Οι αμέτρητες λέξεις που λάμπουν


Περί της γλώσσας ως αισθηματικού πλεονάσματος και περί ημών των εργατών

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΙΤΛΕΤΤΟΝ*

Προσπαθώ ν’ αποχτήσω

μια επαφή με το φως, μ’ αυτές τις αμέτρητες

λέξεις που λάμπουν, μια επαφή με τη γλώσσα

που θα ’γραφα ένα προσκλητήριο, σαν την

ανατολή του ήλιου: Με στίχους αχτίνες.

Με στίχους σπαθιά. Με στίχους αγάπη.

Περισσεύει το φως...

Περνά στην καρδιά μου...

φλεβίζει στο χέρι μου, ζητά να το ειπώ,

να το γράψω...

Νικηφόρος Βρεττάκος, Η γλώσσα και το προσκλητήριο

   «Δεν υπάρχει τόση λάμψη στη γραμματική στις μέρες μας...αν εξαιρέσει φυσικά κανείς αυτό τον τύπο ανθρώπων που θα γιόρταζαν την Εθνική Ημέρα Γραμματικής. Άνθρωποι σαν εμάς γνωρίζουν ότι η γραμματική δεν είναι καμιά μυστικιστική γλώσσα, κανένας συνδυασμός εγκλωβιστικών κανόνων που μας υποβάλλουν πώς επιτρέπεται να μιλούμε και να γράφουμε. Είμαστε οι άνθρωποι που, όπως γράφει ο Peter Clark στο έργο του "Η λάμψη της Γραμματικής", αγκαλιάζουμε τη γραμματική με έναν ιδιαίτερο τρόπο, όχι σαν ένα σετ κανόνων, αλλά σαν ένα κουτί εργαλείων».

   Τάδε έφη Andy Hollandbeck, λογόφιλος, στο άρθρο του «Η σκοτεινή μαγεία της γραμματικής».[1] Κι εμείς, που πιστεύουμε στη λάμψη της γλώσσας και συμφωνούμε ότι η ελευθερία της προκύπτει και μέσα από σκοτεινούς κανόνες, ακόμα και για να τους καταργήσει ή για να τους υπερβεί, που πιστεύουμε στη γλώσσα ως μεταϋλιστική αξία μέσα από τη σύσταση της ύλης της, που βλέπουμε τη γλώσσα ως φορέα μαγείας, αναρωτιόμαστε γιατί να είναι τόσο περιπετειώδης ή επώδυνη η εμπειρία της θείας κοινωνίας της μαζί με τα θεμέλια και τη δομή. Γιατί οι άνθρωποι την κακοποιούν, γιατί τη γδέρνουν, γιατί τη μισούν, γιατί τη φέρουν (κάποτε για μια ζωή) στις σάκες τους σαν μισοκαμωμένο παζλ ή σαν ρούχο εξαίρετο μα αφόρετο, που δεν βολεύει στις διαστάσεις και τα όνειρα, ακόμα σαν χρήσιμη μα πεπερασμένη ύλη, σαν χαρτονόμισμα που ξέρεις πώς θα δώσεις για ν' αγοράσεις κάτι, να πετύχεις ένα πρόσκαιρο σκοπό αλλά δεν έχει κάποια άλλη για σένα αξία; Και ποιος τρόπος, ποιο κλειδί υπάρχει ν' ανοίξει κανείς αυτό το κουτί των εργαλείων και ν' αποκαλύψει τη λάμψη και την αιωνιότητά της, να τη θέσει στην υπηρεσία ευγενέστερων σκοπών και να τη γευτούμε ανυστερόβουλα ως τα βάθη του είναι μας;

   Λένε πως φταίει που η προσέγγισή μας είναι κάποτε υλιστική αντί ολιστική. Ότι παίρνουμε τη γλώσσα σαν τεμάχιο που τεμαχίζεται αδιαλείπτως και ασυστόλως για να φτάσουμε επαγωγικά στην αντίληψη της λειτουργίας της (ποια μαγεία ν' αντιληφθεί κανείς στους κόκκους, τις συλλαβές και τα μόρια, τις καταλήξεις, τους χαρακτήρες και τα θέματα;), μπαίνει τότε αυτή στο μικροσκόπιο και μικραίνει, στενεύει, παύει να είναι κόσμος (με όλες τις σημασίες της λέξης, κόσμος ως εύρος και κόσμος ως κόσμημα). Συχνά λοιπόν η γλώσσα όχι ως κόσμος, συχνά η γλώσσα όχι ως αισθητική και αισθηματική αξία.

