Σχολική αποτυχία και αποτυχία στις Παγκύπριες Εξετάσεις


ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ*

    Η σχολική επίδοση ενός μαθητή ορίζεται ως η αξιολόγηση της απόδοσης του σε σχέση με την εκπαιδευτική διαδικασία. Επομένως επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες που εμπλέκονται στην εκπαιδευτική πράξη αλλά και στη γενικότερη διάπλαση της προσωπικότητας του παιδιού.

Η σχολική αποτυχία είναι ένα πολυσύνθετο πρόβλημα με πολλές παραμέτρους ως προς τα αίτια και τις συνέπειες της. Παλαιότερα αφορούσε ομάδες ατόμων που βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση από άποψη γνωστικών, γλωσσικών, οικονομικών, πολιτισμικών, κοινωνικών και ατομικών ιδιαιτεροτήτων. Όμως η αυξανόμενη επιτυχία μαθητών  από κοινωνικοοικονομικά μειονεκτικά περιβάλλοντα ανατρέπει τους πιο πάνω λόγους σχολικής αποτυχίας.

Οι μέσοι όροι των αποτελεσμάτων των Παγκύπριων Εξετάσεων καταγράφουν αρνητικό ρεκόρ των τελευταίων ετών. Παραδόξως άριστοι μαθητές έγραψαν κάτω από τη βάση και στα τέσσερα εξεταζόμενα μαθήματα. Επίσης μέσω του αντιεκπαιδευτικού και αντιπαραγωγικού συστήματος επεξεργασίας βαθμολογιών, όπου ως επί το πλείστο, το 2 γίνεται 10, και επιτρέπει σε ανεπαρκείς μαθητές να εξασφαλίζουν θέσεις σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.

Ποια λοιπόν είναι τα πιθανά αίτια  που προηγήθηκαν και γέννησαν την σχολική αποτυχία και την τωρινή πρωτοφανή αποτυχία στις Παγκύπριες Εξετάσεις;

Μεταξύ άλλων παραγόντων συγκαταλέγονται και α) Διδακτικά βιβλία που υστερούν σε σαφήνεια λόγου και επιστημονική δομή, β) Αναλυτικά Προγράμματα, όπου συσσωρεύεται «διδακτέα ύλη» χωρίς την απαραίτητη μεθοδική ταξινόμηση και γ) Διδασκαλία χωρίς παιδαγωγικό προσανατολισμό.

Επίσης  παράγοντας αποτυχίας κυρίως στις παγκύπριες εξετάσεις είναι και το υπάρχων (ευτυχώς σε μικρά ποσοστά) μη αμερόληπτο σύστημα αξιολόγησης των μαθητών βασισμένο σε εύκολα διαγωνίσματα, μερικές φορές σε συγγενειακές και πελατειακές σχέσεις με αποτέλεσμα τους παραφουσκωμένους εικονικούς βαθμούς ιδιαίτερα της Γ Λυκείου και κατά συνέπεια οι μαθητές και γονείς να υπερεκτιμούν τις δυνατότητες τους.

Τα τελευταία χρόνια η Κύπρος  ταλανίζεται από τον εφιάλτη των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, κάθε μορφής και εμπνεύσεως.

Η  φιλοδοξία κάθε μεταρρύθμισης θα ήταν να κερδίσει και να προωθήσει τους αδύνατους και τους αδιάφορους μαθητές.  Αλλάζοντας αναλυτικά προγράμματα, ξαναγράφοντας βιβλία, εισάγοντας θεσμούς ενισχυτικής διδασκαλίας. Είναι όμως οφθαλμοφανές ότι παρ’ όλες τις μεταρρυθμίσεις, κάθε χρόνο εκκολάπτονται  ακόμη περισσότεροι μαθητές «nullo labore»,  λατινικός όρος, που σημαίνει «χωρίς κόπο»  και πολλοί μαθητές είναι παγιδευμένοιι και παροπλισμένοι στα πίσω θρανία και στο περιθώριο.

Αυτός ο μεγάλος βαθμός  παθητικότητας,  απάθειας και  νωθρότητας που παρατηρείται εκ μέρους πολλών μαθητών, καλλιεργείται επίσης από το γεγονός ότι σε μεταγενέστερο στάδιο   μεγάλος αριθμός νέων ανθρώπων τα πάνε καλά  στη ζωή τους, ανεξάρτητα από τις επιδόσεις τους ή την προσαρμογή τους στο εκπαιδευτικό σύστημα λόγω της οικονομικής ευμάρειας των γονέων ή άλλων συγγενειακών σχέσεων ή συγκυριών.

