Η Τέχνη στην Εκπαίδευση και το Σύστημα «αξιών» της «αγοράς»


ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΠΑΠΑΛΟΥΚΑ*

Η Φιλοσοφία και η Παιδαγωγική από την αρχαιότητα αλλά και επιστήμες όπως η Ψυχολογία και η Νευροφυσιολογία στις μέρες μας κατέδειξαν τη μεγάλη σπουδαιότητα της Τέχνης στην Παιδεία και τις βαθύτερες σχέσεις της με τη μάθηση ευρύτερα. Για να μπορεί ο άνθρωπος να σκέφτεται ολοκληρωμένα, είναι απαραίτητη η ισότιμη λειτουργία και των δύο ημισφαιρίων του εγκεφάλου του. Το δεξιό ημισφαίριο, υπεύθυνο  για   τις   καλλιτεχνικές   και   μουσικές δεξιότητες, αναπτύσσεται κατεξοχήν μέσα από τη δημιουργική διαδικασία, δίνοντας στον άνθρωπο τη δυνατότητα να αντιλαμβάνεται σύνθετες καταστάσεις και να έχει εναλλακτικές οπτικές και προσεγγίσεις. Κατά τον Πλάτωνα, η μύηση του παιδιού στην αισθητική εμπειρία – η οποία καλλιεργείται και με την αισθητική εκτίμηση των έργων τέχνης – το απαλλάσσει από τα πάθη της ψυχής και το ημερεύει.

Μέσα από το βίωμα που προσφέρει η διδακτική της Τέχνης, τα παιδιά αποκτούν αισθητική παιδεία, συνθήκη απαραίτητη για να έρθουν πρώτα σε κοινωνία με έργα τέχνης του δικού τους πολιτισμού, που θα τους βοηθήσει να συνειδητοποιήσουν την ιδιαίτερή τους ταυτότητα, και ακολούθως με έργα άλλων πολιτισμών. Σε έναν κόσμο πολυπολιτισμικό, η αισθητική αυτή αγωγή θα τους δώσει τη δυνατότητα να μπορούν να τοποθετηθούν χωροχρονικά, εθνικά και πολιτισμικά, χωρίς τον κίνδυνο της πολτοποίησης (κομποστοποίησης). Τα παιδιά έχουν το δικαίωμα στην αισθητική παιδεία και εμείς έχουμε την υποχρέωση να τους την προσφέρουμε όσο καλύτερα γίνεται, βοηθώντας τα να γνωρίσουν βαθύτερα τον πολιτισμό τους και ενθαρρύνοντάς τα στη συνέχεια να αναπτύξουν εποικοδομητικό διάλογο με άλλους πολιτισμούς, αφού προϋπόθεση κάθε διαλόγου είναι η ύπαρξη δύο διακριτών οντοτήτων σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο.

Η εκ νέου προσωπική επαφή μου ως καθηγητής τέχνης με τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, με έφερε άμεσα αντιμέτωπο με τα χρόνια προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα Καλλιτεχνικά μαθήματα, και συγκεκριμένα το μάθημα της Τέχνης (Εικαστικών). Κύρια αιτία όλων των προβλημάτων είναι αναμφίβολα η μη εργαστηριοποίηση του μαθήματος και ως εκ τούτου η υποβάθμισή του. Το πιο ανησυχητικό ωστόσο, είναι το γεγονός ότι οι υπεύθυνοι για θέματα εκσυγχρονισμού και βελτιστοποίησης της εκπαίδευσης δεν έχουν συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα του θέματος, ενώ οι άμεσα εμπλεκόμενοι, αποθαρρημένοι από την επικρατούσα κατάσταση, φαίνεται να έχουν συμβιβαστεί και να έχουν παραιτηθεί από κάθε νόμιμη και παιδαγωγικά επιβεβλημένη διεκδίκηση.

 Η εργαστηριοποίηση του μαθήματος της Τέχνης (Εικαστικών)  είναι επιβεβλημένη ανάγκη, προκειμένου να αποφευχθούν οι  σοβαρές συνέπειες που  επιφέρει η προβληματική λειτουργία  του μαθήματος στην ολοκληρωμένη ανάπτυξη των παιδιών. Ενώ έχει ολοκληρωθεί η εργαστηριοποίηση μαθημάτων ή προωθείται η εργαστηριοποίηση άλλων, τα οποία δεν είναι εργαστηριακά - με όλα τα θετικά που αυτό συνεπάγεται- για το μάθημα των Εικαστικών, κατεξοχήν εργαστηριακό, δεν έχει ακόμα ακολουθηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία εργαστηριοποίησής. Το πρόβλημα σπρώχνεται συστηματικά κάτω από το τραπέζι, γιατί προφανώς η ανάδειξή του γκρεμίζει το οικοδόμημα ή την εικόνα (ψευδαίσθηση) που θέλουμε να έχουμε για το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Η αντιμετώπισή του προϋποθέτει «κόστος» και ως κράτος έχουμε ήδη πολλά «έξοδα» λόγο διαφθοράς κρατικών αξιωματούχων. Τα οφέλη, άλλωστε, που προκύπτουν από τα καλλιτεχνικά μαθήματα στην ολιστική ανάπτυξη και παιδεία των νέων δεν εντάσσονται  στο σύστημα «αξιών» της «αγοράς».

