ΤΗΣ ΔΑΝΑΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ*
Λίγες μέρες μετά την Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας (9η Φεβρουαρίου), η Ημέρα Μητρικής Γλώσσας. Mε αφορμή την αιματηρή καταστολή, στις 21 Φεβρουαρίου 1952, της διαμαρτυρίας των φοιτητών του Ανατολικού Πακιστάν (Μπανγκλαντές) κατά της απόφασης για κατάργηση της γλώσσας τους και υιοθέτηση της επίσημης πακιστανικής, το 1999 καθιερώθηκε από την UNESCO να γιορτάζεται τη μέρα αυτή η μητρική γλώσσα κάθε λαού. Το μήνυμα είναι σαφές: προώθηση της γλωσσικής πολυμορφίας και διάσωση των ολιγότερο ομιλουμένων γλωσσών, που απειλούνται με εξαφάνιση.
Τιμούμε, λοιπόν, και πάλι την ελληνική γλώσσα. Μία γλώσσα ζωντανή εδώ και 40 αιώνες, μία γλώσσα στην οποία γράφτηκαν μοναδικά μνημεία του ανθρώπινου πνεύματος και αποδόθηκαν σημαντικές αξίες της ζωής, μία γλώσσα της οποίας λέξεις συναντάμε κατά χιλιάδες σε πλήθος γλωσσών, αλλά και σε όλες τις τέχνες και τις επιστήμες.
Το ίδιο περήφανοι όμως είναι, και πρέπει να είναι, όλοι οι λαοί του πλανήτη για τη γλώσσα τους. Διότι η μητρική γλώσσα είναι συνυφασμένη με τον άνθρωπο από τη στιγμή της γέννησής του. Συνθέτει τα πρώτα του ακούσματα, διαμορφώνει την επικοινωνία του με το περιβάλλον, αποδίδει τα συναισθήματά του για τους δικούς του ανθρώπους, καθορίζει τη σκέψη του και τη θεμελιώδη αντίληψή του για τον κόσμο.
Η γλώσσα των ανθρώπων δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκην με το κράτος στο οποίο ανήκουν. Αρκεί μόνο να μνημονεύσουμε την αγγλική, που ομιλείται εξίσου στην Αγγλία, τις Η.Π.Α., τη Νέα Ζηλανδία, την Αυστραλία και αλλού, αλλά και αντίθετα, την περίπτωση του Καναδά, όπου στο ίδιο κράτος δεν ομιλείται μόνο μία γλώσσα αλλά περισσότερες (αγγλική, γαλλική κ.ά.). Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στον ελληνικό χώρο: η ελληνική είναι η γλώσσα της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά και αντίθετα, εντός Ελλάδας κάποιοι Έλληνες έχουν ως μητρική τους όχι την ελληνική, π.χ. οι Βλάχοι στην Ήπειρο έχουν τη βλάχικη. Ας μην ξεχνάμε εδώ ότι η γλώσσα αποτελεί σημαντικότατο συστατικό της ιδιοπροσωπίας και της συνοχής ενός έθνους, σημαντικό συστατικό όμως είναι και η «εθνική συνείδηση». Έτσι, κάτω από αυτήν, στην περίπτωση της Ελλάδας του 19ου αιώνα, μαζί με τους Έλληνες στεγάζονταν και πολλές χιλιάδες σλαβόφωνοι, αλβανόφωνοι κ.ά..
Κάθε γλώσσα είναι διασπασμένη σε τοπικές διαλέκτους, σε διαφορετικές δηλαδή γλωσσικές ποικιλίες, οι οποίες όμως διατηρούν ένα μεγάλο αριθμό ομοιοτήτων (φωνολογικών, μορφολογικών, συντακτικών, λεξιλογικών). Συνήθως μία από αυτές τις διαλέκτους καθιερώνεται ως νόρμα, ως πρότυπη δηλαδή γλωσσική μορφή, η οποία τυποποιείται και είναι αυτή που χρησιμοποιείται στον γραπτό λόγο, στην εκπαίδευση, στη διοίκηση, στη δημόσια ζωή μίας χώρας. Για την ελληνική γλώσσα πρότυπη είναι η νεοελληνική κοινή, ποικιλία η οποία θεωρείται ότι προήλθε από μωραΐτικα ιδιώματα, και η οποία επικράτησε έναντι των άλλων τοπικών διαλέκτων τον 19ο αιώνα, μετά το τέλος της τουρκοκρατίας (όπως, αντίστοιχα, τον 4ο αι. π.Χ. από την αττική διάλεκτο προήλθε η ελληνιστική κοινή, που διαδόθηκε με τον Μ. Αλέξανδρο σε όλο τον κόσμο). Εκτός από τις διαλέκτους με γεωγραφικά κριτήρια, υπάρχουν και οι κοινωνικές διάλεκτοι («γλώσσα» των μορφωμένων, των εργατών κ.ά.).
Η διάλεκτος της Κύπρου στην αρχαιότητα ήταν η αρκαδοκυπριακή. Η σημερινή κυπριακή διάλεκτος ανήκει στην ομάδα των νοτιοανατολικών ιδιωμάτων /διαλέκτων του ελληνικού χώρου (μαζί με τα δωδεκανησιακά), των οποίων κύριο γνώρισμα αποτελεί η χρήση του (ε)ίντα αντί του τι (μεσαιωνικά: τι είναι τα). Άλλα χαρακτηριστικά είναι η σίγηση κάποιων συμφώνων μεταξύ φωνηέντων (σίερο, αντί σίδερο), η χρήση των συμπλεγμάτων ρτ, ρκ, βκ αντί των ρθ, ργ, βγ (ήρτα, πύρκος, αβκά, αντί ήρθα, πύργος, αβγά), η διατήρηση του τελικού -ν και αφομοίωσή του προς το επόμενο σύμφωνο (τολ λαόν), οι καταλήξεις -ουσι(ν) και -ασι(ν) στο γ΄ πληθυντικού (παίζουσι, πουλήσασι), η κατάληξη -εύκω αντί -εύω (δουλεύκω) κ.ά..
Μητρική γλώσσα, όπως λέμε μητρικό γάλα…
*Φιλόλογος Β.Δ.Α΄, Σύμβουλος Φιλολογικών Μαθημάτων στο ΥΠΑΝ, Μ.Α. στην Κλασική Φιλολογία – Αντιπρόεδρος Ινστιτούτου Ελληνικού Πολιτισμού