Αφιέρωμα στο μεγαλείο του έπους του 1940


ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΧΑΤΖΗΧΑΡΙΤΟΥ*

«Ω δόξα, διά του πόθου σου

Γίνονται και πατρίδος

Και τιμής και γλυκείας

Ελευθερίας

Ελευθερίας

Α.  Κάλβος

«Ναι, τα έθνη τα μικραίνουν ή τα αθανατίζουν οι πολίτες τους. Κάθε πατρίδα χαίρεται τόση ευτυχία και δόξα, όση αναλογεί στη σωφροσύνη και γενναιοψυχία των πολιτών της». Λόγια μεγαλοφροσύνης απλών και αγνών ανθρώπων που εκπορεύονται από μια κατάφαση μπροστά στο θαύμα της σπουδαίας και τέλειας πράξης των Ελλήνων, της γενιάς του Όχι. Όταν χαράματα της 28ης του Οκτώβρη του 1940 ο Ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι επιδίδει στον Έλληνα τότε πρωθυπουργό Ι. Μεταξά το τελεσίγραφο σύμφωνα με το οποίο η Ιταλική κυβέρνηση απαιτεί να της παραχωρηθεί το «δικαίωμα να καταλάβει διά των ενόπλων δυνάμεών της ορισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους» η απάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού ήταν «ώστε λοιπόν έχουμε πόλεμο». Έτσι απλά, δωρικά. Με σιγουριά που πήγαζε από τη συναίσθηση ότι εκείνη τη στιγμή διά του στόματός του ομιλούσε ολόκληρος ο ελληνικός λαός. Άρκεσε μια στιγμή, μια καίρια, προδιαγεγραμμένη ιστορική στιγμή για το πέρασμα της ψυχής «στον όμορφο αγέρα της αντρείας». Ο Ελληνικός λαός επιδοκίμασε με πανηγυρισμούς την αξιοπρεπή αυτή απάντηση. Πιστός στις ιστορικές του παραδόσεις, απόλυτα σίγουρος για το τι ήταν τότε εθνικά σωστό, έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στην αξιοσύνη της φυλής του, ρίχνεται αθλητής μιας νέας θριαμβευτικής εμφάνισης της Ελλάδας στο στίβο της παγκόσμιας ιστορίας με πνεύμα αυτοθυσίας και με αρραγή εθνική ενότητα.

Το όχι εκείνης της μέρας ήταν μια πράξη σύμμετρη με όλες τις υψηλές πράξεις που μαρτυρούν την ενότητα και τη συνέχεια της φυλής μας. Μέσα σε μια στιγμή ξυπνά και ενεργεί μέσα σε όλους η κορυφαία Ελληνική ορμή, το ένστικτο της ελευθερίας, όπου βρίσκεται συσσωρευμένη η πείρα τούτου του λαού μέσα στη διαδρομή των αιώνων και μετατρέπεται σ ’ένα όργανο εθνικής ευαισθησίας και αυτοσυνειδησίας. Ο ελληνικός στρατός στις χιονισμένες βουνοκορφές της Πίνδου πλήττει τον εισβολέα και με θυελλώδη αντεπίθεση, τον απωθεί και τον καταδιώκει. Η θριαμβευτική ιαχή «αέρα-αέρα» σκορπίζει τον τρόμο και τη σύγχυση στις τάξεις των Ιταλών και η μια μετά την άλλη απελευθερώνονται οι ελληνικές πόλεις της Βόρειας Ηπείρου. Ο πολεμικός ανταποκριτής σχολιάζει: «Εις όλους τους τομείς του Αλβανικού μετώπου, όσον και εις τα μετόπισθεν, συνάντησα μόνον ένα είδος Ελλήνων, διά τους οποίους ελευθερία είναι ζωή κι ο θάνατος είναι ένα απλούν επεισόδιο». Αυτό φυσικά δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί παρά μονάχα από ένα λαό τολμηρό, ενθουσιώδη, που έσπευσε στο κάλεσμα της πατρίδας με χαρά, που δεν περιγράφεται. Τα χιονισμένα τον καλούσαν βουνά της Πίνδου, μα η καρδιά του έλαμπε στον ήλιο του ψυχικού μεσημεριού. Μας εκπλήσσει ο ομαδικός αυθορμητισμός, η ομόψυχη εξέγερση, το πλήθος που πλημμυρούσε τους δρόμους, οι άντρες ντυμένοι στο χακί που ξεκινούσαν για τις βορινές ακρώρειες με όποιο μέσο έβρισκαν, οι γυναίκες που τους κατευόδωναν, τα πνιγμένα αναφιλητά, τα παιδιά που έδιναν το στερνό φιλί στους αγαπημένους γονείς, στοιχεία που μαρτυρούν το άγιο πείσμα που δικαιώνει την πράξη.  Έκλεισαν μέσα στην ψυχή τους την Ελλάδα και αισθάνθηκαν να λαχταρίζει μέσα τους κάθε είδους μεγαλείο.

