Οι γλωσσικές μας φαιδρότητες: «Νάμπου λαλείτε;»


ΤΗΣ ΔΑΝΑΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ*

Πριν από μερικές βδομάδες διαβάσαμε στον τίτλο ανακοίνωσης του ΤΕΠΑΚ «Εσύ νάμπου ξέρεις για τις διακρίσεις του φύλου; Κόπιασε να μάθεις τζι άλλα.» Η χρήση της κυπριακής διαλέκτου σε ανακοίνωση, και δη κρατικού Πανεπιστημίου, είναι πρωτοφανής και προβληματίζει.  

Στην Κύπρο ευθύς με τη γέννησή μας μαθαίνουμε τη διάλεκτό μας, ταυτόχρονα όμως, ειδικά με την έναρξη της σχολικής ζωής, μεγαλώνουμε αφομοιώνοντας εξίσου και την Κοινή Νεοελληνική. Το ίδιο συμβαίνει και στις υπόλοιπες περιοχές του Ελληνισμού που αποκλίνουν λίγο ή περισσότερο από την ποικιλία του εθνικού κέντρου (Κρήτη, Ήπειρος, Τσακωνιά κ.ά.). Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου, καθώς υπάρχουν πάμπολλες τοπικές διάλεκτοι, όλοι όμως οι ομιλητές γνωρίζουν εξίσου και την «πρότυπη» γλώσσα, την οποία μεταχειρίζονται προφορικά εκτός οικείου περιβάλλοντος και την οποία γράφουν. Σκεφτείτε τι θα συνέβαινε με την πλέον διαδεδομένη γλώσσα σήμερα, την Αγγλική, αν ξαφνικά ξεκινούσαν σε κάθε περιοχή όπου ομιλείται (Αγγλίας, ΗΠΑ, Αυστραλίας, Ινδίας κ.ά.) να εκφωνούν στα ΜΜΕ ή να γράφουν στην τοπική διάλεκτο και όχι στην ποικιλία που κι εμείς γνωρίζουμε ως «αγγλική γλώσσα». Θα προκαλoύνταν παγκοσμίως άνευ προηγουμένου ασυνεννοησία, με προφανείς συνέπειες.

Η κυπριακή διάλεκτος, λοιπόν, ως αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής γλώσσας δεν μπορεί να είναι γραπτή, παρά μόνο στο πλαίσιο της χρήσης της στη λογοτεχνία. Έχουμε θαυμάσια τέτοια δείγματα, για τα οποία είμαστε περήφανοι. Ακόμα όμως και αν αποφασίζαμε να γράψουμε στην κυπριακή, τι σχέση έχει η γνήσια κυπριακή διάλεκτος με το «νάμπου» της πιο πάνω ανακοίνωσης;

Συγκεκριμένα: Η λέξη «νάμπου» αποτελεί παραφθαρμένο τύπο (την αργκό;) του «ίντα είναι που», που συναντάται και σε άλλα μέρη του Ελληνισμού που γειτνιάζουν με την Κύπρο, π.χ. Κρήτη, Δωδεκάνησα (κατά τη γλωσσολογία, οι «διάλεκτοι του ίντα» αποτελούν ξεχωριστή ομάδα νεοελληνικών διαλέκτων). Στην προκειμένη περίπτωση όμως δεν χρησιμοποιήθηκε το «ίντα είναι που», ούτε το «ίντα ’μ’ που» ή το «’ντα ’μ’ που», που προέρχονται από αυτό, αλλά το «νάμπου», στο οποίο παραλείπονται κι άλλα γράμματα και τελικά ενώνονται τα απομεινάρια των τριών λέξεων σε μία! Δεν τηρείται, δηλαδή, καμία ορθογραφική σύμβαση, κάτι που πρέπει να γίνεται σε κάθε γλώσσα, προκειμένου να μην υπάρχει αυθαιρεσία και να επιτυγχάνεται συνεννόηση.

Ας υποθέσουμε όμως ότι τελικά επικρατεί ο τύπος «νάμπου». Πώς θα μπορούν οι χρήστες της γλώσσας έπειτα από 20 ή 30 χρόνια να αναγνωρίζουν την ετυμολογία της λέξης και ότι πρόκειται για Ελληνικά; Μήπως τελικά πίσω από την επιλογή της γραπτής απόδοσης της κυπριακής διαλέκτου, στόχος κάποιων είναι το να αποδομηθεί η σχέση της με την ελληνική γλώσσα; Διότι, αν πράγματι ισχύει αυτό, τότε θα περάσουν και στο επόμενο βήμα και θα υποστηρίξουν ότι, αφού η κυπριακή δεν έχει μεγάλη σχέση με τα Ελληνικά, δεν χρειάζεται να γράφεται ούτε με το ελληνικό αλφάβητο (βλ. τα greeklish σήμερα)! Και τότε, ουαί και αλλοίμονο. Υποψιαζόμαστε την κατάντια της Κύπρου, της οποίας η γλώσσα είναι εδώ και 3,5 χιλιάδες χρόνια η Ελληνική, και μάλιστα μία μορφή της που έχει πολύ στενότερη σχέση με την Αρχαία από ό,τι η Κοινή Νεοελληνική. Όλα αυτά δεν είναι σενάρια επιστημονικής φαντασίας, αλλά η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων αν καταστεί η κοινωνία μας, και κυρίως η νεολαία, έρμαιο επίβουλων σχεδίων. Όπως, πριν από 20 χρόνια, φαινόταν ως επιστημονική φαντασία η χρήση της διαλέκτου στον δημοσιογραφικό ή στον πολιτικό λόγο τόσο ευρέως όσο σήμερα.   

Η εντεινόμενη προώθηση, στις μέρες μας, της διαλέκτου -και μάλιστα μίας αλλοτριωμένης μορφής- τόσο στον προφορικό λόγο όσο, τελευταίως, και στον γραπτό, δεν είναι παρά μέρος ευρύτερου σχεδίου για αφελληνισμό της Κύπρου, που ξεκίνησε από τους Άγγλους αποικιοκράτες αρκετά πριν από τον αγώνα του 1955-59. Η πολιτική του «κυπριωτισμού» και της δημιουργίας «κυπριακής συνείδησης» αποτελεί συστηματική προπαγάνδα κατά της ελληνικότητας του λαού μας. Ο νεοκυπριακός αυτός εθνικισμός στοχεύει στην με κάθε τρόπο αποκοπή του Ελληνισμού της Κύπρου από τις ρίζες του και στην προσέγγιση με τους Τουρκοκυπρίους, προκειμένου να διευκολυνθεί η άνευ όρων παράδοσή μας. Είναι καιρός να ξυπνήσουμε από τον λήθαργο του βολέματος και να πάψουμε να καταστρέφουμε ό,τι δεν μας κατέστρεψαν τόσα χρόνια οι κατακτητές.    

*Φιλόλογος Β.Δ.Α’, Σύμβουλος Φιλολογικών Μαθημάτων στο ΥΠΑΝ, Μ.Α. στην Κλασική Φιλολογία – Αντιπρόεδρος Ινστιτούτου Ελληνικού Πολιτισμού




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










1342