί της ελιάς οι κρίσεις και έκοβαν καντούνι καθώς τα όνειρα μας με την ένταξη μας κιόλας στην Ευρωπαϊκή οικογένεια έπαιρναν σάρκα και οστά και «ο Θκειός μου ο Χαμπής» στον Άγιο Θεόδωρο χαιρότανε που ξερίζωνε τα αμπέλια του και έπαιρνε πολλά λεφτά μονομιάς για χάρη της «θκειας μας της Ευρώπης» που έχει κάνει σπορ της να μας φτύνει νυχθημερόν. Ο νους μας δεν έκοβε να καταλάβουμε ότι τόπος που δεν παράγει μέλλον δεν έχει και πως σταματώντας την ανάπτυξη της δικιάς μας γεωργίας κάναμε τόπο στην ανάπτυξη των άλλων οικονομιών και έτσι φτάσαμε να εισάγουμε τα πάντα και να εξάγουμε ελάχιστα. Μπράβο μας και τώρα «ο Θκειός μας ο Χαμπής κάθεται αθκιασερός» στον καφενέ και μετρά τα κουκιά του από τη σύνταξη πείνας που του δίνει η μπανανία μας και δεν βγαίνει κάθε μήνα. «Ο Θεός πιον», τι να πούμε εμείς που μετά που τινάξαμε όλες τις μπάνκες στον αέρα κυριολεκτικά για να συνεχίζουμε να ταΐζουμε τα εγχώρια όρνεα με την ψήφο μας και την παλαβοσύνη μας αγνοούμε τα εκτός Κύπρου όρνεα. Μετά τρώγανε, τρώγανε και τρώγαμε και εμείς το κάτι τι μας και όλα καλά και χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουμε φαλιρίσαμε λέει, πιάσαμε πάτο και τότε κάτσαμε στον μπαρμπέρη σαν καλά αρνιά, σόρυ, παιδιά που είμαστε και κουρευτήκαμε. Και «η θκειά μας η Ευρώπη χαριεζιντοτανε» και έλεγε «με τις υγείες σας», εμείς συνεχίσαμε τον αγώνα μας σαν τη σιωπή των αμνών ένα πράμα. Μετά το κούρεμα, άρχισαν οι περικοπές και αντί να τρίξουν οι καρέκλες των ορνέων, άρχισαν οι χοροί των κόκκινων δανείων και του ξεπουλήματος των πάντων. Μάθαμε; Αμ δε σιγά που μάθαμε τώρα που πάθαμε. Ατού ο Γαβρίλης, εκεί στο Γιάννης κερνά, Γιάννης πίνει. Εκεί να τους ψηφίζουμε με σημαία μας το σύνδρομο της Στοκχόλμης και την περίπτωση μας να είναι case study για φοιτητές διδακτορικών. Θα έλεγες δεν μπορεί μετά από τόσα και τόσα φαγοπότια των όρνεων και μετά από τόση ατιμωρησία θα λάβουν γνώση οι φυλακές. Μπα, μύγα που μας τσίμπησε.

Και τώρα στο δια ταύτα. Να μπαίνουμε στο βενζινάδικο και να κάνουμε τον σταυρό μας 2 φορές και να δίνουμε την κάρτα μας και με χαμηλωμένο το βλέμμα να λέμε στον άνθρωπο εκεί «βάλε 20 ευρώ» και τα χτεσινά είκοσι ευρώ να είναι σήμερα 15 και αύριο 12 και μεθαύριο μηδέν. Με το domino effect να κρέμεται σαν δαμόκλειος σπάθη από πάνω μας. Και ο βενζινάς αμήχανα να λέει την ατάκα του 2022, ατάκα μετά το κόβιτ, τον πόλεμο στην Ουκρανία και τα απανωτά ηλεκτροσόκ που έπαθε η θκεια μας η Ευρώπη «ακόμα που είσαι». Με ύφος βαρύγδουπο και σοβαρό σαν γιατρού που ανακοινώνει στον ετοιμοθάνατο πως πάει μετρημένες είναι οι μέρες του. Και να κοιτάζουμε την ταμπέλα πάνω εκεί ψηλά «1.51.9» και άντε με το καλό, με ένα πόνο να φτάσουμε το δίευρο. Άσε μεγάλες στιγμές ζούμε και μέσα μας το έχουμε και καμάρι και ψιλοκορδώνουμε που από βλάκες έχουμε γίνει αρχιβλάκες. Μωρέ μπράβο μας. Προχτές έβλεπα τον πρόεδρο του συνδέσμου καταναλωτών να δίνει συμβουλές για τους άμοιρους τους καταναλωτές για αντιμετώπιση της ακρίβειας. Η συμβουλή ήταν βασικά μία. Να αρχίσουμε όλοι ένα κυνήγι στα σουπερμάρκετ και να ψωνίζουμε από τα πιο φτηνά και να τιμωρούμε τους κακούς ακριβούς. Μπράβο, σούπερ συμβουλή. Μας έφεξε και στο σουπερμάρκετ να δίνεις 18 ευρώ για πράγματα που έπαιρνες πριν για 8 ευρώ και όταν το σχολιάζεις η κοπελιά στο ταμείο να απαντά με στεντόρειο ύφος «ακόμα, πού είσαι». Μια Κασσάνδρα και μια Πυθία μάντης κακών εκεί στο ταμείο του σουπερμάρκετ να μας προειδοποιεί.  

Χρησιμοποιώντας την ατάκα του 2022. Ακόμα που είσαι, κακορίζικε Κύπριε πολίτη που έτσι που πας σε βλέπω να γίνεσαι ξένος και στην λουρίδα της γης που σου έμεινε. Θα σου πουν τα γνωστά. Φταίει η κρίση, «η θκεια μας η Ευρώπη» δεν φταίει, φταίει ο πόλεμος στην Ουκρανία, η παγκοσμιοποίηση και ο κόβιτ. Όλοι οι άλλοι φταίνε, οι δικοί μας χαμπάρι. Αν δεν έτρωγαν με εκατό ατσάλινες μασέλες δεκαετίες τώρα, ίσως το φασούλι το φασούλι να ήταν χρήσιμο την δύσκολη την ώρα. Ίσως αν τιμωρούσαν ένα να φοβόντουσαν οι άλλοι πεντέξι και να μην συνέχιζαν ανενόχλητοι να κλέβουν. This is Cyprus. Πας να γράψεις ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ και σου βγαίνει ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ. Πας για μαλλί και βγαίνεις κουρεμένος. Πας για κρασί και πίνεις ξυδιές και είσαι ευτυχισμένος. Δώσε, λοιπόν, το εικοσάευρο σου που τώρα αξίζει δεκάευρο, κατάπιε ακόμα ένα κάμηλο και σκάσε. Πάντα να θυμάσαι την ατάκα της χρονιάς «Ακόμα, πού είσαι




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










999