Όταν ο στιβαρός επαγγελματισμός ενοχλεί


ΤΟΥ ΧΑΡΙΔΗΜΟΥ Κ. ΤΣΟΥΚΑ*

Στη φοιτητική νεότητά μου μεγάλωσα με τις εκπομπές λόγου του BBC. Δεν βελτίωσα μόνο τα αγγλικά μου αλλά πέτυχα κάτι σημαντικότερο: γνώρισα τι σημαίνει ποιοτική τηλεοπτική συζήτηση· είδα πώς μπορεί να συνυφαίνεται η στιβαρή αντιπαράθεση με την πνευματώδη παρουσία· έμαθα πως η έντονη διαφωνία συνυπάρχει με τον αλληλοσεβασμό.

Οι αγαπημένες μου εκπομπές ήταν το Question Time και το Newsnight. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον αείμνηστο Sir Robin Day, με το χαρακτηριστικό παπιγιόν του, και τον ευφραδή David Dimbleby να διευθύνουν τα πάνελ συζητήσεων στο Question Time. Διέθεταν άνεση, πνευματώδες χιούμορ, και λεπταίσθητη ειρωνεία.

Στο Newsnight, ο Jeremy Paxman ήταν το υπόδειγμα του αιχμηρού, ακόμη κι επιθετικού, συνεντευξιαστή: no-nonsense δημοσιογράφος, ομολόγησε κάποτε ότι κάθε φορά που έπαιρνε συνέντευξη από έναν πολιτικό αναρωτιόταν μέσα του: «γιατί μου λέει ψέματα αυτός ο μπάσταρδος;». Σε μια εκπομπή, ρώτησε τον τότε υπουργό Εσωτερικών 12 φορές την ίδια ερώτηση γιατί ο υπουργός προσπαθούσε να υπεκφύγει ! Την παράδοση της μαχητικά ανεξάρτητης δημοσιογραφίας του Newsnight συνεχίζει σήμερα η Emily Maitlis. Είναι απόλαυση να τη βλέπεις να παίρνει συνεντεύξεις από πολιτικούς – τους κάνει να στριφογυρίζουν άβολα στην καρέκλα τους.

Τα ήθη της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας είναι κάπως διαφορετικά στην Κύπρο. Εδώ οι πολιτικοί αναμένουν βολικές ερωτήσεις και θυμώνουν όταν, σπανίως, στριμώχνονται (πρώτος και καλύτερος ο Πρόεδρος Αναστασιάδης). Υπάρχουν, ωστόσο, κάποια δείγματα στοιχειωδώς αιχμηρής δημοσιογραφίας. Ένα από αυτά ενσαρκώνει η δημοσιογράφος του ΡΙΚ κ. Κατερίνα Μηλιώτη.

Στη ζωντανή εκπομπή «Από Μέρα σε Μέρα», ο πολιτικός κ. Μιχάλης Παπαπέτρου ξέσπασε πρόσφατα εναντίον της όταν τόλμησε να τον στριμώξει δημοσιογραφικά. Ο κ. Παπαπέτρου υποστήριξε ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά αδυνατεί να πείσει τον ΓΓ του ΟΗΕ διότι τα πλείστα ε/κ κόμματα δεν υποστηρίζουν τη διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία. Η κ. Μηλιώτη του αντέλεξε ότι αυτό που έχει σημασία είναι ότι τα δύο μεγάλα κόμματα την υποστηρίζουν, κι ότι «ο ΓΓ δεν θα πάει να ρωτήσει ένα-ένα τα κόμματα τι δέχονται και τι δεν δέχονται». Ο κ. Παπαπέτρου τότε εξεμάνη. Κατηγόρησε, με θυμωμένο ύφος, τη δημοσιογράφο ότι ενεργεί σαν «κομματάρχης» και διαμαρτυρήθηκε ότι «υπεραπλουστεύει» και τον «ειρωνεύεται». Ένας αυστηρός παρατηρητής ίσως του πρόσαπτε ήπιας έντασης, πιθανότατα ανεπίγνωστο, έμφυλης αποχρώσεως bullying.  Το επεισόδιο είναι πολλαπλώς ενδιαφέρον.

Πρώτον, η δημοσιογράφος που αντι-λέγει στον συνομιλητή πολιτικό δεν ενεργεί ως «κομματάρχης» αλλά ως καλή επαγγελματίας – κάνει τη δουλειά της, στο μέτρο που ωθεί τον συνομιλητή της να εκλεπτύνει το σκεπτικό του.

Δεύτερον, ναι ο λόγος της κ. Μηλιώτη είχε στοιχεία υπεραπλούστευσης και ήταν ελαφρά ειρωνικός. Γιατί όχι; Ο δημοσιογράφος κάνει καλά τη δουλειά του όταν, ενίοτε, τεχνηέντως υπεραπλουστεύει. Το κάνουν και οι κοινωνικοί επιστήμονες όταν, για να εξηγήσουν ένα σύνθετο φαινόμενο, το προσεγγίζουν μέσα από έναν «ιδεότυπο» - μια αφαιρετική κατασκευή, η οποία απλουστεύει για να αναδείξει μερικές μόνο όψεις του φαινομένου (π.χ. το μοντέλο του ορθολογικού καταναλωτή). Κατάλληλα διατυπωμένη, η υπεραπλούστευση ενδέχεται να είναι γνωστικά γόνιμη.

