ΤΗΣ ΣΤΕΛΛΑΣ ΑΛΕΞΙΟΥ*
« - Ο λόγος μου δεν πάει χαμένος. Θα τον επαναλάβει ίσως κανείς και μπορεί να πάγη σε αυτιά που να τον ακούσουν και να ενθαρρυνθούν».
Ο Κ.Π. Καβάφης γεννήθηκε στις 29 Απριλίου του 1863 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και πέθανε το 1933 την ημέρα των γενεθλίων του. Κατά τη διάρκεια των οικογενειακών μετακινήσεων έζησε στην Κωνσταντινούπολη (Ιούνιος 1882-Οκτώβριος 1885) και «κάτω από τη φωτισμένη επίβλεψη του Γιωργάκη Φωτιάδη ο ποιητής γνωρίζεται με τους αριστοκράτες της Πόλης, μελετάει βυζαντινή ιστορία, διαβάζει νεοελληνική ποίηση, λόγια και δημοτική…».[1] Στην Πόλη θα αρχίσει τις πρώτες ποιητικές δοκιμές του και θα επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια το 1885, όπου θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του. Επιδίδεται με πάθος και αγάπη στην τέχνη της ποιήσεως, υποστηρίζει με όλη του τη θέρμη την πνευματική κίνηση των Ελλήνων της Αιγύπτου και δημοσιεύει άρθρα, μελετήματα και κριτικά σημειώματα.
O Καβάφης δούλεψε μέχρι την τελευταία φάση της ζωής του ως ενεργός αναγνώστης. Εγχειρισμένος κι άφωνος, καθώς υπέφερε από καρκίνο του λάρυγγα, στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού εξέφρασε στον Σαρεγιάννη την επιθυμία του να διαβάσει βιβλία «μόνο αστυνομικά» δείχνοντας ενθουσιασμένος με τα βιβλία του Siménon, που δεν τα γνώριζε ως τότε× και ακόμη τις τελευταίες ώρες, αν και τον σπάραζαν οι πόνοι του καρκίνου, παρακάλεσε τη Ρίκα Σεγκοπούλου να πάει στη Δημαρχιακή Βιβλιοθήκη για να εξακριβώσει ορισμένες πληροφορίες για το ποίημα «Εις τα Περίχωρα της Αντιοχείας», που τότε επεξεργαζόταν.
Υπό τη σκιά του ‘‘παντοκράτορος’’ Κωστή Παλαμά η ελληνική πολιτεία απένειμε στον Αλεξανδρινό τον Μάιο του 1926 το παράσημο του Φοίνικος, τη μοναδική βέβαια διάκριση που αξιώθηκε o ποιητής όσο ζούσε, ενώ το καβαφικό έργο βρήκε αρκετές δεκαετίες μετέπειτα τεράστια απήχηση. Διασώθηκε και συντηρήθηκε χάρη στη φροντίδα του Γ.Π. Σαββίδη, η δε βιβλιογραφία που συγκεντρώθηκε γύρω από το όνομά του από τον συστηματικότερο και μεθοδικότερο βιβλιογράφο του ποιητή Δημήτρη Δασκαλόπουλο αποτελεί για εμάς τους νεότερους τη στέρεη βάση, που διευκολύνει την ανάγνωσή του× ειδικότερα όταν ψάχνεις μία πηγή και «ξέρεις πού θα τη βρεις σε ποιο συρτάρι θα προστρέξεις», όπως έλεγε ο ίδιος ο Καβάφης για τον δικό του τρόπο ανάγνωσης της βυζαντινής ιστορίας.[2]
Για τη φετινή καβαφική επέτειο επέλεξα να αναφερθώ στο ποίημα «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης» (δημοσιεύθηκε σε μονόφυλλο στις 20 Αυγούστου 1928), που ξεχωρίζει λόγω της διπλής ειρωνείας του. Μέσω της θετικής διάθεσης που επικρατεί στο πρώτο μέρος προς το πρόσωπο του φανταστικού ήρωα Αριστομένη, η οποία συνδυάζεται εύστοχα με μια διπλή ειρωνική απόχρωση, ο ποιητής επιτυγχάνει στο δεύτερο μέρος να ακυρώσει εντελώς το μεγαλείο του.
Άρεσε γενικώς στην Αλεξάνδρεια,
τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,
ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Αριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ’ όνομά του, κ’ η περιβολή, κοσμίως ελληνική.
Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά
δεν τες επιζητούσεν× ήταν μετριόφρων.
Αγόραζε βιβλία ελληνικά,
ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θα ’ταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κ’ οι τέτοιοι το ’χουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.
Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται×
κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κ’ οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειό τους, οι απαίσιοι.
Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά×
κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.[3]
Ο Forster αναφέρθηκε στη διπλή ειρωνεία του ποιήματος και σημείωσε πως:
Μερικές φορές υπάρχει μια διπλή ειρωνεία: ο «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης» κάνει εντύπωση στους Αλεξαντρινούς με τη σιωπή και την αξιοπρέπειά του, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένας κοινότατος νέος που δε μιλά για να μην προδώσει την απαίσια ελληνική του προφορά.[4]
Κλείνοντας το σύντομο αυτό σημείωμα θα ήθελα να παραθέσω και ένα απόσπασμα από ένα ενδιαφέρον, πλούσιο σε νοήματα, ανέκδοτο σημείωμα του ποιητή, διδακτικού θα λέγαμε περιεχομένου, γραμμένο το 1902:
Συχνά παρατηρώ τι λίγη σπουδαιότητα που δίδουν οι άνθρωποι στα λόγια. Ας εξηγηθώ. Ένας απλούς άνθρωπος (με απλούς δεν εννοώ βλάξ: αλλά όχι διακεκριμένος) έχει μιαν ιδέα, κατακρίνει ένα θεσμόν ή μιαν γενικήν γνώμην× ξεύρει ότι η μεγάλη πλειοψηφία σκέπτεται αντιθέτως προς αυτή, ως εκ τούτου σιωπά, θαρρώντας πως δεν ωφελεί να ομιλήση, στέκοντας που με την ομιλία του δεν θ’ αλλάξει τίποτε. Είναι ένα μεγάλο λάθος. Εγώ πράττω αλλέως. Κατακρίνω λ.χ. την θανατική ποινήν. Μόλις τύχει ευκαιρία, το κηρύττω, όχι διότι νομίζω ότι επειδή θα το πω εγώ θα την καταργήσουν αύριον τα κράτη, αλλά διότι είμαι πεπεισμένος ότι λέγοντάς το συντείνω εις τον θρίαμβον της γνώμης μου. Αδιάφορον εάν δεν συμφωνεί κανένας μαζί μου. Ο λόγος μου δεν πάγει χαμένος. Θα το επαναλάβει ίσως κανείς και μπορεί να πάγη σε αυτιά που να τον ακούσουν και θα ενθαρρυνθούν. Μπορεί από τους μη συμφωνούντας τώρα, να τον θυμηθή κανένας –εις ευνοϊκήν περίστασιν– εις το μέλλον, και, με την συγκυρίαν άλλων περιπτώσεων, να πεισθή, να κλονισθή η εναντία του πεποίθησις. –Έτσι και εις διάφορα άλλα κοινωνικά ζητήματα, και εις μερικά που κυρίως απαιτείται Πράξις. Γνωρίζω που είμαι δειλός και δεν μπορώ να πράξω. Γι’ αυτό, λέγω μόνον. Αλλά δεν νομίζω που τα λόγια μου είναι περιττά. Θα πράξει άλλος. Αλλά τα πολλά μου τα λόγια –εμού του δειλού– θα τον ευκολύνουν την ενέργειαν. Καθαρίζουν το έδαφος.[5]
Ο Καβάφης σκεφτόταν και μεριμνούσε για τις μελλοντικές γενιές, είχε συνείδηση ότι ως πνευματικός άνθρωπος μπορούσε να επηρεάσει και όφειλε να επηρεάσει τους συγχρόνους του και τους μεταγενέστερους. Γι’ αυτό εξάλλου τόσο οι σκέψεις όσο και οι προβληματισμοί του είναι τόσο διαχρονικοί και πάντα επίκαιροι. Αποχαιρετώντας τον ποιητή ο «Ταχυδρόμος» της 30ης Απριλίου 1933 έγραψε ανάμεσα σε άλλα: «Αν έχασες όμως την Αλεξάνδρεια, σε έχασε κι αυτή, σε χάνει η ελληνική διανόησίς της που σε είχε για πολύτιμο στολίδι και καύχημά της, και νοιώθει βαθειά το μεγάλο κενόν που σχηματίζεται με την αναχώρησί σου. Η διανόησις αυτή περιαλγής και συντετριμμένη με την απώλειά σου καταθέτει επί της σορού σου, στέφανον εκ δάφνης συμβολίζοντα τον αμάραντον της δόξης στέφανον με τον οποίον θα στεφθή το αθάνατο έργο σου».[6]
Το αθάνατο αυτό έργο, τόσο πλούσιο και σπάνιο, δεν έμεινε κλεισμένο απλώς μέσα στις βιβλιοθήκες, αλλά σχεδόν εννέα δεκαετίες μετά τον θάνατό του δημιουργού του καθρεφτίζει τον αναγνώστη του και τη δική του εποχή.
Πηγές
Γ.Π. Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά, τ. Β¢, Ερμής, Αθήνα 1987.
Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Μαρία Στασινοπούλου, Ο βίος και το έργο του Κ.Π. Καβάφη, Μεταίχμιο, Αθήνα 2002.
E.M., Forster, «Το δεύτερο δοκίμιο», Επιθεώρηση Τέχνης (Aφιέρωμα στον Καβάφη), τχ. 108 (Δεκ. 1963), σ. 630-633.
Ι.Α. Σαρεγιάννης, Σχόλια στον Καβάφη, Ίκαρος, Αθήνα 2005.
Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα Β¢ (1919-1933), επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, Ίκαρος, Αθήνα 2007.
Ι.Α. Σαρεγιάννης, Σχόλια στον Καβάφη, Ίκαρος, Αθήνα 2005.
Στρατής, Τσίρκας, Ο Καβάφης και η εποχή του, Κέδρος, Αθήνα 1983.
*Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας
[1] Στρατής Τσίρκας, Ο Καβάφης και η εποχή του, Κέδρος, Αθήνα 1983, σ. 146.
[2] Ι.Α. Σαρεγιάννης, Σχόλια στον Καβάφη, Ίκαρος, Αθήνα 2005, σ. 36.
[3] Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα Β¢ (1919-1933), επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, Ίκαρος, Αθήνα 2007, σ. 74.
[4] Ε.Μ. Forster, «Το δεύτερο δοκίμιο», Επιθεώρηση Τέχνης (Αφιέρωμα στον Καβάφη), τχ. 108 (Δεκ. 1963), σ. 632.
[5] Γ.Π. Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά, τ. Β¢, Ερμής, Αθήνα 1987, σ. 101.
[6] Βλ. Επιθεώρηση Τέχνης (Αφιέρωμα στον Καβάφη), τχ. 108 (Δεκ. 1963) σ. 708.
Γιώργος Μίαρης:
May 01, 2021 at 12:54 AM
Καλές και ποιοτικές πληροφορίες και βιβλιογραφικές συνομιλίες! Καλή συνέχεια!!!