ΤΗΣ ΕΛΕΝΑΣ ΧΑΤΖΗΓΕΡΟΥ*
Αναμφίβολα ο χώρος του σχολείου και τα ζητήματα εντός του, αποτελούν μια συνθήκη καθημερινών προκλήσεων. Ειδικά ο διευθυντής του σχολείου καλείται να διαχειριστεί μια ετερόκλητη ποικιλία θεμάτων που μόνο αν τη ζήσει κάποιος από πρώτο χέρι μπορεί να αντιληφθεί το μέγεθος, τον αριθμό και την πολυπλοκότητά τους. Θα έλεγα, ότι με όποιο όγκο γνώσης ή εμπειρίας αναλάβει ένας διευθυντής, οι προκλήσεις στη διαχείριση, την αντιμετώπιση και την ηγεσία ενός σχολείου μπορούν να βάλουν το άτομο κάτω από συνθήκες μεγάλης ικανοποίησης αλλά και εξαιρετικά μεγάλης πίεσης, κυρίως αν αυτές προέρχονται από κρίσιμα ζητήματα αμφιλεγόμενων θέσεων της οικογένειας, της κοινωνίας και της πολιτείας. Ως αποτέλεσμα, τόσο το σχολείο όσο και ο διευθυντής, θα βρεθούν στη δίνη μιας αντιπαραγωγικής αντιπαλότητας, ελλείψει αποφασιστικότητας, ουσιαστικού διαλόγου και κατάληξης.
Ένα από αυτά τα κρίσιμα ζητήματα τα οποία καλούμαστε να διαχειριστούμε στην εκπαίδευση, αφορά στην αντιμετώπιση της αποκλίνουσας συμπεριφοράς, εκκινώντας από το «αναπάντητο» ερώτημα για το τι θεωρείται παρέκκλιση στους σχολικούς κανονισμούς. Το ερώτημα αν και φαινομενικά απαντημένο από τον νομοθέτη, παραμένει αναπάντητο κατά την άποψή μου, διότι δεν υπάρχει κοινωνική συνοχή και συμφωνία ως προς το είδος, το περιεχόμενο και τον χαρακτηρισμό της παρέκκλισης. Στην εποχή που ζούμε, οι ασυμφωνίες αυτές είναι καίριες για την ουσιαστική και αποτελεσματική αντιμετώπιση της νεανικής/σχολικής παραβατικότητας. Τα παραδείγματα ασυμφωνίας είναι πολλά και διαχρονικά όπως, κατά πόσο είναι ορθός και αποδεχτός ο τρόπος με τον οποίο αποφάσισαν οι τελειόφοιτοι μαθητές να εκκινούν και να λήγουν το σχολικό έτος, να «γιορτάζουν» τις τελευταίες 100 μέρες του σχολείου, και όλοι μαζί τη «τσικνοπέμπτη», το τριήμερο στην Κακοπετριά, τις μέρες πριν το Πάσχα, η μαθητική εμφάνιση, η χρήση ουσιών εντός και εκτός σχολείου, η αυτοδιαχείριση σε θέματα απουσιών κ.ο.κ.
Μια μεγάλη μερίδα της κοινωνίας συμπεριλαμβανομένων και γονιών, πιθανόν να θεωρεί αθώες και ακίνδυνες αυτές τις συμπεριφορές που έχουν αναπτυχθεί και φυσιολογικοποιηθεί ως ένα αναπόφευκτο στάδιο της εφηβικής ωρίμανσης. Και εκεί είναι που τα πράγματα γίνονται επικίνδυνα έως τρομακτικά. Όταν δηλαδή η κοινωνία αποδέχεται ή αδυνατεί να διακρίνει μεταξύ της εφηβικής αντιδραστικότητας και του χουλιγκανισμού και όταν οι μαθητές θεωρούν ως μέρος των δικαιωμάτων τους τη κουκκουλοφορία, τη ρίψη κροτίδων, τη χρήση καπνογόνων, την παντελή ασέβεια προς το σχολείο και τα μέλη του, την έλλειψη ορίων και την άρνηση αποδοχής των συνεπειών που συνεπάγεται η συμπεριφορά τους. Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται σε ανησυχητικότερο βαθμό, από την άνευ όρων και προβληματισμό αποδοχή, υποστήριξη και ανοχή αυτών των συμπεριφορών από τους γονείς, τους θεσμούς και την ευρύτερη κοινωνία.
