«Ένα μπουκέτο με μυρτιές» Οι «άλλες» ιστορίες στη λογοτεχνία


ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ Α. ΜΙΤΛΕΤΤΟΝ*

Οι άνθρωποι ξεχνούν δεδομένα, θυμούνται όμως ιστορίες.

Joseph Campbell

    Διαβάζοντας ένα άρθρο για τις ιστορίες που «λέει» η λογοτεχνία, θυμήθηκα ένα παλιότερο, που είχα ξεχωρίσει και στο οποίο συχνά ανατρέχω. Το 2016, η συγγραφέας Αμάντα Μιχαλοπούλου έγραφε στο «Βήμα»: «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας Έλληνας, ένας Άγγλος, ένας Γερμανός και ένας Ισπανός. Αποφάσισαν να γράψουν μια ιστορία ο καθένας τους που να εξηγεί όσο καλύτερα γίνεται την ανθρώπινη κατάσταση. Ο Έλληνας είπε: Εγώ λέω να γράψω για έναν ήρωα που καραβοδέρνεται στον πόλεμο κι όταν επιστρέφει τελικά στο σπίτι του, κανείς δεν τον αναγνωρίζει. Ο Άγγλος είπε: Εγώ θα γράψω για έναν νεαρό αναποφάσιστο πρίγκιπα που αναρωτιέται αν αξίζει να ζει κανείς. Ο Ισπανός είπε: Εγώ θα γράψω για έναν μυθομανή αγρότη που πιστεύει πως είναι ιππότης και ξεκινάει με το κοκαλιάρικο άλογό του για μια σειρά εξωφρενικές περιπέτειες. Ο Γερμανός είπε: Εγώ θα γράψω για έναν νεαρό άντρα που ερωτεύεται παθιασμένα τη γυναίκα κάποιου άλλου και πεθαίνει τελικά από έρωτα.

Κάπως έτσι ο Όμηρος δημιούργησε το έπος, ο Σαίξπηρ το δράμα, ο Θερβάντες το μυθιστόρημα περιπλάνησης και ο Γκαίτε το υπέδαφος του ρομαντισμού. Θα μπορούσε να είναι ανέκδοτο, αλλά είναι η ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Και τι περίεργο, οι ήρωες πάνω στους οποίους πατάει κάθε μοντέρνα ή μεταμοντέρνα αφήγηση είναι στην πραγματικότητα βαθιά μοντέρνοι κι οι ίδιοι». Και συνεχίζει: «Η εκπαιδευτική διάσταση της λογοτεχνίας … είναι η ενσωμάτωση του Άλλου, με όλες του τις ιδιορρυθμίες και ιδιαιτερότητες, στο κοινωνικό σώμα. Η λογοτεχνία επιτυγχάνει μια διαπλάτυνση της εμπειρίας –πόσες περιπέτειες και γυρίσματα της μοίρας μπορείς να ζήσεις σε μια ζωή; Διαβάζοντας έχουμε στη διάθεσή μας μια πινακοθήκη παθημάτων και πειρασμών, ειδυλλίων, διαψεύσεων και θανάτων… Μαθαίνουμε από τις ζωές των άλλων. Μαθαίνουμε και από τις αντιδράσεις όσων παρακολουθούν τις ζωές των άλλων…»[1].

    Η συγγραφέας επισημαίνει στο άρθρο της, που απετέλεσε και τότε αφορμή για προβληματισμό, δύο σπουδαία πράγματα: Πρώτον ότι η ίδια η λογοτεχνία εκκινεί από την ανάγκη της αφήγησης ως αρχέγονη πράξη επικοινωνίας και την εμπεριέχει (την ανάγκη δηλαδή να λέμε και ν’ ακούμε ιστορίες) και δεύτερον ότι, μέσω των ιστοριών που «λέει», επιτυγχάνει την ταύτισή μας με τους άλλους και μέσω αυτής μας οδηγεί στον αυτοπροσδιορισμό. Μαθαίνουμε για τη ζωή μας μέσα από τις ζωές των άλλων. Τούτο δεν είναι κατ’ανάγκην διδακτικό, είναι όμως κάτι μαγικό, που ενοποιεί την ανθρωπότητα, την ανθρωπότητα που υποψιάζεται (αν δεν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε το ρήμα «κατανοεί») μέσα από τις ιστορίες την ανθρώπινη φύση και τη ζωή, τον εαυτό και τον άλλον, την ανθρωπότητα που συνεχίζει να γεννά σπειροειδώς άλλες τόσες ιστορίες, που εμπερικλείουν η μία την άλλη.

