Η εποχή της εικόνας και των εικονιστικών υποκειμένων, ο κίνδυνος του λαϊκισμού και η ευθύνη της παιδείας μας


ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΘΩΜΑ*

    Έχει ήδη παρέλθει τουλάχιστον μία δεκαετία που τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν κυριαρχήσει στον ιδιωτικό και στον δημόσιο χώρο, θα λέγαμε δε, πως ήδη ζούμε στην ψηφιακή εποχή και η πραγματικότητά μας είναι εν μέρει ή πολλές φορές και εξ ολοκλήρου ψηφιοποιημένη. Υβριδικός λοιπόν ο βίος μας και εμείς - μέσω των ποικίλων δυνατοτήτων που τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προσφέρουν - έχουμε καταστεί εικονιστικά/εξεικονιστικά υποκείμενα, σκηνοθέτες στη «σπηλιά του διαδικτύου» όχι μόνον της εικόνας που θέλουμε οι άλλοι να προσλαμβάνουν για το πρόσωπό μας, αλλά και της ίδιας μας της ζωής· σχεδόν τίποτε δεν υπάρχει απλά για να υπάρχει, για να μετέχεται και να απολαμβάνεται, αν δεν τυγχάνει επιμέλειας προκειμένου να προβάλλεται. Με έξοχο τρόπο ο καθηγητής φιλοσοφίας Θεοφάνης Τάσης αναλύει αυτά τα νέα δεδομένα στα εξαιρετικά βιβλία του για την ψηφιακή εποχή, τα οποία είναι ιδιαιτέρως διαφωτιστικά.[1]

    Τίποτε δεν είναι πλέον καθαρό και διάφανο, αμιγώς φυσικό, ή αποκλειστικά ψηφιακό (ευτυχώς που ακόμα δεν φτάσαμε στο σημείο κατάργησης της φυσικής μας ζωής· αν και ο κίνδυνος αυτός ήδη ελλοχεύει, καθώς «το σώμα διώκεται», όπως ευστοχότατα τόνισε ο Χρυσόστομος Σταμούλης σε έναρξη σχετικού συνεδρίου στην Αθήνα τον περασμένο Οκτώβριο).[2] Για να μην παρεξηγηθώ, σπεύδω να διευκρινίσω, ότι δεν είμαι ούτε διαδικτυοκοφοβικός, ούτε κινδυνολόγος, αλλά φαίνεται πως είμαστε σε μια φάση τούτης της αλματώδους προόδου, της ταχείας επικράτησης στις ζωές μας αυτής νέας συνθήκης, που χρειάζεται ένα φρένο· μια αναστοχαστική απόσταση από την παρόρμηση που μας οδηγεί, αντί στον πραγματικό κόσμο και στον πραγματικό άνθρωπο, στις ποικίλες οθόνες που προβάλλουν ορισμένες μόνον όψεις του πραγματικού. Φρένο για το φρένο, αποχή για την αποχή, και κινδυνολογία για την κινδυνολογία θα αποτελούσαν σκέτη παράνοια, φοβία και μάλλον νευρωτική στάση.

     Η πρόοδος είναι πάντα καλή, εφόσον δεν καταργεί τα πρόσωπα, τη φύση και την ελευθερία τους. Αλλά, δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως αν εμείς οι ενήλικες είμαστε λίγο-πολύ σαστισμένοι και πολλαπλά - ακόμα και εν αγνοία μας - εκτεθειμένοι στην πιο πάνω συνθήκη, τούτο ισχύει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό για τα παιδιά και τους εφήβους, που τείνουν να γοητεύονται από την τεχνολογία, να βρίσκουν καταφύγιο σε αυτήν - πολλές φορές με τη δική μας ένοχη ανοχή―, και ζουν καρφωμένοι σε μια οθόνη σε τέτοιο βαθμό, που τίποτε σχεδόν δεν βιώνουν χωρίς τη διαμεσολάβηση της συσκευής, το φιλτράρισμα της αυτό-εικόνας τους από την αποδοχή ή την απόρριψη του διαδικτύου. Ίσως η απαγόρευση της χρήσης (αλλά όχι της κατοχής/μεταφοράς) των κινητών στα σχολεία που μόλις πρόσφατα αποφασίστηκε να είναι ένα καλό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση: του επαναπροσδιορισμού του μέτρου, της αναζήτησης λόγων και κριτηρίων που ένα παιδί κι ένας έφηβος χρειάζεται, απαιτεί και χρησιμοποιεί μια συσκευή με πολλαπλές δυνατότητες και παγίδες.

