ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΙΤΛΕΤΤΟΝ*
«Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει…»
(Τάσος Λειβαδίτης)
Τις προάλλες θυμήθηκα τις συναντήσεις της Τρίτης στο πανεπιστήμιο, την περίοδο του μεταπτυχιακού. Κάθε Τρίτη ή δεύτερη Τρίτη, δηλαδή δύο ή τέσσερις φορές τον μήνα, μάς επισκεπτόταν το απόγευμα ένας καθηγητής από άλλο πανεπιστήμιο, για μια διάλεξη πάνω σε θέμα που απτόταν του αντικειμένου μας. Η διάλεξη μετατρεπόταν σε συζήτηση σε μια σύναξη-πάρτι στο τμήμα, το οποίο γινόταν βάση και σπίτι μας: κρασί, καφές, σάντουιτς και κουβεντούλα. Συχνά και η συζήτηση γινόταν φιλική και μετατοπιζόταν στη συσχέτιση του αντικειμένου μας με την εποχή μας, τους όρους και τα χαρακτηριστικά της. Οι κλασικές σπουδές συνδέονταν επιτυχώς ή ανεπιτυχώς με τις παθογένειες της κοινωνίας και με την επικαιρότητα, με τα προβλήματα της ανατέλλουσας χιλιετίας -τότε ήταν και ο πόλεμος στο Ιράκ και ο κίνδυνος κορύφωσης της ανθρωπιστικής κρίσης... Θυμάμαι όμως ότι μέσα σε αυτές τις συζητήσεις μεγάλωνα και συνειδητοποιούσα, ακόμα κι αν δεν συνειδητοποιούσα ότι συνειδητοποιούσα.
Θυμήθηκα λοιπόν τις συναντήσεις της Τρίτης γιατί οι ίδιοι οι μαθητές μου πρόβαλαν την ανάγκη και το αίτημα να έρχονται τακτικά στο σχολείο άνθρωποι από άλλους χώρους και να συζητούν μαζί τους για κοινωνικά θέματα όπως κι εμείς να συζητούμε βάσει της επικαιρότητας και να συνδέουμε έτσι την ύλη με το ευρύτερο πλαίσιο. Θέλησαν ως εκ τούτου να τους μιλήσουν ή/και να μιλήσουμε για το τρίχρονο αγοράκι που κακοποιήθηκε μέχρι θανάτου, θα μιλήσουμε και για τη δύστυχη οικογένεια που κάηκε προ ημερών στο σπίτι της. Ζήτησαν να πούμε πέρα από τα τετριμμένα (κροτίδες και οδική ασφάλεια) για τη βία, για τα ναρκωτικά, για την ευθύνη του γονέα, για την οικονομική, κοινωνική και ψυχική εξαθλίωση και για τους παράγοντες που την τροφοδοτούν στις μέρες μας. Συγκλονισμένα, διψασμένα όχι να αποδώσουν ευθύνες, αλλά να αναζητήσουν αιτίες και λύσεις, ζήτησαν να δίνουμε χρόνο στην κοινωνία και κοινωνία στον χρόνο μας.
Το αίτημά τους, που συγκινητικά μιλάει για την αγωγή που παίρνουν στα σπίτια τους, μπόρεσα μεν να το συνδέσω άμεσα με την τρέχουσα ύλη και τον τρέχοντα χρόνο, πέραν τούτου όμως δεν μπορεί παρά να προβληματίζει και γενικότερα για τον βαθμό του ανοίγματος του σχολείου στην κοινωνία, τους ανθρώπους και τα θέματά της, να προβληματίζει για το υλικό που εμείς θα δώσουμε στον κόσμο αύριο, αν δεν θέλουμε να εκφωνούμε κάποτε τη δική του ύλη, τον δικό του «επιτάφιο».
Το θέμα λοιπόν δεν είναι πια κατά πόσον οι κλασικές σπουδές συνδέονται με το πρόβλημα των αστέγων ή της αυξανόμενης εγκληματικότητας ή των πολέμων. Το θέμα τέθηκε σε άλλη βάση, ακόμα κι αν μου θύμισε εκείνες τις συναντήσεις της Τρίτης, και μπορεί να συνοψιστεί στο πώς και αν μπορούμε να εντάσσουμε τα κοινωνικά προβλήματα στην εκπαίδευση ή να τα «εκπαιδευτικοποιούμε», για να μεταφράσω επακριβώς τον όρο educationalization, που χρησιμοποιεί σε σχετικό άρθρο του (2008) ο David Labaree, του πανεπιστημίου του Stanford. Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του με τίτλο «Οι νικηφόρες πτυχές μιας στρατηγικής με εγγενή αποτυχία» (αναφερόμενος στην «εκπαιδευτικοποίηση» των κοινωνικών προβλημάτων στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών), ο συγγραφέας εξηγεί ότι η τάση να εντάσσουμε τα κοινωνικά προβλήματα στην εκπαίδευση, με οποιαδήποτε μορφή, είναι εδραιωμένη, μεταξύ άλλων, στην πεποίθηση ότι η εκπαίδευση οφείλει να είναι κοινωνικά ωφέλιμη αλλά και στη βαθιά μας πίστη στην πρόοδο, επομένως επενδύουμε στην εκπαίδευση για να επιτύχουμε την πρόοδο στην κοινωνία, την οικονομία, την πολιτική και αναζητούμε μέσω αυτής θεραπείες και λύσεις.
