ΤΗΣ ΣΤΕΛΛΑΣ ΑΛΕΞΙΟΥ*
Με τον παραπάνω στίχο κατά νου από το ποίημα της Μαρίας Πολυδούρη «Σ’ ένα νέο που αυτοκτόνησε», επέλεξα να αναφερθώ σήμερα, με την αφορμή της παγκόσμιας ημέρας βιβλίου, για την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Σε λίγες μέρες, εξάλλου, συμπληρώνονται 90 χρόνια από τον θάνατό της. Η «απριλογέννητη» Μαρία Πολυδούρη άφησε την τελευταία της πνοή στις 29 Απριλίου 1930 τα ξημερώματα, όπως το είχε προβλέψει στο ποίημα «Σαν πεθάνω», που το έγραψε οκτώ χρόνια πριν. «Θρηνούμε το θάνατό της σα μια συμφορά που έπληξε τα Ελληνικά Γράμματα, μολονότι το έργο της, μικρό αλλά συμπληρωμένο, είναι τόσο γνήσιο και τόσης αξίας, ώστε να μιλούν γι’ αυτό χρόνια και χρόνια», έγραψε ο κριτικός - ποιητής Μίνως Ζώτος στην Ελληνική Επιθεώρηση το ίδιο έτος.
Η Mαρία Πολυδούρη γεννήθηκε την 1η Απριλίου 1902 στην Καλαμάτα και από πολύ νωρίς εκδήλωσε την ευαισθησία της για τα μανιάτικα μοιρολόγια. Ενδιαφέρθηκε έντονα για ζητήματα ισότητας των δύο φύλων και συναναστράφηκε με μεγαλύτερές της λόγιες κυρίες της Καλαμάτας. Το 1920 γράφεται στη Νομική Σχολή και αναλαμβάνει εργασία στη Νομαρχία Αττικής. Εδώ εκδηλώνεται και ο έρωτάς της για τον Κώστα Καρυωτάκη, ήδη καταξιωμένο ποιητή, που έμελλε να γίνει και ο μοιραίος άντρας της ζωής της. Επηρεασμένη από τις ποιητικές τάσεις της εποχής της, του νεορομαντισμού και του νεοσυμβολισμού, εκδίδει το 1928 την πρώτη της ποιητική συλλογή Τρίλλιες που σβύνουν, ενώ στο τέλος της επόμενης χρονιάς τη δεύτερη με τίτλο Ηχώ στο χάος. Τα αναγνώσματά της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ποιητική της παραγωγή και άφησε μεταφράσεις ποιημάτων των Baudelaire, Moréas, Valmore κ.ά.
«Έδωσε μια ποίηση γλυκιά και μελαγχολική, και στις δύο συλλογές της υπάρχουν στίχοι που δεν τους βρίσκεις στους μεγαλύτερους ποιητές», τόνισε χαρακτηριστικά σε κείμενό του ο ποιητής Γιάννης Χονδρογιάννης. Πολλά ποιήματα ξεχωρίζουν, ωστόσο θα σταθώ στο «Γιατί μ’ αγάπησες», που δημιουργεί συγκίνηση με την εκπληκτική εναλλαγή του χρόνου:
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.|
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου. […]
Σε ένα ποίημα στο οποίο η εσωτερική φωνή ενδεχομένως είναι η φωνή της ίδιας της ποιήτριας, η οποία αναφέρεται στον ανεκπλήρωτο έρωτά της για τον Καρυωτάκη, η πορεία προς τον θάνατο μοιάζει γλυκιά γιατί γεύθηκε την αγάπη του:
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κι έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.
Δεν είναι τυχαίος ο χαρακτηρισμός που της αποδόθηκε από τον Κώστα Ουράνη ως μιας ποιήτριας του έρωτα και του θανάτου. Η Πολυδούρη εξύμνησε τον έρωτα και τον θάνατο, και μπόρεσε να περιγράψει στο σύντομο έργο της πανανθρώπινα ζητήματα καθιστώντας τα τραγούδια της όχι μόνον για εκείνον, αλλά ποιήματα μεγαλύτερης εμβέλειας.
Χρόνια Πολλά!
Πηγές
Αθανασοπούλου, Μαρία (2011), Το ελληνικό σονέτο (1895-1936): Μια μελέτη ποιητικής, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 296-309.
Ζώτου, Μίνως (1930), «Μαρία Πολυδούρη», Ελληνική Επιθεώρησις, τχ. 23, 98.
Ντουνιά, Χριστίνα (2017), «Στοιχεία βιογραφίας», στο Μαρία Πολυδούρη, Τα ποιήματα, επιμ. Χριστίνα Ντουνιά, Βιβλιοπωλείο της «‘‘Εστίας’’», Αθήνα (α¢ έκδοση: 2014), 389-402.
Πολυδούρη, Μαρία (2017), Τα ποιήματα, επιμ. Χριστίνα Ντουνιά, Βιβλιοπωλείο της «‘‘Εστίας’’», Αθήνα (α¢ έκδοση: 2014).
Χονδρογιάννης, Γιάννης (1950), «Δύο τάφοι», Ο Νουμάς, τχ. 5, 6-8.
Ουράνης, Κώστας (1930), «Μια ποιήτρια του έρωτα και του θανάτου», Ελεύθερο Βήμα, (26-27.01), Δικοί μας και ξένοι, τ. ΙΙ, Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», Αθήνα, 1955, 239-240.
Φιλοκύπρου, Έλλη (2009), Η γενιά του Καρυωτάκη. Φεύγοντας τη μάστιγα του λόγου, Νεφέλη, Αθήνα, 52-58.
*Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας
Πανεπιστήμιο Κύπρου