    Όμως εδώ θέλω να θίξω με συντομία και το μέγα ζήτημα του λαϊκισμού, ο οποίος (το περιγράφει και αυτό διαφωτιστικά ο Θ. Τάσης στο βιβλίο του Ψηφιακός Ανθρωπισμός) τρέφεται από την εύκολη, εύπεπτη και επιλεκτική πληροφορία και προβολή της πραγματικότητας που μας προσφέρει - διαχειριζόμενο την πληθωριστική ελευθερία μας, με την εύκολη ώθηση των λαϊκιστών - το διαδίκτυο. Κλειστές ομάδες ομοφρόνων, φονταμενταλιστών της θρησκείας και του έθνους, ρατσιστών, θρησκόληπτων, ευσεβιστών και άλλων, συμφωνούν σε όλα τα μίση και τα πάθη τους, υψώνουν ένα κάστρο και προφυλάγονται από το νέο, το διαφορετικό, το άγνωστο.

     Εδώ λοιπόν βλασταίνει ευκολότερα ο αυταρχικός λαϊκισμός των όπου γης νάρκισσων, οι οποίοι «θέλουν μ’ ένα λόγο δικό τους, να υποκαταστήσουν την αλήθεια των πολλών αναπνοών», όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης.[3] Λαϊκισμό, βεβαίως, εξέφρασαν διαχρονικά, με τρόπο ιδεοληπτικό και τα κόμματα, τα οποία δεν βάλλονται για τα τρωτά τους μόνο στις μέρες μας κατά τις πρόσφατες κρίσεις που ζει η οικουμένη. Ήδη από το 1943 η εξαίρετη φιλόσοφος, επί σειρά ετών αγωνίστρια στους χώρους της κομμουνιστικής Αριστεράς, αλλά ευρύτατων οριζόντων Σιμόνη Βέιλ είχε γράψει το περίφημο δοκίμιο «Για την Κατάργηση των κομμάτων»,[4] στο οποίο λίγο πολύ εξαχρειώνει απόλυτα τα πολιτικά κόμματα. Σε κάποιο σημείο μάλιστα, βασίζει την επιχειρηματολογία της και στο βιβλικό «οὐ γάρ ἐστι δένδρον καλὸν ποιοῦν καρπὸν σαπρόν, οὐδὲ δένδρον σαπρὸν ποιοῦν καρπὸν καλόν» (Λουκάς 6:43), ταυτίζοντας τα κόμματα με το «σάπιο», το κακό δηλαδή δέντρο. Χρειαζόμαστε βέβαια εδώ τη συνάφεια του εδαφίου, που τη δίνει η συνέχειά του, «ἕκαστον γὰρ δένδρον ἐκ τοῦ ἰδίου καρποῦ γινώσκεται» (Λουκάς 6:44) αλλά και τη σωστή ερμηνευτική που είναι αντιδιαρχική και αντιμανιχαϊκή και καθόλου σχηματική: ούτε τα επίδοξα άτομα που αναρριχώνται στην πολιτική σκηνή, ούτε τα κόμματα θα πρέπει να τα δει κανείς ως τέλεια εξαχρειωμένα, μήτε βεβαίως ως εξιδανικευμένα. Ας κριθεί ο καθείς από τους καρπούς του. Τόσο η εξιδανίκευση όσο και η εξαχρείωση είναι επικίνδυνες· όλοι και όλα βρίσκονται σε μία πορεία προόδου και εξέλιξης (εφόσον είναι ζωντανοί οργανισμοί και όχι απολιθώματα), στην οποία χωράει τόσο η επιτυχία όσο και αποτυχία.