Υπεραπλουστεύοντας παραγωγικά, ο/η δημοσιογράφος υποδύεται τον απλοϊκό πολίτη, αναπαράγοντας ενίοτε την καθημερινή ιδιόλεκτό του, έτσι ώστε να ωθήσει τον συνεντευξιαζόμενο να αποκαλύψει αυτά που εν γνώσει ή ανεπίγνωστα αποκρύβει ή παρακάμπτει. Να το πω διαφορετικά: η γόνιμη υπεραπλούστευση είναι σαν τις ερωτήσεις των μικρών παιδιών (π.χ. «γιατί δεν πρέπει να λέμε ψέματα μαμά;»). Η απλότητά τους μας δυσκολεύει, αναγκάζοντάς μας να γίνουμε πιο σύνθετοι στη σκέψη μας.

Όσο για την ειρωνεία, ναι, οι ώριμοι συνομιλητές ειρωνεύονται και, αν είναι καλλιεργημένοι, χρησιμοποιούν πνευματωδώς την ειρωνεία ως ρητορικό σχήμα. Γιατί το κάνουν; Αφενός για να διανθίσουν μια δύσκολη συνομιλία με παιγνιώδες πνεύμα, αναμένοντας αντίστοιχα πνευματώδη αντίλογο από τον συνομιλητή τους, αφετέρου για να δοκιμάσουν την εγκυρότητα ενός συλλογισμού παραφράζοντας τη διατύπωσή του. Αυτό έκανε η κ. Μηλιώτη όταν παράφρασε τη θέση του κ. Παπαπέτρου, εμφανίζοντας τον ΓΓ του ΟΗΕ να ρωτά έναν-έναν τους αρχηγούς των κομμάτων. Οι ώριμοι συνομιλητές αντιλαμβάνονται την ειρωνεία και απαντούν με πνευματώδη τρόπο. Οι ανασφαλείς, ιδεοληπτικοί ή σπουδαιοφανείς εκρήγνυνται.

Ήταν εμφανές ότι η έκρηξη του συνομιλητή της τάραξε τη δημοσιογράφο. Θέλησε να κλείσει το θέμα, προσφέροντας, στο τέλος, την ευκαιρία στον κ. Παπαπέτρου να ανακαλέσει τους χαρακτηρισμούς του. Ματαίως. Με συμπεριφορά macho άνδρα, ο οποίος δεν διανοείται ότι μπορεί να κάνει λάθος, ο κ. Παπαπέτρου ουδέποτε ανακάλεσε. Η κουλτούρα της συγγνώμης απουσιάζει από το δημόσιο λόγο μας. Σε θεσμικά εκλεπτυσμένες χώρες θεωρείται αυτονόητο ότι αν ρητορικά παρεκτραπείς, κάτι που είναι ανθρώπινο να συμβεί σε μια έντονη συζήτηση,  θα απολογηθείς. Οι δικοί μας πολιτικοί το θεωρούν μειωτικό να το κάνουν.

Τέλος, παρουσιάζει ενδιαφέρον πώς αναφέρθηκε απολογιστικά στο συμβάν η κ. Μηλιώτη, κλείνοντας την εκπομπή της. «Δεν θα σκύψω το κεφάλι», είπε, επικαλούμενη την οικογενειακή ανατροφή της. Στην κουλτούρα μας, η ισχύς των οικογενειακών αξιών με τις οποίες κοινωνικοποιηθήκαμε είναι υψηλή - παρέχουν ψυχικό στήριγμα και αξιακό προσανατολισμό στο άτομο όταν αμφισβητείται.

Υπάρχουν, ωστόσο, κι άλλες πηγές από τις οποίες το άτομο αντλεί κουράγιο και αξιοπρέπεια. Ο καλός επαγγελματίας (π.χ. δάσκαλος, δημοσιογράφος, γιατρός, δικηγόρος, κλπ.) συμπεριφέρεται με θάρρος, όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις, όχι μόνο εξαιτίας της οικογενειακής ανατροφής του, αλλά, κυρίως, λόγω της επαγγελματικής κουλτούρας που έμαθε ως ενήλικας να υπηρετεί. Δεν πτοείται, στο μέτρο που έχει εμπεδώσει τις απαραίτητες αρετές τους επαγγέλματός του – έχει μάθει να κάνει καλά τη δουλειά του. Αυτό αρκεί.

(*) Kαθηγητής στην Έδρα Columbia Ship Management και Κοσμήτορας της Σχολής Μεταπτυχιακών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Κύπρου (www.htsoukas.com)       




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










1643