Η αποφυγή των γονέων να αφήσουν τα παιδιά τους να σταθούν μόνοι τους στα πόδια τους, να αναλάβουν τις ευθύνες τους και η τάση να τους προσφέρουν «τα πάντα στο πιάτο»  δημιουργεί ταυτόχρονα  έλλειψη κριτικής σκέψης και  δημιουργικότητας στους νέους καθώς και την ανάγκη για υποκατάστατα.

Όταν ένας νέος δεν νιώθει μέσα του ότι «στέκεται στα πόδια του, στις δικές του δυνάμεις»,  και δεν είναι ανεξάρτητος,  τότε με  την  παραμικρή δυσκολία  στο σχολείο καταρρέει,   με την φυσιολογική απογοήτευση πέφτει σε μελαγχολία,  και για να επιβιώσει καταφεύγει σ’ έναν ανώριμο μηχανισμό.  Ο μηχανισμός αυτός είναι η εξάρτηση του από κάποιον ή από κάτι. Η εξάρτηση είναι δηλαδή ένας παθολογικός συναισθηματικός δεσμός, που δίνει την ψευδαίσθηση βοήθειας σε έναν εύθραυστο και ευαίσθητο νέο. Η καταστροφικότητά της είναι ανάλογη του ψυχικού κενού που έρχεται να αναπληρώσει. Ένας  νέος πιθανόν να εξαρτηθεί από τα ναρκωτικά, το αλκοόλ, τις κακές παρέες και πρότυπα  ή  από το διαδίκτυο. Η διάσπαση της προσοχής και του ενδιαφέροντος των παιδιών λόγω αυτών των εξαρτήσεων  καθώς και η μείωση μαθησιακής ετοιμότητας ή απαιτούμενης ωριμότητας, ή και πιθανή άρνηση μάθησης  είναι φυσικό επακόλουθο.

 Κάθε αντικείμενο εξάρτησης έχει τον ίδιο σκοπό. Να καταστήσει τον νέο ανίκανο να σκεφτεί με έναν δημιουργικό και συναισθηματικό τρόπο, ώστε να αποφύγει τα δυσάρεστα συναισθήματα. Παρόλα τα θετικά στοιχεία του διαδικτύου όπως η δυνατότητα διεύρυνσης των γνώσεων και των εμπειρικών,  πολιτιστικών και πνευματικών οριζόντων του μαθητή,  στην περίπτωση της εξάρτησης από το διαδίκτυο, ο νέος επιδίδεται σε επαναλαμβανόμενες στερεότυπες πράξεις που έχουν το πρόσχημα της σκέψης, (όπως τα παιχνίδια , facebook), στην ουσία όμως τον παρασύρουν σ’ έναν  καταναγκασμό. Έτσι ο νέος «ξεχνιέται»  χωρίς  την συμμετοχή του σώματος και του μυαλού του, αλλά ζώντας μηχανικά χωρίς σκέψη και φαντασία.

Μάθηση, βέβαια, σημαίνει εξέλιξη της ικανότητας για κατανόηση, ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και φαντασίας η οποία είναι ανύπαρκτη σε πλείστους νέους λόγω των πιο πάνω εξαρτήσεων. Μάθηση χωρίς σκέψη είναι χαμένος κόπος. Σκέψη χωρίς μάθηση είναι κίνδυνος  (Κομφούκιος).

Χρειάζεται λοιπόν οι γονείς να καλλιεργήσουν ανθρώπους με χαρακτήρα και προσωπικότητα, με ψυχικά και πνευματικά εφόδια που θα αντέχουν στις δυσκολίες και τις αντιξοότητες της ζωής και όχι να τους εφοδιάζουν με αχρείαστα υλικά αγαθά και να ενθαρρύνουν μια αποχαυνωμένη νεολαία, μια νεολαία των ναρκωτικών, των τηλεστάρ,  των ριάλιτι σόου και άλλων εξαρτήσεων.  Πρέπει να τα καθοδηγούν, τα ενθαρρύνουν με την εμπιστοσύνη τους στην ανάληψη πρωτοβουλιών, να τους αναθέτουν εργασίες, ώστε η ενασχόληση με αυτές τους αναπτύσσει την υπευθυνότητα έναντι του  συνόλου. Να τα χειραφετούν ώστε, αργότερα να είναι σίγουρα για τις αποφάσεις που θα παίρνουν στη ζωή και ικανά να σταθούν στα πόδια τους, στηριζόμενα σε δικές τους δυνάμεις.

*Καθηγητής Πληροφορικής Μέσης Εκπαίδευσης

dimitriarte@cytanet.com.cy




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










1207