    Πέρα όμως από τις ιστορίες που αποτελούν τα ίδια τα λογοτεχνικά κείμενα ή που εμπεριέχονται σε αυτά (μικρότερες εγκιβωτισμένες αφηγήσεις) ή τις ιστορίες που συνομιλούν με τα κείμενα (άλλα κείμενα που συνεξετάζουμε) ή ακόμα τις ιστορίες που γεννά η επαφή με τα κείμενα, είναι κι άλλες αφηγήσεις που έχουν αξία. Είναι οι άλλες, οι παράλληλες ιστορίες, που αφορούν στις συνθήκες δημιουργίας ενός κειμένου, προϋποθέτουν κάποτε το κείμενο, αφορούν στον συγγραφέα, προϋποθέτουν κάποτε τον συγγραφέα, οι ιστορίες που αν τις ανακαλύψει κανείς, τότε ανοίγονται εμπρός του σαν βαθιά και προκλητικά ανεξερεύνητη θάλασσα. Αυτές είναι άλλοτε απρόθετα κι άλλοτε σκόπιμα σχόλια κι αφηγήσεις του συγγραφέα ή αφηγήσεις για τον συγγραφέα, τυχαία συμβάντα της ζωής του, που μοιάζουν παράλληλοι δρόμοι, μα διασταυρώνονται αθέατα με το κείμενο. Είναι κι αυτές οι ιστορίες, που συνδέουν το κείμενο με τον συγγραφέα, τον αναγνώστη με το κείμενο και τον αναγνώστη με τον συγγραφέα, ένα κύκλωμα ιστοριών που αλληλοτροφοδοτούνται με τον ίδιο τρόπο που συμβαίνει στο κυκλοφορικό μας σύστημα, είναι ό,τι δένει και συναποτελεί τη ζωή του δημιουργού, τις αφηγήσεις και τις ζωές μας σε ένα λογοτεχνικό σώμα.

    Τι προσφέρουν όμως αυτές οι άλλες ιστορίες στη δική μας διδασκαλία; Μπορούν πραγματικά να την εμπλουτίσουν; Χρειάζεται λ.χ. να γνωρίζουν οι μαθητές μας την έγγραφη πεισματική ομολογία του Γ. Βιζυηνού ότι θα γράψει την ιστορία που του εμπιστεύθηκε ο Μοσκώβ Σελήμ, παρά τον κίνδυνο να τον «ονειδίσωσι» οι φανατικοί της φυλής του για το γεγονός ότι «εξετίμησε» τον άνθρωπο στο πρόσωπο ενός «άσπονδου εχθρού»; Προσφέρει κάτι τούτο στην κατανόηση της οπτικής και της σχέσης του συγγραφέα-αφηγητή με τα γεγονότα και τον λογοτεχνικό του ήρωα ή ακόμα συμβάλλει στην κατανόηση του ήθους του λογοτεχνικού ήρωα η επανάληψη της φράσης του συγγραφέα  «μη σε μέλει»;[2] Με λίγα λόγια τι μας δίνει η ιστορία που υπονοείται στο σχόλιο του συγγραφέα για μια συνάντησή του με τον ήρωα, στο πλαίσιο της οποίας συζητήθηκε η πρόθεση του δημιουργού να γράψει το λογοτέχνημα και εκφράστηκαν φόβοι και ενδοιασμοί και από τις δύο πλευρές; Στην περίπτωση αυτή το σχόλιο του συγγραφέα είναι βοηθητικό, καθώς αποτελεί μια πρώτη ηθογράφηση και ψυχογράφηση τόσο του ιδίου όσο και του ήρωά του, ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτει τους σκοπούς του αλλά και εισάγει τον αναγνώστη-μελετητή στο θέμα του διχασμού, θέμα που θα τεθεί στο διήγημα.