Η όλη κατάσταση δημιουργεί ερωτηματικά για τη σοβαρότητα με την οποία προσεγγίζεται η Παιδεία στην Κύπρο στο σύνολό της.Γιατί πέρα από τα εύλογα ερωτήματα που προκύπτουν, η μη εργαστηριοποίηση του μαθήματος της Τέχνης (Εικαστικών) όπως και άλλων καλλιτεχνικών μαθημάτων, αποτελεί δυσμενή διάκριση σύμφωνα με το άρθρο   28 του Κυπριακού συντάγματος και τη συνθήκη 5 της Ευρωπαϊκής ‘Ένωσης.

Με τις παρούσες συνθήκες στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, το μάθημα της Τέχνης (Εικαστικών) δεν προσφέρει στους μαθητές τα ωφελεί που δικαιούνται. Οι χώροι διδασκαλίας, χωρίς εργαστηριακή δομή και τον απαραίτητο εξοπλισμό, υπολειτουργούν. Ακόμα, όμως, και όταν υπάρχει ο απαιτούμενος εξοπλισμός, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν συγκεκριμένα υλικά και μέσα, λόγω του μεγάλου αριθμού μαθητών, αφού δεν μοιράζονται σε πιο μικρές ομάδες όπως προβλέπεται. Με την παρούσα κατάσταση, η προσωπική επαφή με τον μαθητή και η εποπτεία, απαραίτητη συνθήκη και επιβεβλημένη ανάγκη για τη διεξαγωγή εργαστηριακών μαθημάτων, είναι αδύνατη. Ως αποτέλεσμα παραλείπονται σημαντικά εργαστήρια με ψηλές απαιτήσεις σε ό,τι αφορά τη διαδικασία διεκπεραίωσης τους αλλά και όσον αφορά την ασφάλεια των μαθητών.

Οι συνάδελφοι της Τέχνης είναι καταβεβλημένοι και εξουθενωμένοι από την υπερπροσπάθεια που καταβάλλουν καθημερινά για να φέρουν εις πέρας εργαστηριακό μάθημα σε συνθήκες που ισχύουν για μαθήματα καθέδρας. Σε όλο αυτό έρχεται να προστεθεί και το αίσθημα της αδικίας που αισθάνονται και που καλούνται να διαχειριστούν, το οποίο κάνει την όλη κατάσταση ακόμα δυσκολότερη. Η διδασκαλία του μαθήματος της Τέχνης δεν μπορεί και ούτε πρέπει να επαφίεται στο φιλότιμο και τον υπέρμετρο ζήλο των καθηγητών.

Σε αντίθεση με τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, τα εργαστήρια της Τέχνης στη Δημοτική Εκπαίδευση είναι ως επί τω πλείστο καλύτερα στελεχωμένα και με μικρότερες ομάδες μαθητών, όταν αυτό είναι εφικτό. Ενώ, ωστόσο, το γεγονός αυτό θα έπρεπε να λειτουργεί θετικά, έχει αρνητική συνέπεια, αφού οι μαθητές μεταβαίνουν από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο με υψηλότερες προσδοκίες και όταν διαπιστώνουν τις δυσχερείς συνθήκες που επικρατούν στο μάθημα της Τέχνης (Εικαστικών), απογοητεύονται.

Θα ήταν παράληψη να μην επισημάνω και τα προβλήματα που προκύπτουν στη Δημοτική Εκπαίδευση, ως επιπτώσεις (εκπτώσεις) του «πολυδύναμου» των δασκάλων. Ο συνδικαλισμός των δασκάλων «κατάφερε» ένα χτύπημα κάτω από τη μέση, στην Παιδεία, στερώντας από τα παιδιά, στην πιο ευαίσθητη ηλικία, τη διδασκαλία των καλλιτεχνικών μαθημάτων από πτυχιούχους του Κλάδου. Τα σεμινάρια και οι επιμορφώσεις που γίνονται βοηθούν, δεν είναι όμως αρκετά για να δικαιολογήσουν τη συνδικαλιστική τους «επιτυχία».

