Συνεχιζόμενες διακρίσεις σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΗ*
Ως αποτέλεσμα αιώνων διωγμών και απόρριψης, αλλά και της απόπειρας εξόντωσής τους από τους Ναζί, οι Ρομά αποτελούν αναμφίβολα ένα ιδιαίτερο είδος ευάλωτης και μειονεκτούσας ομάδας που αντιμετωπίζει πολυάριθμες μορφές φυλετικών διακρίσεων, όπως η ρητορική μίσους και η αστυνομική βία. Όπως αναγνωρίζεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι διακρίσεις λόγω φυλής αποτελούν μια «ιδιαίτερα ειδεχθή» μορφή διάκρισης και λόγω των κινδύνων που μπορούν να προκαλέσουν, οι δημόσιες αρχές πρέπει να επιδεικνύουν προσοχή και να λαμβάνουν αυστηρά μέτρα εναντίον τους. Πολυάριθμοι ευρωπαϊκοί και διεθνείς οργανισμοί, έχουν επιβεβαιώσει ότι η απαιτούμενη προστασία για τους Ρομά επεκτείνεται οπωσδήποτε στον τομέα της εκπαίδευσης.
Το δικαίωμα στην εκπαίδευση εμπίπτει στον τομέα των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων και διευκολύνει την ένταξη των ατόμων στην κοινωνία. Το Άρθρο 2 παράγραφος 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ορίζει ότι «κανένα πρόσωπο δεν θα στερηθεί το δικαίωμα στην εκπαίδευση». Επιπλέον, σε συνδυασμό με το Άρθρο 14 της Σύμβασης, σύμφωνα με το οποίο τα δικαιώματα και οι ελευθερίες της Σύμβασης πρέπει να γίνονται σεβαστά χωρίς διακρίσεις για οποιονδήποτε λόγο, μεταξύ των οποίων και η φυλή, το Άρθρο 2 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να θεσπίσουν ένα πλαίσιο που να διασφαλίζει ότι όλοι/όλες έχουν πρόσβαση σε ένα ελάχιστο επίπεδο εκπαίδευσης.
Σε αρκετές αποφάσεις που αφορούσαν στην εκπαίδευση παιδιών Ρομά, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στην εκπαίδευση χωρίς διάκριση λόγω φυλής, υπό διαφορετικές συνθήκες και σε σχέση με διάφορα κράτη μέλη. Οι αποφάσεις, μάλιστα, εκδίδονται εδώ και σχεδόν είκοσι έτη, αποκαλύπτοντας ότι το πρόβλημα εξακολουθεί να υφίσταται και δεν έχει αντιμετωπισθεί. Σε αυτές τις υποθέσεις πρέπει να δοθεί Ιδιαίτερη προσοχή, καθώς αφορούν σε παιδιά, για τα οποία το δικαίωμα στην εκπαίδευση είναι ύψιστης σημασίας, πολλώ δε μάλλον για αυτά που ανήκουν σε μειονοτικές ομάδες.
Η πρώτη υπόθεση D.H. και άλλοι κατά της Τσεχικής Δημοκρατίας (13 Νοεμβρίου 2007) αφορούσε σε εθνική πρακτική, με βάση την οποία γινόταν εγγραφή δυσανάλογου αριθμού παιδιών Ρομά σε σχολεία για μαθητές/μαθήτριες με μαθησιακές δυσκολίες. Το κριτήριο που παρουσιάστηκε από τις αρμόδιες αρχές ως λόγος για το διαχωρισμό των μαθητών/μαθητριών ήταν αυτό των μαθησιακών δυσκολιών και όχι αυτό της φυλής, οπότε δεν επρόκειτο για άμεση διάκριση. Στην πράξη, όμως, αποδεικνυόταν η εγγραφή δυσανάλογου αριθμού παιδιών Ρομά σε ειδικά σχολεία, μαρτυρώντας έμμεση διάκριση λόγω φυλής.
Στις υποθέσεις Σαμπάνης και άλλοι κατά Ελλάδας (5 Ιουνίου 2008 και 11 Δεκεμβρίου 2012) το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αρμόδιες αρχές δεν βασίστηκαν σε ενιαίο και σαφές κριτήριο προκειμένου να επιλέξουν τα παιδιά, τα οποία για μαθησιακούς λόγους θα παρακολουθούσαν προπαρασκευαστικά μαθήματα και άρα, δεν θα φοιτούσαν στις κανονικές τάξεις. Σε ορισμένα από τα επίσημα έγγραφα αναφερόταν ως κριτήριο ένταξης στις προπαρασκευαστικές τάξεις η ηλικία, σε άλλα, όμως, το μόνο κριτήριο που αναφερόταν ρητά ήταν αυτό της καταγωγής Ρομά. Όπως αποδείχθηκε, τα συγκεκριμένα παιδιά δεν είχαν υποβληθεί σε τεστ αξιολόγησης πριν από την εγγραφή τους σε προπαρασκευαστικές τάξεις, προκειμένου να αξιολογηθούν οι πιθανές δεξιότητες ή οι μαθησιακές τους αδυναμίες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι στις προπαρασκευαστικές τάξεις φοιτούσαν μόνο παιδιά Ρομά, από τα οποία ούτε ένα δεν εγγράφηκε στην πορεία της φοίτησής του σε κανονική τάξη. Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι στην εγγραφή σε κανονικές τάξεις είχαν αντιδράσει γονείς παιδιών μη Ρομά. Μάλιστα, οι προπαρασκευαστικές τάξεις λειτουργούσαν σε κοντέινερ, εκτός του κτιρίου του σχολείου.