Απόδειξη αυτής της νέας τάξης πραγμάτων σε θέματα αγωγής και συμπεριφοράς είναι οι άπειρες παρεμβάσεις των γονιών προς πάσα δυνατή κατεύθυνση με στόχο την απαλλαγή των παιδιών τους από τη συνέπεια, η ασύγγνωστη υπερπροστασία που επιδεικνύουν, η αδυναμία να θέσουν όρια εντός και εκτός της οικογένειας και η απροθυμία να αποδεχτούν το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί στην παρεκκλίνουσα συμπεριφορά του παιδιού τους. Την ίδια στιγμή, η πολιτεία παρέχει άλλοθι στον κάθε γονιό με τη δική της αμφίρροπη και ασυνεπή στάση αφού σε αρκετές περιπτώσεις, παρουσιάζεται απρόθυμη να τηρήσει αυτά που προνόησε στη νομοθεσία ή στους σχολικούς κανονισμούς προσφέροντας εκούσια ή ακούσια, θεσμική κάλυψη στον όποιο παραβάτη μαθητή έχει οικογένεια με διασυνδέσεις. Οι δε θεσμοί παρουσιάζονται αιθεροβάμονες, αφού πολλές φορές τοποθετούνται έναντι των ζητημάτων επιφανειακά και απροβλημάτιστα, ανάλογα με το τι θεωρούν ως σύγχρονες και δημοφιλείς αντιλήψεις ανάμεσα στην ευκολόπιστη κοινωνία που άλλοτε συμπεριφέρεται ως οπαδικό κοινό σε γήπεδο και άλλοτε ως σκληρός κριτής εύκολων στόχων όπως τους εκπαιδευτικούς και τους διευθυντές των σχολείων.
Οι σημερινοί διευθυντές των σχολικών μονάδων, δεν καλούνται απλά να διαχειριστούν και να ηγηθούν της σχολικής κοινότητας, αλλά να ακροβατήσουν ανάμεσα σε νέες γκρίζες ζώνες μαθητικής συμπεριφοράς που δεν σχετίζονται με την παιδαγωγική επιστήμη, αλλά ούτε και ερμηνεύονται απλοϊκά και αυθαίρετα. Πιο πάνω αναφέρθηκα σε παραβατικές συμπεριφορές που πάνε να φυσιολογικοποιηθούν. Μια άλλη γκρίζα ζώνη, είναι η έννοια της ευπρεπούς εμφάνισης διότι διαρκώς μετασχηματίζεται κοινωνικά, ανθρωπολογικά και πολιτισμικά ενώ ο νομοθέτης καλεί το σχολείο να την καθορίσει τελεσίδικα για το σχολικό έτος. Η κοινωνία από την άλλη με τις θέσεις που προβάλλει και τις παρεμβάσεις της, δεν έχει αποδεχθεί τη θέση της πολιτείας ότι η σχολική κοινότητα αποφασίζει τι αποτελεί εμφανισιακή ευπρέπεια και τι όχι.
Εφόσον λοιπόν, βρισκόμαστε μπροστά από κομβικά ζητήματα ως προς την τρέχουσα αποδεχτή μαθησιακή συμπεριφορά και τον ρόλο του σχολείου στη διαχείρισή της, οφείλουμε όλοι, κοινωνία, θεσμοί, οικογένεια, σχολείο (μαθητές, εκπαιδευτικοί, διεύθυνση) να μπούμε σε ουσιαστικό διάλογο για το τι είναι τελικά αποδεχτό στον χώρο του σχολείου. Η πολιτεία καλείται να ανταποκριθεί στον ρόλο της ως αποφασιστικός ρυθμιστής αυτού του διαλόγου και να οδηγήσει το εκπαιδευτικό σύστημα σε ασφαλέστερο καθορισμό αποδεχτών και μη αποδεχτών κριτηρίων στη συμπεριφορά. Την ίδια στιγμή κανένας δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη του διαρκούς προβληματισμού και της ακοπίαστης προσπάθειας για παροχή κάθε δυνατής παιδαγωγικής στήριξης για την επιτυχία και την ευημερία του κάθε μαθητή. Η παρούσα συνθήκη με τους θεσμούς να στρουθοκαμηλίζουν μέσα στην αναποφασιστικότητά τους, απλά διευκολύνει την παραβατικότητα και απομακρύνει το σχολείο από την παιδεία που οραματιζόμαστε εξαντλώντας αντιπαραγωγικά τις διευθύνσεις των σχολείων.
*Διευθύντρια Σχολείου Μέσης Εκπαίδευσης