ΤΟΥ ΧΑΡΙΔΗΜΟΥ Κ. ΤΣΟΥΚΑ*
Θυμάμαι το Βάσο Λυσσαρίδη να μιλά στο κατάμεστο αμφιθέατρο της Νομικής του ΑΠΘ, στη δεκαετία του 1980, για – τι άλλο; - το Κυπριακό. Φοιτητές τότε, τον ακούγαμε με δέος και συγκίνηση. Η ορμητικότητα της ομιλίας του, τα ποιητικά σχήματά του, ο πατριωτικός οίστρος, και ο αντιιμπεριαλισμός του ενέπνεαν – τουλάχιστον όσους προσέβλεπαν, με νεανικό ιδεαλισμό, σε έναν καλύτερο κόσμο.
Ο Λυσσαρίδης, ο θρυλικός «γιατρός» όπως ήταν το προσωνύμιό του, γεννήθηκε στις 13 Μαΐου 1920 στα Λεύκαρα και απεβίωσε στις 26 Απριλίου 2021 στη Λευκωσία. Η αγαπημένη του σύζυγος Μπάρμπαρα Κόρνγουολ, Αμερικανίδα δημοσιογράφος, είχε εκδημήσει δύο χρόνια νωρίτερα. Η αιωνόβια ζωή του «γιατρού» ταυτίστηκε με την ιστορία της Κύπρου: τον αντιαποικιακό αγώνα του αλύτρωτου κυπριακού ελληνισμού, την υπεράσπιση της Κυπριακής Δημοκρατίας από τη χουντική ακροδεξιά, και τον αγώνα κατά της τουρκικής κατοχής.
Ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας, αλλά τις αποπεράτωσε μετά την απελευθέρωση απο τη ναζιστική κατοχή. Βαθιά πολιτικοποιημένος νέος, πρωτοστάτησε στην Αθήνα σε κινητοποιήσεις κυπριακών οργανώσεων για την Ένωση με την Ελλάδα.
Συμμετείχε ενεργά στον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-1959), εκπροσωπώντας την Οργάνωση Αριστερών Πατριωτών. Οι ακροδεξιές καταβολές του Γρίβα δεν τον απέτρεψαν να διακρίνει ότι η ΕΟΚΑ ήταν, κυρίως, μια αντιαποικιακή-πατριωτική οργάνωση. «Η ΕΟΚΑ, παρά τα όσα λέγονται, δεν είχε ιδεολογικό χαρακτήρα», παρατήρησε. «Εγώ μετείχα με την [σοσιαλιστική] ιδεολογία μου σε πλήρη αρμονία, δεν είχα ποτέ πρόβλημα». Επέκρινε την οργανωμένη κυπριακή αριστερά για τις επιφυλάξεις της απέναντι στην ΕΟΚΑ, αν και υποτίμησε την ιδιαίτερα επιθετική στάση του διχαστικού Γρίβα έναντι της κυπριακής αριστεράς.
Ο Λυσσαρίδης καταψήφισε τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, με τις οποίες ιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία το 1960. Θεωρούσε ότι οι Συμφωνίες «νομιμοποιούν την στρατιωτικοπολιτική παρουσία της Τουρκίας και οδηγούν σε αδιέξοδα τα οποία θα τύχουν εκμετάλλευσης από τη Μεγάλη Βρετανία και την Τουρκία».». Δεν είχε άδικο, αλλά τα αδιέξοδα παρήχθησαν και γι άλλους λόγους.
Η Κυπριακή Δημοκρατία ουδέποτε έγινε πραγματικά αποδεκτή από τις ιδρυτικές κοινότητές της. Οι Συμφωνίες παρήγαγαν ένα δυσλειτουργικό κράτος, ενισχύοντας την ήδη υπάρχουσα καχυποψία μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Η προσπάθεια του Μακαρίου για τροποποίηση του Συντάγματος το 1963 και η δράση της τουρκοκυπριακής ΤΜΤ όξυναν τα πολιτικά πάθη. Σύντομα δημιουργήθηκαν παραστρατιωτικές ομάδες στις δύο κοινότητες. Με εντολή του Μακαρίου, ο Λυσσαρίδης ηγήθηκε μιας τέτοιας ομάδας – των λεγόμενων Κοκκινοσκούφηδων – η οποία δραστηριοποιήθηκε στον Πενταδάκτυλο. Ο φαύλος κύκλος της διακοινοτικής βίας, προάγγελος του πραξικοπήματος και της εισβολής, είχε αρχίσει.