Με τον ίδιο τρόπο βοηθούν φωτίζοντας το κείμενο «+13-12-43» οι άλλες αυτοβιογραφικές ιστορίες - πεζογραφήματα του Γ. Ιωάννου «Η χωματίλα» και «Η εγγραφή». Και τούτο γιατί μπορεί με αυτά να δώσει κανείς απαντήσεις σε απορίες που γεννά το διδακτέο κείμενο. Γιατί ο συγγραφέας-αφηγητής συνδέεται τόσο πολύ με την οικογένεια ενός δεκαεξάχρονου που εκτελέστηκε; Γιατί και ως τι πηγαίνει εκεί (εφόσον διαφοροποιείται από το μπουλούκι των εντόπιων τουριστών); Γιατί συγκλονίζεται; Γιατί προβαίνει σε αυτοκριτική; Γιατί επιθυμεί να ριζώσει σ’ εκείνο το μέρος ή και να πάει μαζί τους; Ο αναγνώστης λοιπόν μαθαίνει ότι ο Ιωάννου έχασε έναν αδελφό κοντά στην ηλικία του παιδιού που μαρτύρησε (συγκεκριμένα στις 25 Αυγούστου του 1964, επομένως η εικοσαετία μετά το ολοκαύτωμα ως χρόνος επισκέψεώς του στα Καλάβρυτα μπορεί να θεωρηθεί όχι ως μία ακριβής αλλά ως γενική χρονολογική σήμανση). Τον αδελφό του ο συγγραφέας τον είχε χάσει άδικα και έκτοτε θεωρούσε (κατά την εξομολογητική του γραφή) τον εαυτό του υπεύθυνο. Τριγυρνούσε στα νεκροταφεία, συνέπασχε με όσους είχαν χάσει δικούς τους και χρειάστηκε κάποτε να κάνει (και αυτός) εκταφή των οστών του. Και γιατί, θα μπορούσε να πει κανείς, χρειάζεται να πούμε αυτές τις ιστορίες; Είναι γιατί με αυτές τα νοήματα του κειμένου μεγαλώνουν, η συμπάθεια προς το πρόσωπο που κρύβεται πίσω από τη φωνή που μιλάει και προς τα άλλα λογοτεχνικά πρόσωπα επίσης μεγαλώνει, είναι εκείνη η συμπάθεια που μπορεί να οδηγήσει στην επιδιωκόμενη ταύτιση και το «να μάθουμε από τις ζωές των άλλων», είναι αυτή η συμπάθεια που, σπάζοντας το φράγμα του χρόνου, μπορεί να φέρει η λογοτεχνία.

