ΤΗΣ ΔΑΝΑΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ*
Δεν είμαι κριτικός θεάτρου, ανήκω όμως στο φιλοθέαμον κοινό που επιζητεί να επικοινωνεί στα θερινά αμφιθέατρα με μία από τις σπουδαιότερες εκφάνσεις του ελληνικού πολιτισμού, το αρχαίο θέατρο. Υπό αυτή την ιδιότητα θεωρώ ότι η παράσταση «Σφήκες» της Λένας Κιτσοπούλου, η οποία επιγράφεται ως «ελεύθερη διασκευή βασισμένη στο (ομώνυμο) έργο του Αριστοφάνη», είναι απαράδεκτη και εκφεύγει των ορίων της ελευθερίας που η τέχνη παρέχει. Συνυπολογίζοντας μάλιστα ότι το έργο, το οποίο παρακολούθησα πρόσφατα στην Ελλάδα, αποτελεί συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου και του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και, έτι χειρότερα, ότι προοριζόταν για το φεστιβάλ αρχαίου δράματος στον ιερό χώρο της Επιδαύρου, κρίνω τον χαρακτηρισμό μου ως επιεική.
Ενημερωτικά αναφέρουμε ότι ο Αριστοφάνης απέσπασε με τους «Σφήκες» δεύτερο βραβείο στα Λήναια το 422 π.Χ.. Στο έργο πρωταγωνιστεί ένα ζεύγος πατέρα και γιου και διακωμωδείται η μανία του δικαστή-πατέρα να δικάζει και να καταδικάζει ασταμάτητα. Ο γιος, που απέχει από την πολιτική ζωή, προσπαθεί με κάθε τρόπο να θεραπεύσει τον πατέρα του από το πάθος αυτό, κάτι που τους οδηγεί σε ατέρμονες συγκρούσεις. Στο τέλος, ενώ φαίνεται ότι επιβάλλεται ο γιος, η αυθαιρεσία του πατέρα θριαμβεύει οριστικά. Οι «σφήκες» στο έργο είναι οι γέροι Αθηναίοι δικαστές, ευερέθιστοι και επιθετικοί, πάντοτε έτοιμοι να κτυπήσουν με το κεντρί τους όποιον τους ενοχλήσει.
Η Κιτσοπούλου τηρεί προσχηματικά σε γενικές γραμμές τα πιο πάνω. Διατηρεί, επίσης, και κάποια από τα βασικά γνωρίσματα της αρχαίας κωμωδίας, που πηγάζουν από τη λαϊκή της προέλευση αλλά και από το δημοκρατικό περιβάλλον στο οποίο διαμορφώθηκε τον 5ο αι. π.Χ.: ονομαστί κωμωδείν, βωμολοχίες, σεξουαλικά υπονοούμενα κ.λπ.. Τίποτε όμως δεν αναιρεί την αίσθηση του θεατή, ότι το χιούμορ και η σκωπτική διάθεση δεν είναι ενταγμένα οργανικά ώστε να εξυπηρετούν το κείμενο, αλλά έχουν τη χυδαιότητα και την ανωμαλία ως αυτοσκοπό.
Συγκεκριμένα, παρακολουθούμε πίσω από τα προσχήματα την εκ θεμελίων αποσύνθεση των πάντων: Ένα κείμενο χωρίς αξιώσεις (γλωσσικές, αισθητικές, θεατρικές, ευρύτερα λογοτεχνικές). Ασταμάτητες και επαναλαμβανόμενες βωμολοχίες -γενικότερα, γλώσσα του δρόμου. Υπερβολή στις φωνασκίες και τις μανιέρες και προσπάθεια επιβολής της πειθούς μόνο δι’ αυτών. Γελοίες κινήσεις και σκηνές χωρίς νόημα. Παρατεταμένη προβολή γυμνού χωρίς αυτό να δικαιολογείται θεατρικά. Εμπαθείς και σαχλές επιθέσεις εναντίον γνωστών προσώπων της τηλεόρασης, των ΜΚΔ και της πολιτικής. Επιθέσεις κατά κοινωνικών ομάδων, που ξεπερνούν τα όρια της σάτιρας. Πλήρης κατάλυση αρχών και αξιών τις οποίες ο Αριστοφάνης με το έργο του τιμούσε. Επιπλέον, παρακολουθούμε μία «κωμωδία» στην οποία δεν διακρίνουμε κάποια από τα συμβατικά «κατά ποσόν» γνωρίσματα (δομή, ρόλος χορού κ.λπ.).
Αυτή η πλήρης απουσία μέτρου -η ύπαρξη του οποίου αποτελεί βασικό γνώρισμα της κλασικής Αθήνας της εποχής- και η αίσθηση διάλυσης ξεπερνούν τα όρια της θεατρικής σύμβασης. Το κείμενο οδηγείται στην εκζήτηση και την παρακμή. Λες και η συγγραφέας χωρίς αιδώ, ανερυθρίαστα, βγάζει στην επιφάνεια απωθημένα και πάθη βίαια και διεστραμμένα και πασκίζει απεγνωσμένα και με κάθε μέσο να μας κάνει να τα συμμεριστούμε.
Όσο για το τελευταίο, εκτενές τραγούδι της παράστασης, σε ερμηνεία της ίδιας της συγγραφέως, δεν είναι παρά ένα συνεχές υβρεολόγιο κατά πάντων, μη εξαιρουμένων των θεατών. Από τη χυδαία γλώσσα και την εμπάθειά της δεν εξαιρείται ούτε και ο ίδιος ο Θεός. Με την υπερβολή, όμως, την αθυροστομία και το μένος προς κάθε κοινωνική και ανθρώπινη σύμβαση που εξέπεμψε με τον λόγο της, η «δημιουργός» πνίγηκε μέσα στον βούρκο τον οποίο η ίδια δημιούργησε.
Θα ήταν ίσως πιο έντιμο αν η σκηνοθέτις έγραφε εξαρχής ένα δικό της έργο χωρίς να επικαλείται τον Αριστοφάνη και χωρίς να παρεισφρέει δι’ αυτού σε διοργάνωση αρχαίου δράματος ή να καρπούται δημόσιο χρήμα. Έτσι θα άφηνε στην ησυχία τους τα κόκαλα του Αριστοφάνη, αλλά και του Αλέξη Σολομού, ο οποίος πριν από 60 χρόνια ανέβασε με το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο τους κλασικούς «Σφήκες».
*Φιλόλογος Β.Δ.Α΄, Σύμβουλος Φιλολογικών Μαθημάτων στο ΥΠΑΝ, Μ.Α. στην Κλασική Φιλολογία – Αντιπρόεδρος Ινστιτούτου Ελληνικού Πολιτισμού