ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ Α. ΜΙΤΛΕΤΤΟΝ*
Ξεκινώντας από μερικές παρατηρήσεις σε σχέση με τη μελέτη των μαθητών για το μάθημα της Ιστορίας αλλά και με την αντίληψή τους γι’ αυτό, συνεχίζοντας με τις απορίες του δικού μου παιδιού (τι είναι οι συνασπισμοί, οι ηγεμονίες, η εδραίωση της επανάστασης;), αναγνωρίζω ότι πολλοί είναι οι παράγοντες που μπορεί να συμβάλλουν στο να μην εντυπώνεται η ιστορική γνώση και, ως εκ τούτου, στο να δυσκολεύονται οι μαθητές μας να καταλαβαίνουν και να αφηγούνται εκ νέου τα γεγονότα, για να μην πω συμβάλλουν στο «να μην αγαπούν την Ιστορία», ακριβέστερα να μην την αγαπούν όπως λέγεται και γράφεται. Γιατί ανάμεσα στους παράγοντες αυτούς ασφαλώς μπορεί να είμαστε και εμείς, η έλλειψη στο πάθος ή τη μεθοδολογία μας, ασφαλώς μπορεί να είναι και οι δυνατότητες των μαθητών, δεν μπορώ εντούτοις να μην σκεφτώ ότι σημαντικό ρόλο παίζει και η αφήγηση. Αυτό δηλαδή, το «πώς λέγεται και γράφεται».
Αφενός είναι η δική μας προφορική αφήγηση, που δεν καθορίζεται μόνο από την προσβασιμότητα του λεξιλογίου (οι μαθητές πρέπει άλλωστε να εξοικειωθούν με την εδραίωση και τους συνασπισμούς και τη δήμευση και την καταστολή και τα τοιαύτα), αλλά είναι ικανότητα σπουδαία στη διδασκαλία ως διαδικασία από τον σχεδιασμό μέχρι την υλοποίηση και τον απόηχο. Αφετέρου είναι η τυπωμένη αφήγηση των βιβλίων και παράλληλα είναι και τα φύλλα εργασίας μας ή οι σημειώσεις, που παράγουν κάτι νέο, μία τρίτη αφήγηση πέρα από τις δύο προαναφερθείσες. Ποια από τις τρεις αφηγήσεις (είτε με διαφορετικό είτε με παρόμοιο λόγο) είναι πιο κατανοητή, ποια δεν μπερδεύει και ποια μπορεί να διεγείρει το ενδιαφέρον του μαθητή αποφέροντας μονιμότερα αποτελέσματα;
Η δική μας προφορική αφήγηση μπορεί σαφώς να εξομαλυνθεί ή να εμπλουτιστεί, όπως μπορεί να εξομαλυνθεί γλωσσικά ή, καλύτερα, αφηγηματικά και η τυπωμένη αφήγηση των εγχειριδίων, έτσι που η μία να οδηγεί στην άλλη και να συμπληρώνεται από την άλλη και τα παιδιά να καταλαβαίνουν τι ακριβώς διαβάζουν και ακούνε. Το χάσμα, ως εκ τούτου, ανάμεσα στις πολλαπλές αφηγήσεις μπορεί να γεφυρωθεί και έννοιες και συμβάντα μπορούν «να εδραιώνονται» και «να συνασπίζονται» στην «ηγεμονία» τους, να γίνονται κατανοητά στο συγκείμενό τους χωρίς σημαντικές διαμεσολαβήσεις. Μπορεί ακόμα να φτάσουμε στο σημείο να μην χρειαζόμαστε τόσες αφηγήσεις.