    Πέρα λοιπόν από την αφήγηση ως ακουστικό βίωμα (με το προσωπικό μας ύφος και στίγμα) και την αφήγηση ως ιστορία που κείται-κείμενο (με τις εσωτερικές και τις εξωτερικές αφηγήσεις), δυναμική έχουν και οι άλλες ιστορίες, που συμβάλλουν στην κατανόηση του φορτίου των νοημάτων, των συνθηκών, των προσώπων και διευκολύνουν την ταύτιση που θέλουμε. Μόνο που κάποτε αυτές οι ιστορίες δεν λειτουργούν επικουρικά, για να μας βοηθήσουν να εννοήσουμε κάτι ακόμα, κάτι καλύτερα, αλλά συνδέονται οργανικά, ουσιαστικά, αξεδιάλυτα με την ιστορία που λέει το διδακτέο κείμενο. Και καθώς συνδέονται οργανικά κι αξεδιάλυτα, δεν μπορούν να θεωρούνται προαιρετικές προσθήκες, δεν μπορούν να παραλείπονται, όταν μιλάμε για ένα κείμενο, όταν το ξεκλειδώνουμε, όταν επιχειρούμε μια σοβαρή καταβύθιση σε αυτό. Μια τέτοια ιστορία είναι η αφήγηση του Οδυσσέα Ελύτη για το τι ήταν εκείνο που τον έκανε να γράψει το «Άξιον Εστί» και η εικόνα των φτωχών παιδιών της Ελλάδας σε αντίθεση με τα Ελβετόπαιδα με τις στολές με τα χρυσά κουμπιά, που τον οδήγησε να νιώσει την ανάγκη να γράψει ένα έργο με δεητικό χαρακτήρα για την άδικη μοίρα του Γένους[3]. Έτσι είναι που συλλαμβάνει κανείς το παράπονο και την υπερηφάνεια του δημιουργού και που προσπαθεί μετά ν’ ανιχνεύσει τα στοιχεία αυτά και ως ουσιώδη γνωρίσματα του δημουργήματος στο ίδιο το ποίημα. Χωρίς τέτοιες ιστορίες, που συνδέονται με τη δημιουργία και το κεντρικό νόημα ενός κειμένου, η οποιαδήποτε προσέγγιση είναι λειψή. Παρομοίως δεν μπορεί να παραλειφθεί και το σχόλιο του Αναγνωστάκη στο πρώτο τεύχος της Κριτικής, όπου o ποιητής προέβαινε σε σύγκριση της δικής του γενιάς με τη λεγόμενη γενιά του ’30, ένα σχόλιο που βοηθά να εννοήσουμε την ιστορική διαμόρφωση της απαισιοδοξίας ενός πνευματικού ανθρώπου, που κορυφώνεται την περίοδο της δικτατορίας.[4] Κι έτσι να καταλάβουμε και τη βαθύτερη αντιπαράθεση των γενεών στο «Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.» και τις αλήθειες που έχει να πει η γενιά του ποιητή, όχι μόνον ως βιολογική μα και ως λογοτεχνική γενιά.

    Οι άλλες ιστορίες, τα σχόλια, οι εξομολογήσεις των συγγραφέων και για τους συγγραφείς μπορεί να φαίνονται άσχετες παρεκβάσεις στο πουθενά ή άλλος ένας σκόπελος στη διεκπεραίωση της διαδικασίας της διδασκαλίας ελλείψει χρόνου, όμως αποτελούν σχεδόν πάντοτε πειστήριο ν’ ασχοληθεί κάποιος με ένα κείμενο και να ξεκινήσει να συλλαμβάνει τον ευρύ κόσμο μέσα στον οποίο περιέχεται και τον οποίον περιέχει, γι’ αυτό και είναι στο χέρι μας να τις διαλέξουμε και να τις αξιοποιήσουμε. Και δεν είναι ότι αυτές οι ιστορίες αλλάζουν πάντοτε θεαματικά την αντίληψή μας περί του λογοτεχνικού κειμένου. Είναι ότι στην εποχή μας, που οι ιστορίες «λέγονται» πια με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, ακόμα και τρόπους που παρακάμπτουν τον λόγο, αυτές, οι άλλες ιστορίες, οι άλλες αφηγήσεις, συντηρούν την αγνότητα ενός χρόνου όπου ο λόγος του δημιουργού είχε άλλη βαρύτητα. Έπειτα συντηρούν και ικανοποιούν και τη δική μας νοσταλγία όπως και την αρχέγονη δίψα του ανθρώπου ν’ ακούει παραμύθια και να διεισδύει σε παράλληλους κόσμους και στις ζωές των άλλων. Δίνουν λοιπόν τούτο που επεσήμανε η Αμάντα Μιχαλοπούλου το 2016, την ετερότητα ως δρόμο αυτοπροσδιορισμού, το «να μαθαίνουμε από τις ζωές των άλλων» κι αυτός είναι ένας σπουδαίος στόχος στη διδασκαλία της λογοτεχνίας.