Στην υπόθεση Oršuš και άλλοι κατά Κροατίας (16 Μαρτίου 2010) το Δικαστήριο έκρινε ότι το μέτρο/πρακτική της τοποθέτησης παιδιών σε ξεχωριστές τάξεις λόγω της ανεπαρκούς γνώσης της κροατικής γλώσσας εφαρμόστηκε μόνο σε σχέση με παιδιά Ρομά σε διάφορα σχολεία, γεγονός που σαφώς αντικατοπτρίζει διαφορά στη μεταχείριση.
Στην υπόθεση Horváth και Kiss κατά Ουγγαρίας (29 Ιανουαρίου 2013) το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η διαφορετική μεταχείριση της τοποθέτησης μαθητών σε ενισχυτικό σχολείο για παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες εφαρμοζόταν πολύ πιο συχνά στην περίπτωση των παιδιών Ρομά από ό,τι σε άλλων, συνιστώντας περίπτωση έμμεσης διάκρισης.
Στις υποθέσεις Lavida και άλλοι κατά Ελλάδας (30 Μαΐου 2013), X και άλλοι κατά Αλβανίας (31 Μαΐου 2022), Elmazova και άλλοι κατά Βόρειας Μακεδονίας (13 Δεκεμβρίου 2022) και Szolcsán κατά Ουγγαρίας (30 Μαρτίου 2023) διαπιστώθηκε ότι, ενώ το επίσημο κριτήριο για την εγγραφή στα σχολεία ήταν η απόσταση μεταξύ σπιτιού και σχολείου, στην πραγματικότητα στα σχολεία αυτά φοιτούσαν αποκλειστικά παιδιά καταγωγής Ρομά. Μάλιστα, η υπόθεση Lavida συνιστά περίπτωση άμεσης διάκρισης, καθώς αναφερόταν ρητά ότι οι αρμόδιες αρχές αποφάσισαν «να κατασκευάσουν ένα νέο σχολείο για παιδιά Ρομά».
Όπως είναι προφανές, τέτοιου είδους διαχωρισμοί επιτείνουν τις κοινωνικές ανισότητες, δημιουργούν σχολεία γκέτο, καταδικάζουν τα παιδιά Ρομά σε παρακολούθηση φτωχότερων εκπαιδευτικά προγραμμάτων σπουδών και εντέλει, οδηγούν στην κοινωνική, εκπαιδευτική και επαγγελματική περιθωριοποίησή τους. Η εκπαίδευση των παιδιών Ρομά έχει σημαντικό αντίκτυπο στο μέλλον τους, δεδομένου ότι η κακή υγεία, η ανεργία, η φτώχεια, η εγκληματικότητα και η κοινωνική περιθωριοποίηση σχετίζονται απόλυτα με την ανεπαρκή εκπαίδευση. Αντίστροφα, η εκπαίδευση των παιδιών Ρομά είναι ζωτικής σημασίας για το μέλλον τους, καθώς είναι απαραίτητη για την ένταξή τους στις σύγχρονες κοινωνίες.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη θα πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την αξιολόγηση της κατάστασης των Ρομά στον τομέα της εκπαίδευσης, για την ανάπτυξη προγραμμάτων για τον τερματισμό του διαχωρισμού τους σε αυτόν τον τομέα και για την πρόληψη άμεσων και έμμεσων διακρίσεων λόγω της πολιτιστικής τους ταυτότητας. Αξίζει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι σε πολλές περιπτώσεις ορισμένα μέτρα δεν εφαρμόστηκαν κυρίως λόγω των αντιρρήσεων που εξέφρασαν οι γονείς παιδιών μη Ρομά. Επομένως, τα θετικά μέτρα για την εξάλειψη των στερεοτύπων, των προκαταλήψεων και των διακρίσεων εις βάρος των Ρομά έχουν ιδιαίτερη σημασία. Η σωστή γνώση της ιστορίας και του πολιτισμού των Ρομά, συμπεριλαμβανομένης της απόπειρας εξόντωσης των Ρομά ως μέρος του Ολοκαυτώματος, θα μπορούσε αναμφίβολα να προωθήσει την αρχή της μη διάκρισης.
Η συνύπαρξη μελών μιας κοινωνίας απαλλαγμένης από φυλετικό διαχωρισμό αποτελεί θεμελιώδη αξία των δημοκρατικών κοινωνιών και η συμπεριληπτική εκπαίδευση είναι το καταλληλότερο μέσο για την εγγύηση των θεμελιωδών αρχών της καθολικότητας και της μη διάκρισης κατά την άσκηση του δικαιώματος στην εκπαίδευση.
*Πρόεδρος Τμήματος Νομικής Πανεπιστημίου Frederick