    Αλλά ο αγώνας στην κοινωνία και στην παιδεία μας, θα πρέπει να είναι πρωτίστως για την αλήθεια· για το σπάσιμο του καθρέφτη που επιλεκτικά προβάλλει τον ειδωλοποιημένο εαυτό μας, την ιδεολογία μας, ή την ιδεολογικοποιημένη πίστη μας, ώστε να διακρίνουμε την αδικία, την ψευτιά, την υποκρισία κι όλα όσα ψευτίζουν τη ζωή μας και τη ζωή των μαθητών και των παιδιών μας. Αυτό θα ήταν ένα μέγιστο μάθημα, πέρα από την ευκολία και τη βιάση στην οποία συχνά μας παρασύρει η ταχύτητα και η στοχευμένη προβολή εικόνων στο διαδίκτυο. Γι’ αυτό τραγούδια/στίχοι σαν τους ακόλουθους από τον «Άγγελο Εξάγγελο» του Διονύση Σαββόπουλου, θα ήταν καλό να εμπλουτίσουν τη διδασκαλία. Μια σύντομη, υποβοηθούμενη από εμάς ερμηνεία τους, θα συνέτεινε τα μέγιστα τη διάκριση του προφήτη από τον ψευδοπροφήτη, του πολιτικάντη από τον πολιτικό, του ηγέτη από τον δημαγωγό, του αφυπνισμένου λαού από τον αλλοτριωμένο. Κι ας το ακούμε δύο και τρεις φορές, όχι βιαστικά, ούτε εν μέρει, αλλά όπως του πρέπει, για να μας μιλήσει σωστά.

                         ***

Άγγελος εξάγγελος μάς ήρθε από μακριά

γερμένος πάνω σ’ ένα δεκανίκι

Δεν ήξερε καθόλου, μα καθόλου να μιλά

και είχε γλώσσα μόνο για να γλείφει

                      ***

Τα νέα που μάς έφερε ήταν όλα μια ψευτιά

κι ακούγονταν ευχάριστα στ’ αυτί μας

Γιατί έμοιαζε μ’ αλήθεια η κάθε του ψευτιά

κι ακούγοντάς τον ησύχαζε η ψυχή μας […]

                      ***

Και πέρασε ο χειμώνας κι ήρθε η καλοκαιριά

κι ύστερα πάλι ξανάρθανε τα κρύα

Ώσπου κάποιο βραδάκι, τι τού ’ρθε ξαφνικά

κι άρχισε να φωνάζει με μανία

                       ***

Τα πόδια μου καήκανε σ’ αυτή την ερημιά

Η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα

Τα νέα που σάς έφερα, σάς χάιδεψαν τ’ αυτιά

μ’ απέχουνε πολύ απ’ την αλήθεια

                       ***

Αμέσως καταλάβαμε τι πήγαινε να πει

και τού ’παμε να φύγει μουδιασμένα

Αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει

καλύτερα να μη μάς πει κανένα

*Δρ Θεολογίας Α.Π.Θ., συγγραφέας, εκπαιδευτικός ΥΠΑΝ


[1] Θεοφάνης Τάσης, Πολιτικές του βίου ΙΙ. Η επιμέλεια εαυτού στην εικονιστική κοινωνία, Αρμός, Αθήνα 2017· Ψηφιακός ανθρωπισμός. Εικονιστικό υποκείμενο και τεχνητή νοημοσύνη, Αρμός, Αθήνα 2019· Φιλοσοφία της ανθρώπινης αναβάθμισης, Αρμός, Αθήνα 2021.

[2] Πρόκειται για το συνέδριο «Η ορθόδοξη Θεολογία εν πορεία στην “άυλη πραγματικότητα” της ύστερης νεωτερικότητας» με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων κυκλοφορίας του περιοδικού Θεολογία της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, το κύριο μέρος του οποίου έλαβε χώρα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (11-14 Οκτωβρίου 2023).

[3] Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, «Απόλογος. Τετράδιο Δεύτερο», Ομιλήματα, Ακρίτας, Αθήνα 21992,  σ. 133.

[4] Σιμόνη Βέϊλ, Για την Κατάργηση των Κομμάτων, μτφρ.: Σωτήρης Γουνελάς, Αρμός, Αθήνα 2011.




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter











831