Εκεί ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχρινοί, θείοι κι εξάδελφοι...
Οδ. Ελύτης
ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ Α. ΜΙΤΛΕΤΤΟΝ*
Συνεχίζοντας ένα προβληματισμό που ξεκίνησε σε παλαιότερο κείμενο σχετικά με τις «άλλες ιστορίες» στο μάθημα της Λογοτεχνίας, φτάνω και στ’ Αρχαία Ελληνικά. Κι εδώ έρχεται το μεγάλο καρδιοχτύπι, γιατί πρόκειται όντως για το πεδίο της καρδιάς, όπου πειραματίζομαι με λιγότερη τόλμη, βήματα πιο προσεκτικά, ακόμα και δειλά. Εδώ οι απόπειρες κινούνται γύρω και πολύ κοντά στα δέοντα, για να είναι ασφαλείς. Είναι εντούτοις αναγκαίες εφόσον είναι οι ίδιες οι ιστορίες και οι άνθρωποί τους που χτυπούν επίμονα την πόρτα μας και ζητούν να μπουν στο μάθημά μας.
Μία απόπειρα (που επαναλήφθηκε και με επιτυχία και με αποτυχία) μπορεί να είναι η διδασκαλία των υποθετικών λόγων μέσα από ανέκδοτα των αρχαίων Ελλήνων. Τούτο μπορεί να φέρει σε επαφή με το χιούμορ, κοινωνικές περιστάσεις και αντιλήψεις και να προσθέσει (θέλω να πιστεύω) κάτι (άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο) στην εικόνα ενός κόσμου που χτίζουμε χρόνια τώρα με αποσπάσματα, λιθαράκια και θραύσματα. Στην τάξη μας διήνυσαν χιλιόμετρα για να έρθουν οι Αβδηρίτες, οι δύσκολοι, οι σχολαστικοί, οι ευτράπελοι, ο Διογένης, πολιτικοί και φιλόσοφοι, στρουθία, «σπάροι και πέρκες», «θείοι κι εξάδελφοι», τους είδαμε και τα είπαμε παράλληλα με την αναγνώριση, την εισαγωγή, την εκφορά, τη σημασία των λόγων, τη διάρθρωση, ακόμα και τη μετατροπή. Και μια και ο Πρωταγόρας ήταν εξ Αβδήρων, εισέπραξα κάποτε και το σχόλιο σχετικά με το ενδεχόμενο να υπαινίσσομαι κάτι. Δεν υπαινισσόμουν κάτι για τη νοημοσύνη του ανθρώπου. Μόνο υπέθετα. Και ένας υποθετικός λόγος που προέκυψε από τούτο το επαναλαμβανόμενο τόλμημα είναι ότι ενδεχομένως θα μπορούσε αυτό το κάτι που φέρνουμε στην εικόνα να γινόταν από μικρό λιθαράκι ένας συνδετικός ιστός σ’ ένα ολόκληρο πεδίο, αν εμείς το φιλοξενούσαμε συχνότερα.
Φέτος όμως ανακάλυψα ότι το πεδίο είναι ευρύ, πολύ ευρύ, κι ότι όσο σηκώνει να το ανοίξεις, δεν πλαταίνει μόνο αλλά και βαθαίνει. Γιατί οι ίδιες οι ιστορίες είναι πολλές και ποικίλες. Γιατί το σχέδιο κάτοψης μιας μέσης αθηναϊκής οικίας της κλασικής εποχής στον Άρειο Πάγο, βάσει όσων έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, μπορεί να πει τη δική του ιστορία σχετικά με τις ιδιωτικές οικίες στις οποίες αναφέρεται ο Περικλής και όπου «καθ’ ἡμέραν ἡ τέρψις τὸ λυπηρὸν ἐκπλήσσει». Ζούσαν πράγματι μια τόσο άνετη ζωή οι Αθηναίοι; Ποιες ιστορίες ξέρουμε που συντελέστηκαν μέσα στα σπίτια τους; Ποιες γιορτές και ποια θεάματα διετήσια είχαν που συμπλήρωναν τις χαρές του ιδιωτικού βίου; Διασώθηκε κάτι ως τις μέρες μας; Η μία πηγή φέρνει την άλλη.[1] Ένα χωρίο πάλι από τον Πλούταρχο, που μιλά για τη σημασία που έδιναν οι Σπαρτιάτες στην εξωτερική τους εμφάνιση, ιδίως την κόμη, ανοίγει τη συζήτηση σχετικά με το τι λέει ο ρήτορας-πολιτικός του Επιταφίου. Μοχθούσαν τούτοι τόσο πολύ και πράγματι δεν έδιναν σημασία στην ομορφιά, τις τέχνες και τον στοχασμό;