Η ίδια όμως η ιστορία, όπως έχουμε την τάση να τη συγγράφουμε στα διδακτικά εγχειρίδια, αν τη δει κανείς οπτικά και λειτουργικά, πέρα από ένας λόγος που χρειάζεται διαμεσολάβηση και οδηγεί στην παραγωγή νέων αφηγήσεων, είναι μια ανεξάρτητη και με όσο το δυνατόν ουδέτερη και απρόσωπη ματιά αφήγηση των γεγονότων, γύρω από την οποία παρατίθενται πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές. Το κυρίως corpus της αφήγησης πλαισιώνεται από τα παραθέματα και αν θέλει κανείς, μπορεί να το μελετήσει απομονωμένα ή να καταπιαστεί με τα παραθέματα ως αποκομμένα από το κυρίως κείμενο. Δεν συμβαίνει λοιπόν ό,τι συμβαίνει στον Θουκυδίδη, με τις αφηγήσεις-ένθετους λόγους να εντάσσονται οργανικά στο κυρίως κείμενο και παρά τη μετάβαση από το γ’ στο α’ πρόσωπο και τη μεταβολή του αφηγητή, να ανοίγεται ένα παράθυρο που όχι μόνο δεν διακόπτει αλλά ενισχύει την κυρίως αφήγηση.[1]
Ο ιστορικός δεν θα μπορούσε να έχει βέβαια στις δικές του σελίδες χάρτες και φωτογραφίες, γι’ αυτό άλλωστε δίνει έμφαση στον λόγο, θα μπορούσε ωστόσο, αν ήθελε, να παρουσίαζε τα παραθέματα ως ανεξάρτητες πηγές. Παρόλα αυτά χρησιμοποιεί λέξεις και φράσεις που δείχνουν ότι αναλαμβάνει και αντιλαμβάνεται την αφήγηση ως ένα ενιαίο σώμα, το οποίο μπορεί κανείς να παρακολουθήσει απρόσκοπτα. Τούτο το «οὖν», το «ἐπειδή» και πολλά άλλα μόρια και διαρθρωτικές λέξεις και φράσεις υπηρετούν, εκτός από την αποτύπωση της χρονικής ή αιτιακής σχέσης των γεγονότων, ακριβώς τούτο τον σκοπό. Και για τούτο τον σκοπό της ενιαίας αφήγησης, που μπορεί να καταστήσει την ίδια την ιστορία ενδιαφέρουσα, πεδίο έρευνας, μάθησης και κριτικής αλλά και κτήμα ες αεί, όπως το ήθελε και το θέλουμε κι εμείς, ο συγγραφέας δεν διστάζει να κάνει ακόμα και περιγραφή, τολμά να μην αφήσει τα γεγονότα να στεγνώσουν, να μην τα αποστραγγίσει από τους κοινωνικούς τους χρωματισμούς και τις νοηματικές τους συντεταγμένες. («Κι όταν έρθει η ώρα της εκφοράς, άμαξες μεταφέρουν οστεοθήκες από ξύλο κυπαρισσιού, μια για την κάθε φυλή· και τα οστά του καθενός έχουν τοποθετηθεί στο φέρετρο της φυλής του. 'Ομως, ένα φέρετρο σκεπασμένο με ύφασμα το μεταφέρουν στα χέρια· είναι των αγνοουμένων, που δε στάθηκε δυνατό να βρουν τα πτώματά τους - κλίνη κενὴ τῶν ἀφανῶν...», Θουκυδίδης 2.34.3)[2]
Θα μου πείτε «αφού η περιγραφή δεν θεωρείται στοιχείο που χαρακτηρίζει τον λόγο της ιστορίας, αλλά περισσότερο στοιχείο που προσδίδει λογοτεχνικότητα, πρέπει και η ιστορική αφήγηση να γίνει λογοτεχνική, με μικρότερες εγκιβωτισμένες αφηγήσεις ειπωμένες με διαφορετική τεχνική ή ακόμα και με συναισθηματική απόχρωση ή πρέπει η αφήγηση αυτή να υιοθετήσει έστω λογοτεχνικά στοιχεία, ώστε να είναι πιο παραστατική και να μπορούν να την παρακολουθούν οι μαθητές μας»[3]; Θα έλεγα όχι κατ’ ανάγκην λογοτεχνικά αλλά οπωσδήποτε αφηγηματικά.