Έτσι λοιπόν ωραία των γενναίων η πατρίδα «την ομορφιά στον κόσμο είχε αυξήσει». Σε μια εποχή που οι σκοτεινές δυνάμεις του άξονα είχαν απλώσει τα αρπάγια τους πάνω από τη σφαδάζουσα Ευρώπη και χώρες όπως η Γαλλία υπέκυπταν αμαχητί στο Γ΄Ράιχ η Ελλάδα, η μικρή κι ανυπεράσπιστη με τη μεγάλη θερμουργό καρδιά, με θείο πάθος, μέθη λευτεριάς, δεν λογαριάζει θάνατο, χορευτικά τολμά. Στέλλει μες στην παγκόσμια παγωνιά και φρίκη την πρώτη ζωογόνα ακτίνα, στέλλει χαρμόσυνο το μήνυμα της πρώτης αντίστασης και μαζί της πρώτης νίκης. Η προσβολή της Ελλάδας λειτούργησε ως ελατήριο για τη συσπείρωση και ανασύνταξη του έθνους κι ο λαός πολέμησε «γεμάτος από όλο το νόημα της Ελληνικής γης». Η πρώτη νίκη στο βάθος συντελέστηκε μες στην καρδιά μας, ήταν η νίκη της φυλής μας. «Η Ελλάδα γύρισε και βρήκε την Ελλάδα».

Αξίζει να αναφερθούν μερικές δηλώσεις που καταμαρτυρούν την ελληνική ανδρεία και  την ελληνική αρετή και λεβεντιά. Ο ίδιος ο Α. Χίτλερ λέει «η ιστορική δικαιοσύνη με υποχρεώνει να διαπιστώσω ότι από όλους τους αντιπάλους που αντιμετωπίσαμε, ο έλληνας στρατιώτης ιδίως, πολέμησε με ύψιστο ηρωισμό και αυτοθυσία. Συνθηκολόγησε μόνο, όταν η εξακολούθηση της αντίστασης δεν ήταν πλέον δυνατή και δεν είχε κανένα λόγο». Ο δε Ου. Τσώρτσιλ σημειώνει: «Μέσα στα πολλά παραδείγματα ηρωισμού που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια του παρόντος πολέμου, σπανίως θα ανεύρει ο ιστορικός ευγενέστερες πράξεις από εκείνες που επιτελέστηκαν στην Ελλάδα προς υπεράσπιση των αρχών της ελευθερίας».

Η Ελλάδα του ’40 στέλλει παντού το μήνυμα ότι το τέρας της εισβολής δεν είναι αήττητο, αρκεί νάχεις καρδιά λιονταριού για να το κοιτάζεις κατάματα. Το ζήτημα είναι, άμα κοιτάς την άβυσσο, να μην καταλαμβάνεσαι από αυτή. Οι Έλληνες απέδειξαν πως δεν κινδυνεύουν από τέτοια βάραθρα. Οι αγώνες μας ήταν πάντα για ελευθερία και πατρίδα. Στα χώματα τα ελληνικά η ελευθερία ταυτίζεται με την εθνική μας επιβίωση, έτσι που ανέκαθεν τα δύο αυτά περάσανε στο αίμα μας, δέθηκαν αδιαίρετα με την ίδια υπόσταση του γένους.

«Ο άνθρωπος δεν ξέρει να ζει σωστά, αν δεν ξέρει σωστά να πεθαίνει». Οι Έλληνες του 1940 και της φρικτής περιόδου της Γερμανικής κατοχής έζησαν σωστά, γιατί ήξεραν σωστά και να πεθαίνουν. Ύψωσαν ξανά στα μάτια της οικουμένης την Ελλάδα ως υπόδειγμα και καύχημα. Ουδέποτε άλλοτε στη σύγχρονη εποχή η Ελλάδα υμνήθηκε, εγκωμιάστηκε σ΄όλα τα πλάτη και μήκη του κόσμου τόσο, όσο το 1940.

Έτσι ερμηνεύοντας την ιστορία εμείς που σήμερα κρατάμε στα χέρια μας την τιμή και τη μοίρα του ελληνισμού, με τη συνείδηση και με την περηφάνεια του αστραφτερού πολιτισμού μας, έχουμε χρέος να στοχαζόμαστε σοβαρά πάνω στην Ιστορία του Έθνους μας. Το όχι του ’40 μπορεί να αποβεί μέσα στα πυκνά σκοτάδια της καταθλιπτικής αποκαρδίωσης και της ραστώνης της ευζωίας που πλακώνουν τις ψυχές μας και αφανίζουν την εσωτερική αγρύπνια, ο φωτεινός οδοδείχτης του ιστορικού μας αύριο. Στο χώρο όπου ζούμε κυριαρχεί σπατάλη αισθημάτων στ’ όνομα της πατρίδας. Να την προσέχουμε πολύ και να αναπτύξουμε σεμνά, επίμονα, με σωφροσύνη και με στοχασμό την επιστήμη της αγάπης προς την πατρίδα μας. Ας μην αγνοούμε το φοβερό δίδαγμα της ιστορίας: «Λαοί που ανέχονται τις εθνικές ατιμώσεις, λαοί που χωρίς αγώνα και αντίσταση απεμπολούν τα βασικά ανθρώπινά τους δικαιώματα, λαοί που συμβιβάζονται με τον εξευτελισμό και την προσβολή της αξιοπρέπειάς τους, δεν μπορούν να προκόψουν, δεν μπορούν να δημιουργήσουν πολιτισμό, να αναδείξουν το πνεύμα και την αρετή τους, δεν μπορούν τελικά να επιβιώσουν».

Ναι, ελληνική πατρίδα: «άρματα αν σου λείπουν και κανόνια, σου περισσεύει η πίστη και καρδιά. Τρεις χιλιάδες τώρα ένδοξα χρόνια τη χρυσή σου αγιάζουν ΛΕΥΤΕΡΙΑ».

*Φιλόλογος




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











825