   Γιατί όμως η γλώσσα όχι ως αισθητική και αισθηματική αξία; Γιατί όχι οι μυστικές συνομολογήσεις, οι μυστικοί συνδυασμοί, η επιλογή ή η κατανόηση της επιλογής της λέξης ή της σειράς των λέξεων μέσα από τον συγκλονισμό του αισθήματος; Γιατί όχι πρώτα η αισθητική απόλαυση και η συγκίνηση για να φτάσουμε στους κόκκους, τις συλλαβές και τα μόρια; Γιατί δεν μπορούμε κάποιες φορές να φτάνουμε στους δρόμους της γλώσσας από τη μεγάλη, άυλη και περισσή καρδιά της αντί ν' αναζητούμε τη μεγάλη καρδιά της μέσα απ' τους δρόμους και τα σοκάκια της; Και ποια μαγεία μπορούμε επιτέλους να κατακτήσουμε αν τη διδάσκουμε αποκομμένη από τούτο το αισθηματικό (που οδηγεί στο πνευματικό) βάρος, το δικό της και το δικό μας, αν εξακολουθούμε να την περνάμε μέσα από άσπαρτα χωράφια και παραδρόμους, ακόμα κι όταν βλέπουμε ότι τη χάνουμε;

   Άλλοτε πάλι λένε ότι φταίει η τεχνική ή το πάθος μας, η έλλειψή του συγκεκριμένα, ναι, οπωσδήποτε η έλλειψη του πάθους. Στην ουσία αν το ένα είναι απομακρυσμένο από το άλλο, αν το πάθος διοχετεύεται αφιλτράριστο, χωρίς τεχνική, ή η τεχνική δεν υπαγορεύεται από το πάθος, το κουτί των εργαλείων της γλώσσας είτε δεν ανοίγει ποτέ είτε γίνεται το κουτί της Πανδώρας με πλείστα όσα δεινά, ένα σετ διαβολικών κανόνων που κλειδαμπαρώνουν τον παράδεισο. Το τραυματισμένο φορτίο της, όπως ο καθένας το φέρει μέσα του, είναι εντούτοις κληρονομιά και μοίρα και για τούτο χρειάζεται φροντίδα. Και με σχέδιο και με πάθος και με ευελιξία και με επίγνωση ίσως της ασημαντότητάς μας και συνάμα της αμείωτης πείνας μας για τον πλατύ της κόσμο.

   Οι εργάτες της γλώσσας οφείλουμε πάντως να παραδεχτούμε ότι είτε κάνουμε πρόχειρες ραφές στο κεφάλι της (ή το δικό μας) είτε κάνουμε μεγάλες και δύσκολες υπερβάσεις, το σώμα κι η ψυχή της ζουν αιώνια και χωρίς τα δικά μας άλματα. Δεν την κακοποιούμε ποτέ αληθινά ούτε την αναιρούμε αν την καβαλικεύουμε άτσαλα σαν ατίθασο άτι για να διανύσουμε πρόσκαιρα τον δικό μας χρόνο. Στην πραγματικότητα εκείνη μας ορίζει πάντα με τον δικό της, τον αίωνιο, και με το ανείπωτο ακόμα, το άφατο, το άγραφο. Γιατί κι εκείνη ξεκινά ανάποδα για να χαθεί στους παραδρόμους μας. Με τη διαφορά ότι αυτή ξέρει τον δρόμο για να επιστρέψει στον πλατύ κι άχρονο κόσμο της. Κι όταν αντιληφθούμε τούτη την ανωτερότητά της, ότι είναι πάνω και πέρα από κανόνες μέσα όμως από κανόνες, ένα διαμάντι που λάμπει κάτω απ’ το σκότος και τη θαμπάδα που πρέπει να ξύσουμε, τότε μπορούμε να θέσουμε την ανάδειξή της και την κοινωνία της ως προτεραιότητα.