Δανείζομαι την άποψη του Connor[4], ότι η αφήγηση με περιγραφή του λοιμού από τον Θουκυδίδη με τη συγκεκριμένη ορολογία-λεξιλόγιο αποσκοπούσε μεν στην πρόκληση συγκεκριμένων αντιδράσεων των αναγνωστών της εποχής του αλλά μπόρεσε να πει κάτι και στους μελετητές του σήμερα, που αντιμετώπισαν μιαν άλλη πανδημία, παρόλο που ο σύγχρονος λοιμός υπήρξε ιδωμένος, ειπωμένος και γραμμένος με δημοσιογραφικούς, «σοσιαλμιντικούς» ή ιατρικούς όρους. Η ίδια η ζωντάνια της αφήγησης κατέστησε μολαταύτα το αρχαίο κείμενο σημείο αναφοράς και προβληματισμού στο σήμερα και σε συνθήκες με κοινά ή όμοια χαρακτηριστικά.[5]
Ο τρόπος, ο λόγος της αφήγησης μετρά λοιπόν και μετριέται. Άλλωστε η ίδια η ιστορία και η φύση του ανθρώπου έχουν δείξει ότι έχουμε ανάγκη τις ιστορίες, έχουμε ανάγκη την αφήγηση, για να αντιληφθούμε τον κόσμο, πολύ δε περισσότερο τη μεστή αφήγηση, προφορική ή γραπτή. Ως πνευματική τροφή τούτη, εννοείται, πρέπει να διατηρεί τα πρωτογενή, ζωτικά και ζωντανά της στοιχεία, το «τον ίδιο χειμώνα», το «εκείνη την εποχή», το «όρισαν λοιπόν», το «έτσι», το «τότε», κι ας θυμίζουν κάποιο αλλοτινό παραμύθι.
Όμως ακόμα κι αν δεν θέλουμε να γίνουμε «παραμυθάδες» ή ακόμα κι αν φαντάζει ασύλληπτο να επιστρέψουμε στον τρόπο γραφής των κλασικών κειμένων, τουλάχιστον μπορούμε με λίγη θέληση και προσπάθεια να δώσουμε κάποια σημασία στη βελτίωση του λόγου ως μέσου διδασκαλίας, πέρα από τα επίσης βοηθητικά τεχνικά μέσα. Θα μπορούσε για παράδειγμα ακόμα και αυτές, τις άλλες αφηγηματικές φωνές, τους άλλους χαρακτήρες, τα πρόσωπα που μαζεύει γύρω της η ιστορική αφήγηση να πασχίσει να τα ζωντανέψει, να τα εντάξει οργανικά στον λόγο της και έτσι να τα τοποθετήσει πιο άμεσα και στο πεδίο της δικής μας ενασχόλησης και του δικού μας προβληματισμού («καὶ ἐπειδὴ καιρὸς ἐλάμβανε, προελθὼν ἀπὸ τοῦ σήματος ἐπὶ βῆμα ὑψηλὸν πεποιημένον, ὅπως ἀκούοιτο ὡς ἐπὶ πλεῖστον τοῦ ὁμίλου, ἔλεγε τοιάδε…», «Κι όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή, προχώρησε από τον τάφο στο βήμα, που το είχαν κατασκευάσει ψηλό, για ν' ακουστεί από όσο γινόταν μεγαλύτερο μέρος των συγκεντρωμένων, και μίλησε περίπου ως εξής…», Θουκυδίδης, 2.34.8).
Ανεξάρτητα από τις επιλογές των Αθηναίων στο κείμενο, ίσως έχει έρθει η κατάλληλη στιγμή να μην χρειάζεται η σχολική Ιστορία να παρουσιάζεται «ἐπὶ βῆμα ὑψηλὸν πεποιημένον», αν θέλουμε να ακούγεται «ἐπὶ πλεῖστον τοῦ ὁμίλου». Αλλιώς, αν μείνει λόγος κενός και απρόσωπος και δρόμος δύσβατος έως απροσπέλαστος, που δυσχεραίνει την αντίληψη και εμποδίζει τη συγκίνηση και το ενδιαφέρον για το παρελθόν ως μνήμη και ουσία, πολύ φοβάμαι ότι δεν θα μπορεί να εδραιωθεί στον συνασπισμό της ηγεμονίας της ή της ομάδας των ηγεμονικών για τον Άνθρωπο μαθημάτων. Θα υποχωρεί ολοένα και ατάκτως μέχρι να συνθηκολογήσει με όρους επαχθείς, μέχρι να γίνει σώμα τελειωμένο, καθότι πεπληγμένο από αιφνίδιο και προοδευτικά καταστροφικό λοιμό, μέχρι να γίνει (αν δεν έχει ήδη γίνει) και αυτή οριστικά «κλίνη κενὴ τῶν ἀφανῶν», που δεν βρέθηκε ίχνος από τα σώματά τους, εμείς μόνο θα επιμένουμε να την περιφέρουμε τυπικώς και αενάως χωρίς να παραδεχόμαστε ότι την έχουμε κιόλας θάψει.