Από το 1960 μέχρι το 2001 εκλεγόταν βουλευτής, ενώ διετέλεσε πρόεδρος της Βουλής (1985-1991). Το 1969 ίδρυσε τη σοσιαλιστική ΕΔΕΚ, η οποία, περισσότερο από κάθε άλλο κυπριακό κόμμα, αντιτάχθηκε ενεργά στη δικτατορία των συνταγματαρχών, συνεργαζόμενη στενά με το ΠΑΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Το 1971-1973, όταν δραστηριοποιήθηκε η ΕΟΚΑ Β’ με στόχο την ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης Μακαρίου, ο Λυσσαρίδης στάθηκε αποφασιστικά απέναντί της, ακόμα και με στρατιωτικά μέσα, με κίνδυνο της ζωής του. Το ίδιο έπραξε και στο πραξικόπημα του Ιουλίου 1974. Ήταν από τις ηρωικότερες μορφές στον αγώνα κατά της δικτατορίας και της ακροδεξιάς εκτροπής. Του ήταν αδιανόητο να συμβιβαστεί με τους τύραννους, τους επίορκους, και τους φασίστες.
Η δυναμική παρουσία του ενοχλούσε. Στις 30/8/74 πραγματοποιήθηκε δολοφονική απόπειρα εναντίον του. Ο ίδιος σώθηκε, αλλά δολοφονήθηκε ο στενός του συνεργάτης, οργανωτικός γραμματέας της νεολαίας της ΕΔΕΚ, Δώρος Λοίζου. Είχε τη σύνεση να μην κλιμακώσει τη βία, συστήνοντας αυτοσυγκράτηση.
Μετά την εισβολή αφιερώθηκε στον αγώνα κατά της κατοχής. Η στάση του ήταν σκληροπυρηνική. Γι αυτόν, το Κυπριακό ήταν πρόβλημα εισβολής και κατοχής, όχι απλώς διακοινοτική διαφορά. Αν και στενός φίλος και προσωπικός γιατρός του Μακαρίου, διαφώνησε μαζί του, αντιτασσόμενος στην ιδέα της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, την οποία έβρισκε ρατσιστική και αντιδημοκρατική.
Η μαχητική πατριωτική του διάθεση, ο θυελλώδης χαρακτήρας του, και το όραμα για έναν δίκαιο κόσμο του στερούσαν μερικές φορές τη δυνατότητα να αναζητεί κάτι λιγότερο από το ιδεατό. Η σχέση του οραματιστή με τον πραγματιστή πολιτικό ήταν, συχνά, ασύμπτωτη. Θεωρούσε την πολιτική κυρίως ως την αέναη μάχη κατά της αδικίας και λιγότερο ως την τέχνη του εφικτού. Αν και βαθιά πολιτικό ον, αγαπούσε περισσότερο την καθαρότητα του «θεωρητικού βίου» και λιγότερο τους αναπόφευκτους συμβιβασμούς του «πολιτικού βίου». «Αν η Κύπρος δεν είχε τα προβλήματα που είχαμε και έχουμε», είπε σε μια συνέντευξή του, «θα ήμουν μεν ένα πολιτικοποιημένο πρόσωπο, αλλά θα είχα στρέψει την προσοχή μου αλλού. Είτε στη φιλοσοφία, είτε στην ιατρική, και ιδίως στην έρευνα».
Έγραφε ποίηση και ζωγράφιζε. Η γλώσσα του ήταν χυμώδης και, συχνά, ποιητική. Όταν μιλούσε, ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία, ένοιωθες την εσωτερική φλόγα του. Ήταν εξαιρετικός συνομιλητής, προσηνής, με καθαρό βλέμμα και διανοητική φιλοπεριέργεια. Η καλλιέργειά του τον έκανε να ξεχωρίζει από κάθε άλλο ελληνοκύπριο πολιτικό. «Αν μου έλειπε η ποίηση, θα ήμουν στο ψυχιατρείο», είχε πει.
Η πολιτική σκέψη του επηρεάστηκε από τα σοσιαλιστικά ιδεώδη και, κυρίως, τα αντιαποικιακά-εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της δεκαετίας του 1950. Τον ενοχλούσε βαθιά η αδικία σε παγκόσμιο επίπεδο. Τον συγκινούσε ιδιαίτερα ο αγώνας των Παλαιστινίων για πατρίδα. Συνδέθηκε με προσωπική φιλία με αντιαποικιακούς ηγέτες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου – τον Κάστρο, τον Αραφάτ, τον Καντάφι, τον Νάσερ, τον Νέτο, τον Μαντέλα, και άλλους. Αν και πνευματικά ανήσυχος, η ταύτισή του με τα αντιαποικιακά κινήματα καθήλωσε, σε κάποιο βαθμό, την εξέλιξη της σκέψης του. Δεν έδειξε να προβληματίζεται ιδιαίτερα γιατί αρκετά από αυτά τα κινήματα οδήγησαν σε δικτατορικά και διεφθαρμένα καθεστώτα.