   Μόνο που οι εργάτες της νιώθουμε κάποτε καταδικασμένοι ν' ασχολούμαστε με τρύπες και μπαλώματα στο βελουδένιο ρούχο της. Συχνά γινόμαστε κακότροποι, ανάποδοι, αρνητικοί.  Ξεχνούμε τα ποτάμια της που ρέουν φλεβικά προς τη μεγάλη θάλασσα, τη θάλασσά της που εκπορεύει όλα τα ποτάμια. Ξεχνούμε τα νησιά της και τα κύματα, τις φωτεινές αστραπές που σχίζουν την υφή της σαν από αρχαίο σπαθί για να φαίνεται λίγο το ζωηρό χρώμα της καρδιάς της.

   Μην αψηφούμε τόσο. Γιατί το ζήτημα δεν είναι μόνον ότι είναι η γλώσσα θέμα μαγείας και πού είναι τα κλειδιά και πώς ανοίγει το κουτί, με το μυαλό ή με την καρδιά. Το ζήτημα είναι ότι είναι και η μαγεία θέμα γλώσσας. Αν το εννοήσουμε τούτο, θα ησυχάσουμε, θα προσπαθούμε με ευγένεια και απαλά να χτυπούμε την πόρτα της, με ασίγαστη κι αμείωτη πάντα πείνα, εννοείται, του κόσμου της, με πίστη στο πλεόνασμα κι όχι εμμένοντας στο έλλειμμά της, που είναι στην ουσία έλλειμμά μας. Ίσως καταφέρουμε κάποτε ν' ανοίξει μια χαραμάδα απ' όπου θ' αστράψει μες στην υποψία της ποικιλότητας και της διαύγειάς της κι ας μην ταρακουνήσει τους άλλους το εστιακό βάθος της.

   Κι όχι, δεν χρειάζεται να την πλασάρουμε αλλιώς στο αποδεκτικό κοινό της. Ούτε να τη μακρύνουμε ούτε να την πλατύνουμε ούτε να της ξηλώσουμε τον ποδόγυρο ούτε να ξηλωθούμε εμείς ούτε να συλλάβουμε το απεριόριστο ούτε ν' αποκαρδιωνόμαστε αν εξακολουθούν να την κουβαλούν σαν εξαίρετο μα αφόρετο ρούχο, που δεν βολεύει στις διαστάσεις και τα όνειρα. Δεν πιστεύουμε άλλωστε στη γλώσσα της μαγείας, σε κανένα μαγικό ξόρκι που θα μετατρέψει αυτόματα τους νέους σε φλογερούς εραστές, χρήστες και αναγνώστες της. Πιστεύουμε όμως στη μαγεία της γλώσσας και στις λέξεις που λάμπουν.  Αρκεί (από τη δική μας πλευρά) ν' ανοίξουμε μια χαραμάδα στο κουτί και να επιτρέψουμε να υποψιαστούν έστω και λίγο τις αμέτρητες λέξεις που λάμπουν.

 Φιλόλογος, Λύκειο Αγίου Νεοφύτου

Στα παιδιά μου των Αρχαίων και των Νέων Ελληνικών, που μαζί διαβαίνουμε δρόμους κι ουρανούς.

Στα 50 χρόνια ζωής και προσφοράς του σχολείου μου, που δεν έχει πάψει ούτε στιγμή να υπηρετεί το φως…


[1] Αναφέρω παράλληλα τη διαίρεση του Πασχάλη Πασχαλίδη, Διευθυντή του Ελληνικού Γυμνασίου Πάφου (στη λογοδοσία του έτους 1915-1916, η οποία περιλαμβάνεται στο έργο της Μ.Μ. Κιτρομηλίδου «Τα Ελληνικά Γράμματα στο Γυμνάσιο Πάφου») ανάμεσα στον τύπο (γραμματική) και την ουσία (ιδέες) των κειμένων δια της οποίας «εμορφούντο χαρακτήρες». Και βεβαίως τον λόγο του περί της προτεραιότητας των ιδεών («Πρέπει ν' αποβλέψωμεν εις τας ιδέας») με σκοπό όμως την ανάδειξη της ηθικής, όχι της ειδικής - γλωσσικής αξίας των κειμένων.

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











1337