Το καρδιοχτύπι επιμένει κάθε φορά. Είναι το ίδιο, της αγάπης, του άγχους, του ενθουσιασμού. Κάποτε προσπαθώ να θυμηθώ πότε και πώς ξεκίνησε. Και το καρδιοχτύπι και η σύνδεση του μαθήματος με τις άλλες ιστορίες και τους ανθρώπους τους. Ήταν τότε που εκείνος ο παθιασμένος επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, στη διάλεξη μιας Τρίτης, ήρθε και διέλυσε το δέος με το οποίο τον περιμέναμε βάζοντας στη θέση του αυτό τον συγκεκριμένο χτύπο. Μας μοίρασε κάμποσα κόμικς που περιέγραφαν ή διηγούνταν ιστορίες από τη ζωή των Σπαρτιατών. Γελάσαμε. Συζητήσαμε πώς και σε ποιο βαθμό, με τις ιστορίες που λένε ή αφήνουν να νοηθούν, οι γραπτές και οι άλλες πηγές επηρεάζουν ή και διαμορφώνουν την αντίληψή μας για την αρχαιότητα, την αντίληψή μας γενικά για την ιστορική πραγματικότητα. Ποια σκοπιμότητα και ποια διαστρέβλωση υπάρχει, ποια αλήθεια και ποια αντανάκλαση; Χρειαζόμαστε είτε για την ερμηνεία μας είτε για τη διδασκαλία μας την ιστορική αλήθεια ή τον κόσμο όπως τον φωτίζουν όλες τούτες οι μικρές και μεγάλες, οι πραγματικές και φανταστικές, οι πικρές ή χαρμόσυνες ιστορίες;
Ήταν αργότερα που συνειδητοποίησα το σπουδαίο μάθημα εκείνου του ανθρώπου: ότι χρειάζεται να μην μπαίνεις μόνος στην τάξη σου, ότι είναι πιο καλά να φέρνεις μαζί και τον κόσμο σου, «θείους κι εξαδέλφους», για να μεγαλώνει η σύναξη. Ύστερα βέβαια ήρθαν και οι «300» του Σνάιντερ, ταινία βασισμένη επίσης σε κόμικ του Φρανκ Μίλλερ, για να μπει και ο κινηματογράφος στις άλλες πηγές και ιστορίες που μπορούν να συνεξετάζονται ή να συζητούνται με τα διδακτέα κείμενα ακόμα και ως αποκλίνουσες. Οι 300 ήταν ωστόσο πολλοί για μία τάξη κι έτσι έμειναν εκτός. Αφού οι ιστορίες και οι άνθρωποί τους μπορούν να γίνουν κάποτε πλήθος.
Η γλώσσα λοιπόν δεν είναι μόνο δομές, διάσπαση και σύνθεση εις τα εξ ων συνετέθη. Είναι και όλοι όσους αλλά και όλα όσα φέρνει μαζί της. Η γλώσσα είναι κόσμος. Και καθότι κόσμος, είναι ερμηνεία. Υπάρχει κάτι πέρα από την ανάλυση των γλωσσικών συστατικών των όποιων κειμένων. Υπάρχει ένα δίκτυο συνομιλουσών πηγών, οι οποίες συνυπάρχουν συνθετικά ή αντιθετικά, η μία φωτίζει την άλλη και όλες μαζί ανοίγουν ένα παράθυρο στον κόσμο.
Η γλώσσα βέβαια είναι και το κλειδί και το όχημα που μας οδηγεί σε τούτο τον κόσμο. Είναι καλό να διδάσκουμε πώς χρησιμοποιείται. Είναι καλό να θυμόμαστε ότι είναι εργαλείο. Όμως κάθε φορά που συναντάμε ένα παιδί σαν εκείνο που κάποτε συμφωνήσαμε να το αξιολογήσω όχι μόνο από ένα διαγώνισμα αλλά και από μία μουσική υπόκρουση για τη λεκτική αντιπαράθεση Οιδίποδα-Τειρεσία, ίσως ωφελεί να θυμόμαστε και ότι στα κλασικά μας τμήματα υπάρχουν και παιδιά που είναι εξαιρετικοί μουσικοί, ζωγράφοι, χρήστες ηλεκτρονικού υπολογιστή και διαδικτύου, έχουν όμως δυσκολίες στη γλώσσα. Τούτα τα παιδιά δεν μπορούν να χειριστούν καλά το εργαλείο, δεν προλαβαίνουν να μάθουν όπως θα θέλαμε -δομικά και αναλυτικά- τη γλώσσα. Μπορούν όμως και προλαβαίνουν ν’ αγαπήσουν όπως θα θέλαμε τον κόσμο της.
* Φιλόλογος
Λύκειο Αγίου Νεοφύτου
[1] Η εικόνα των οικιών της κλασικής εποχής μπορεί να φωτιστεί (πιο αποσπασματικά βέβαια) και μέσα από την «ιστορία» που αφηγείται ο Σωκράτης στον Πρωταγόρα («Καὶ ἅμα ἐπιψηλαφήσας τοῦ σκίμποδος ἐκαθέζετο παρὰ τοὺς πόδας μου», «εἰς τὴν αὐλὴν περιῇμεν», «ἐπειδὴ δὲ ἐν τῷ προθύρῳ ἐγενόμεθα, ἐπιστάντες περί τινος λόγου διελεγόμεθα», «κατελάβομεν Πρωταγόραν ἐν τῷ προστῴῳ περιπατοῦντα», «περὶ αὐτὸν δ᾽ ἐκάθηντο ἐπὶ βάθρων» κ.ά.). Η σκηνή της θυροκρουσίας και η είσοδος στο εσωτερικό μιας οικίας, είτε του Σωκράτη είτε του Πρωταγόρα είτε οποιουδήποτε άλλου, οδηγούν σε άλλες παρόμοιες σκηνές και ιστορίες και την αξία τους, ιστορική, σκηνική και λογοτεχνική, π.χ. στο έργο των Νεφελών.