Ο αριστερός εθνικισμός του τον έκανε να ταλαντεύεται μεταξύ ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και τριτοκοσμικού «σοσιαλισμού», αν και κατάλαβε ότι, ουσιαστικά, δεν υπήρχε δίλημμα. Ο Ολαφ Πάλμε και ο Βίλυ Μπράντ ουδεμία σχέση είχαν με τον Καντάφι και τον Κάστρο. Η ισότητα, η δικαιοσύνη και η ελευθερία – βασικές αξίες του Λυσσαρίδη - ιστορικά προωθούνται από σοσιαλδημοκρατικού τύπου πολιτικές δυνάμεις. Το στενά αντιαποικιακό πρίσμα τον ωθούσε σε αντιδυτική ρητορική και υποτονική κριτική ικανότητα απέναντι στις κομμουνιστικές δικτατορίες. Δεν εκτίμησε εγκαίρως την τεράστια σημασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αν και συνειδητοποίησε πόσο σημαντική ήταν, γεωπολιτικά, η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παραδέχθηκε ότι το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» ήταν «υπερβολή, χωρίς αμφιβολία».
«Σοσιαλισμός και πατριωτισμός είναι δίδυμες έννοιες», έλεγε. Το αίσθημα του συν-ανήκειν σε μια πατρίδα είναι προϋπόθεση για την κοινωνική αλληλεγγύη. Βίωσε τον ακρωτηριασμό της Κύπρου ως υπαρξιακή απώλεια. Η γη δεν είναι απλώς περιουσίες, αλλά συνείδηση, γλώσσα και μνήμη. Τόσο η ποίησή του όσο και ο πολιτικός του λόγος αποτύπωναν την έγνοια του για τη διατήρηση της πολυχιλιόχρονης ελληνικής συνείδησης στη Μεγαλόνησο. «Αν το ν’ αγωνίζεσαι για εθνική επιβίωση, για αξιοπρέπεια, για ελευθερία είναι εθνικισμός, δηλώνω ένοχος», έλεγε. «Ο καλώς νοούμενος διεθνισμός ξεκινά από τον πατριωτισμό. Η προσήλωση στον εθνικό πολιτισμό και εθνική ταυτότητα δεν σημαίνει εχθρότητα προς κανένα λαό. Αν δεν είμαστε περήφανοι για την Ελληνική μας ταυτότητα πως θα την προασπίσουμε;».
Δεν έπαψε να ελπίζει ότι ο αγαπημένος του Πενταδάκτυλος θα ελευθερωθεί. «Μαζί σας θ’ αγωνίζομαι/ζωντανός ή νεκρός/ωσότου λεύτεροι/πορευτούμε στον/λεύτερο Πενταδάκτυλο/Ως τότε μη με/αναζητήσετε στους/απόντες/ Οι αγώνες δεν/τελειώνουν με τον/θάνατο/αλλά με τη δικαίωση». Δεν ήταν πρόθυμος να σκύψει το κεφάλι. «Όχι! Δεν δέχομαι να γονατίσω./Όχι! Με καρτερούν οι σύντροφοι στο συρματόπλεγμα/κι οι νεκροί στον Πενταδάκτυλο. Όχι!/Να πεθάνω ναι! Να γονατίσω όχι!». Ένιωθε ότι είχε ένα ανεξόφλητο ηθικό χρέος στους ήρωες που έδωσαν τη ζωή τους για τη λευτεριά της πατρίδας. «Δεν βρήκες, Ευαγόρα, της λευτεριάς/το μονοπάτι στα δεκαεφτά/Κι εμείς λαχανιασμένοι νοερά/σ’ ακολουθούμε έφηβε πατριάρχη/ν’ ανοίγεις λεωφόρους λεβεντιάς/στα μαρμαρένια αλώνια/με το θάνατο νεκρό./Πώς να πεθάνεις, Ευαγόρα,/αφού δεν γέρασες ποτέ».
Ο «γιατρός» ήταν ο οικουμενικός Έλληνας, ο ασυμβίβαστος μαχητής, ο θαρραλέος ηγέτης του καθήκοντος και της προσφοράς. Ο Παναγούλης, ο Παλληκαρίδης, ο Μάτσης, ο Αυξεντίου και τόσοι άλλοι αγωνιστές θα του κρατούν καλή παρέα.
*Καθηγητής και Κοσμήτορας της Σχολής Μεταπτυχιακών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. (www.htsoukas.com). Ευχαριστώ τον πρώην υπουργό κ. Μάριο Ηλιάδη για κριτικές παρατηρήσεις του στο άρθρο.