Οι γονείς, ως άμεσα επηρεαζόμενοι, είναι καιρός να συνειδητοποιήσουν ότι η προβληματική λειτουργία των καλλιτεχνικών μαθημάτων δυσχεραίνει την ολιστική και υγιή ανάπτυξη των παιδιών τους. Γιατί χωρίς τη βιωματική σχέση με την Τέχνη, που επιτυγχάνεται μέσα από τη δημιουργική διαδικασία που προσφέρει το μάθημα, όταν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες, τα παιδιά τους παραμένουν δημιουργικά «ανάπηρα», με επιπτώσεις στη διανοητική και πνευματική τους ανάπτυξη.

Στο μάθημα της Τέχνης ακολουθείται η παραγωγική μέθοδος, η οποία καλλιεργείται και εξελίσσεται μέσα από τη δημιουργική διαδικασία. Ο δημιουργός- μαθητής ξεκινά από μια ιδέα και επιδιώκει την υλοποίησή της, χωρίς να υπάρχουν πάντα εκ των προτέρων δεδομένα. Συνειρμικά αναζητά ή πλάθει δεδομένα όπου χρειάζεται, για να δώσει μορφή στην ιδέα του, μετουσιώνοντάς την σε έργο τέχνης. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, την σπουδαία και τελεία κατά τον Αριστοτέλη, ενεργοποιούνται ανώτερες λειτουργίες του εγκεφάλου. Η ίδια η δημιουργική διαδικασία επιβάλλει την ενεργοποίηση νευρώνων και την πραγματοποίηση συνάψεων στον εγκέφαλο, που διαφορετικά θα παρέμεναν σε καταστολή. Ο μαθητής μπορεί έτσι να ενεργήσει εναλλακτικά, να σκεφτεί συνειρμικά και αφαιρετικά, αλλά και να λειτουργήσει αναλυτικά και συνθετικά. Αποκτά δεξιότητες και ικανότητες που στη συνέχεια θα τον βοηθήσουν να βρει λύσεις σε προβλήματα, να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα, να διερωτηθεί, να πειραματιστεί, να καινοτομήσει και να πετύχει, όποιο και αν είναι το αντικείμενό  του.

Η εκπαίδευση χρειάζεται ανθρώπους καταρτισμένους, με παιδεία, που με το έργο τους να έχουν αποδείξει ότι είναι σε θέση να αντιληφθούν τη σημασία της και να συμβάλουν ουσιαστικά προς την εξυγίανσή της. Φαίνεται όμως, πως η εκπαίδευση στην Κύπρο αντιμετωπίζεται περισσότερο σαν «επιχείρηση» της οποίας πρέπει να μειωθεί το «κόστος», γιατί το προϊόν που παράγει δεν μπορεί να «αξιολογηθεί» με μονάδες μέτρησης της «αγοράς» σε «κέρδος».

Η παιδεία σίγουρα δεν μπορεί να υπολογιστεί με το σύστημα «αξίων» της «αγοράς», αλλά δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε η αγορά να λειτουργεί ανθρώπινα, χωρίς τα φαινόμενα διαφθοράς που βιώνουμε. Οι λογικές «εξυγίανσης» των μνημονίων και οι πολιτικές λιτότητας θεωρούν πιο σημαντικές τις τράπεζες από την παιδεία, την κοινωνική συνοχή και ευημερία. Δεν είναι σε θέση ούτε έχουν σκοπό να προσφέρουν στους λαούς προοπτική για ανάκαμψη, αληθινή πρόοδο και ανάπτυξη.

Ένας από τους κυριότερους λόγους για τους οποίους συνεχίζουμε πέρα από κάθε λογική να υπάρχουμε σήμερα, μετά από τόσες επιδρομές και κατακτήσεις, ως Κύπριοι Έλληνες, είναι γιατί έχουμε καταφέρει με συνέπεια να δημιουργήσουμε σημαντικά έργα Τέχνης σε όλες τις περιόδους της χιλιόχρονης ιστορίας μας. Δυσανάλογα προς το μέγεθος της Κύπρου, τα έργα Τέχνης μας έχουν πετύχει κάτι αξιοζήλευτα μοναδικό. Χωρίς «κόστος», κατάφεραν να κατακτήσουν τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου και να είναι σημείο αναφοράς.

Έχουμε ιερό καθήκον να καταστήσουμε τους νέους μας κοινωνούς αυτού του τόσο σημαντικού πολιτισμού, αν θέλουμε να συνεχίσουμε να είμαστε «κατακτητές», πολιτισμικά πρωταγωνιστές και όχι υποτελείς και κομπάρσοι. Χωρίς εκπτώσεις οφείλουμε να προσεγγίσουμε την Εκπαίδευση ολιστικά και να επενδύσουμε στην Παιδεία με όραμα, μακριά από συνδικαλιστικές, ιδεολογικές, κομματικές και άλλες σκοπιμότητες, που ως σύγχρονος Προκρούστης, την έχουν κακοποιήσει.

*Αντικαταστάτης Μέσης




Comments (0)





Add a new comment:








Newsletter










191