Φιλόλογος
Λύκειο Αγίου Νεοφύτου
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Connor, W. R., “Reading Thucydides in a Time of Pandemic”, theamericanscholar.org, February 5, 2022
Gribble, D., “Narrator Interventions in Thucydides”, The Journal of Hellenic Studies, Vol. 118 (1998), pp. 41-67
Ramsey, T. J., “The Validity of Historical Narrative and Its Use in Teaching History”, Honors Projects, Seattle Pacific University, 2017
Siligouna, E., The voice of Thucydides and the voice of the characters, MA dissertation, University of Wales, 2015
Tallavaara, R., and Rautiainen, M., “What is important in history teaching? Student class teachers’ conceptions”, History Education Research Journal, 17 (2), 2020, pp. 229-242
[1] Οι Tallavaara και Rautiainen (2020) παρουσιάζουν τη σημασία που έχει και για τους διδάσκοντες σήμερα η «μεγάλη» ή η «γενική» εικόνα, η οποία αποτελείται από μικρότερες αφηγήσεις.
[2] Χαρακτηριστικό παράδειγμα γλαφυρής περιγραφής ο λοιμός με τα συμπτώματα και τις επιπτώσεις του. [2.49.6] «καὶ ἡ ἀπορία τοῦ μὴ ἡσυχάζειν καὶ ἡ ἀγρυπνία ἐπέκειτο διὰ παντός, καὶ τὸ σῶμα, ὅσονπερ χρόνον καὶ ἡ νόσος ἀκμάζοι, οὐκ ἐμαραίνετο, ἀλλ᾽ ἀντεῖχε παρὰ δόξαν τῇ ταλαιπωρίᾳ…»
«Και η αδυναμία τού ν᾽ αναπαυθούν, καθώς και η αϋπνία, τους εβασάνιζαν διαρκώς. Και το σώμα, εφόσον η νόσος ήτο εις την ακμήν της, δεν κατεβάλλετο, αλλ᾽ αντείχε καταπληκτικώς εις την ταλαιπωρίαν…»
[3] Ο Ramsey (2017), που καταπιάνεται με τη χρήση προσωπικών ιστοριών-μαρτυριών-αφηγήσεων στο μάθημα της Ιστορίας, σημειώνει ότι και αυτές ακόμα οι αφηγήσεις μπορούν να έχουν στοιχεία λογοτεχνικότητας, είναι όμως στο χέρι μας να μην δώσουμε την εντύπωση ότι δίνουμε έδαφος στην υποκειμενική παρουσίαση της αλήθειας. Το ερώτημα που θέτει ο μελετητής είναι πώς, ανεξαρτήτως αφηγηματικού λόγου, πείθουμε τους μαθητές μας να ασχοληθούν εποικοδομητικά με τις αφηγήσεις αυτές είτε στην τάξη είτε στο σπίτι.
[4] Connor, W. R., “Reading Thucydides in a Time of Pandemic”, theamericanscholar.org, February 5, 2022
[5] Ο συγγραφέας γράφει ότι η μελέτη του αφηγηματικού κειμένου του Θουκυδίδη τον βοήθησε να κάνει συσχετισμούς με τα όσα συνέβαιναν στη δική μας κοινωνία και να αναρωτηθεί για τις επιπτώσεις του νέου λοιμού. Επιπλέον εκτιμά ότι ο ιστορικός είχε υπολογίσει ότι στην αφήγησή του θα είχε σημασία όχι τόσο το να κατονομάσει την ασθένεια όσο να την περιγράψει ως προς την επίδρασή της, καθώς επρόκειτο για κάτι που μπορούσε να ξανασυμβεί. Περιγράφοντας όμως το νόσημα με πολεμικούς όρους, δημιουργεί ένα ερμηνευτικό πλαίσιο για τους αναγνώστες, ώστε να το αντιληφθούν ως ένα ακόμα αιφνίδιο συμβάν και ενέδρα, σαν αυτές που βίωναν στις πολεμικές συνθήκες της εποχής, ένα συμβάν που είχε επίδραση τόσο στην ψυχολογία όσο και στις πολεμικές επιχειρήσεις-γεγονότα.