Μολαταύτα ο συγγραφέας εκφράζει την άποψη ότι η στρατηγική αυτή αποτυγχάνει λόγω του ότι η εκπαίδευση έχει πολλούς και αντικρουόμενους μεταξύ τους στόχους, όπως να προαγάγει το καλό του συνόλου, να προαγάγει και τις ατομικές επιδιώξεις, να υπηρετήσει την πολιτική, να υπηρετήσει και την κοινωνία, να μας κάνει ιδεαλιστές, να μας κάνει και πραγματιστές. Προς τούτο εκπονεί προγράμματα και μαθήματα, τεχνικές και δράσεις μέσα στις οποίες εξασθενεί η δυνατότητα πραγματικής της επίδρασης στην κοινωνία.
Άλλωστε ο χώρος της εκπαίδευσης είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας, επομένως θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα κοινωνικά προβλήματα μεταφέρονται σε αυτόν, οι άνθρωποί του είναι οι ίδιοι οι φορείς των προβλημάτων, όσο κι αν εμείς παλεύουμε να δημιουργήσουμε κοινωνικά ευσυνείδητους και ευαίσθητους, διορατικούς πολίτες, που θα αναλάβουν θέσεις και δράσεις για να τα επιλύσουν. Το πολύ πολύ, όπως πιστεύεται από κάποιους, να καταφέρουμε να οξύνουμε λίγο τη σκέψη και την κρίση, να εξασκήσουμε λίγο παραπάνω τους μαθητές μας στη γλώσσα και το ύφος μιας δημόσιας συζήτησης στο πλαίσιο του γόνιμου διαλόγου ή της γόνιμης αντιπαράθεσης με κάποια debates ή μεμονωμένες συζητήσεις κοινωνικής εμβάθυνσης ή να δώσουμε με προσοχή κάποιο ηθικοκοινωνικά ήπιο προς ουδέτερο περιεχόμενο στη διδασκαλία μας αναλόγως της ύλης, ακόμα... να επικαιροποιήσουμε στιγμιαία το μάθημά μας (στην αρχή -στην αφόρμηση- και στο τέλος -στην ανακεφαλαίωση-).
Μπορούμε ή θέλουμε να αναλάβουμε μια μεγαλύτερη πρόκληση; Μπορούν λίγοι άνθρωποι που εμβαθύνουν σε ένα κοινωνικό πρόβλημα και ευαισθητοποιούνται να αλλάξουν τον κόσμο με ή χωρίς τη δική μας καθοδήγηση; Μπορούν στο τέλος της ημέρας τα προβλήματα να αντιμετωπιστούν με αξιακά συστήματα και συζητήσεις; Νομίζω ότι η απάντηση δόθηκε κάποια Τρίτη σ' ένα πανεπιστημιακό humanities πάρτι. Όπως οι κλασικές μας σπουδές δεν θα μπορούσαν από μόνες τους και χωρίς τη συνδρομή άλλων παραγόντων να εξαλείψουν τη φτώχεια, τους πολέμους και την καταναλωτική υστερία (όπως νεαρότεροι ονειρευόμασταν τις Τρίτες), έτσι και η συζήτηση των κοινωνικών προβλημάτων μέσα στην τάξη δεν εγγυάται από μόνη της τη δημιουργία ολόκληρων ευαίσθητων και αλληλέγγυων γενεών που θα αγωνίζονται για την κοινωνική δικαιοσύνη και την αξιοπρέπεια.
ΟΜΩΣ είναι στη φύση ημών των εκπαιδευτικών να είμαστε αισιόδοξοι. Γιατί αν έστω για μια στιγμή πιστεύαμε ότι είναι απολύτως αδύνατον να συμβάλουμε στη διάπλαση ενεργών και συνειδητοποιημένων, κοινωνικά και ηθικά σκεπτόμενων ανθρώπων, όχι μόνο δεν θα «εκπαιδευτικοποιούσαμε» τίποτε, αλλά θα σηκώναμε τα χέρια ψηλά «αποεκπαιδευτικοποιώντας» και οτιδήποτε σχεδιάστηκε και εφαρμόζεται ήδη με ιδεολογία, όραμα και προοπτική. Είναι λοιπόν στη φύση μας να είμαστε αισιόδοξοι. Κι αν μπορούμε να κρατήσουμε μόνο μερικούς μαθητές μας στον ενεργητικό κοινωνικό ανθρωπισμό, ίσως σωθεί κάποιο άλλο παιδί από την κακοποίηση ή κάποια άλλη οικογένεια από την εξαθλίωση. Και έναν ακόμα να πείσουμε να επιμείνει στην κοινωνική παρατήρηση και ευαισθητοποίηση, είμαστε σε καλό δρόμο. Αλλά και να μην καταφέρουμε να δώσουμε πίσω στο κοινωνικό σώμα ανθρώπους τολμηρούς και ανθρωπιστές, που μπορούν να συμπονούν, να επιθυμούν και να ξέρουν πώς να εργάζονται για τον κόσμο, τουλάχιστον θα έχουμε καταφέρει να τους βεβαιώσουμε πως ο κόσμος αξίζει να σωθεί και πως «μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει…».
*Φιλόλογος
Λύκειο Αγίου Νεοφύτου