    Ο κόσμος είναι άλλωστε πλασμένος από ιστορίες και η συνείδησή μας καμωμένη από τις αφηγήσεις τους. Ο κόσμος είναι ένα μπουκέτο με μυρτιές, κι ένα μπουκέτο με μυρτιές μπορεί απλά να συγκινήσει ή ακόμα και να ταρακουνήσει, να φέρει τα πάνω κάτω, όπως εκείνο της Ναταλίας Μελά, που είχε στείλει στον Οδυσσέα Ελύτη για να τον συγχαρεί για το βραβείο του κι όμως τον είχε φέρει σε δύσκολη θέση. Μια φαινομενικά άσχετη αφήγηση, μια άλλη ιστορία, ένα μπουκέτο λόγια καρδιάς για ένα ξανθωπό ποιητή, που του άρεσε η θάλασσα, τα άλογα και τα κορίτσια[5], μπορεί να μας κάνει ν’ αγαπήσουμε τους λογοτέχνες (στη διάστασή τους την ανθρώπινη) προτού αγαπήσουμε τη λογοτεχνία τους. Και είναι κι αυτό μια λειτουργία της «ταύτισης». Είναι κι αυτός ένας δρόμος προς τη λογοτεχνία.

Όπως και να ’χει, όλοι θα θέλαμε ένα μπουκέτο με ιστορίες κι ας ακούγεται τούτο υπερβολικό, ρομαντικό, παρωχημένο. Ιστορίες-μυρτιές σαν τα φορέματα των άλλων, αυτών που «είπαν» ή «λένε» την ιστορία της ύπαρξής μας με τα ιδιαίτερα συμβάντα, τα συναισθήματα, τις ιστορίες τους και εν τέλει τις ιστορίες μας.

Αφιερωμένο στη Γιούλια μου και σε όλους τους μαθητές μου.

Για το επιπλέον που διεκδικούν, για το επιπλέον που μου δίνουν

και μας κάνουν να θέλουμε να δίνουμε, για το επιπλέον που αξίζουν…          

Φιλόλογος

Λύκειο Αγίου Νεοφύτου


[1] Μιχαλοπούλου, Α., «Η λογοτεχνία και το νόημα της ζωής», «Το Βήμα», 30/09/2016

[2] «Φοβούμαι μήπως οι φανατικοί της ιδικής μου φυλής ονειδίσωσι ένα Έλληνα συγγραφέα, διότι δεν απέκρυψεν την αρετήν σου ή δεν υπεκατέστησεν εν τη αφηγήσει σου ένα χριστιανικόν ήρωα. Αλλά μη σε μέλει. Δεν θα αφαιρεθεί τι από την αξίαν σου, διότι ενεπιστεύθης εις εμέ τας περιπετείας της ζωής σου και δεν θα με τύψει ποτέ η συνείδησις, διότι, ως απλούς χρονογράφος, εξετίμησα εν σοι ουχί τον άσπονδον εχθρόν του Έθνους μου, αλλ' απλώς τον άνθρωπον. Δια τούτο μη σε μέλει, θα γράψω την ιστορίαν σου».

[3] «Έτσι γεννήθηκε το Άξιον Εστί», www.imerodromos.gr, 19/10/2021

[4] «…Μά ἡ γενηά ἡ δική μας, σήμερα, δέ βρίσκεται πιά στήν πρώτη αἰσιόδοξη καί γεμάτη εὐγενικές ὑποσχέσεις νεότητά της. Αὐτή μένει ἐγκαταλειμμένη κάπου ἐκεῖ, ἀνάμεσα στά σκοτεινά -ἀλλά πλήρη- κατοχικά χρόνια, ἀνάμεσα στίς πρῶτες ἐκρήξεις τῶν ψυχῶν καί τῶν βίαιων πολεμικῶν συγκρούσεων, καί τό διάστημα πού μᾶς χωρίζει, ὑπερβαίνει -φεῦ!- τήν δεκαπενταετία. Δέν εἴμαστε πιά νέοι, τά ‘‘σχεδόν παιδιά’’ πού ὑπήρξαμε ἄλλοτε, μέ μοναδικό ὁπλισμό τήν παρθενική ὅραση, τήν ξέχειλη δημιουργικότητα, τά μεγάλα ὄνειρα, τίς βίαιες εἰκονοκλαστικές ἀντιδράσεις. Ἔχει οὐσιαστικά πράγματα νά πεῖ ἡ γενηά μας. Οὐσιαστικότερα ἀπό κάθε ἄλλη προηγούμενη…»//

Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε

Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,

Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε.

Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες,

Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες.

Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα

οι ίδιοι στα παιδιά τους …

[5] «Ο Ελύτης που γνώρισα», Το Βήμα, 25/09/2011




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











2022