Αναχρονιστικός ο νόμος, αλλά νόμος: Πολιτική, ασυμβίβαστο και το Πανεπιστήμιο Κύπρου


ΤΟΥ ΧΑΡΙΔΗΜΟΥ Κ. ΤΣΟΥΚΑ*

Έχει δίκιο ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Κύπρου (ΠΚ) Καθηγητής Τάσος Χριστοφίδης στην παρατήρησή του, τις προάλλες στη Βουλή, ότι «είναι αδιανόητο να μην επιτρέπεται σε καθηγητές δημοσίων πανεπιστημίων να υπηρετούν σε δημόσια αξιώματα. Η Κύπρος είναι η χώρα των παραδοξοτήτων» («Αλήθεια», 18/11/21). Τέτοιοι περιορισμοί είναι όντως αναχρονιστικοί, όπως είναι πράγματι παράδοξο να μπορεί να ασχοληθεί επισήμως με τα κοινά ένας καθηγητής ιδιωτικού πανεπιστημίου, αλλά να μη μπορεί ένας καθηγητής δημόσιου πανεπιστημίου.

Μακάρι να ήταν οι μόνοι αναχρονισμοί. Όταν εξηγούμε λ.χ. σε αλλοδαπούς συναδέλφους ότι τα δίδακτρα των μεταπτυχιακών προγραμμάτων του Πανεπιστημίου Κύπρου πρέπει να εγκριθούν από το Υπουργικό Συμβούλιο ή τους αναφέρουμε ότι το ύψος του διδακτικού φόρτου για το καθηγητικό προσωπικό ορίζεται από το νόμο, νομίζουν ότι αστειευόμαστε. «Πού είναι η ακαδημαϊκή αυτονομία σας;», ρωτάνε εύλογα.

Ένα πράγμα, όμως, είναι να υφίσταται ένας νόμος και άλλο πράγμα είναι να αρνείται ένα ίδρυμα την εφαρμογή του επειδή τον θεωρεί αναχρονιστικό, εκτός κι αν το ίδρυμα επέλεξε το ρόλο του ακτιβιστή, ο οποίος είναι πρόθυμος να αναλάβει το ρίσκο και να καταβάλλει ίδιον κόστος για την αλλαγή του νόμου. Να το πω διαφορετικά: η πραγματικότητα του νόμου είναι πολύ πιο ισχυρή (και, φυσικά, δεσμευτική) από την πραγματικότητα της ερμηνείας του ως «αναχρονιστικού». Το επίθετο («αναχρονιστικός») δεν αναιρεί την ισχύ του ουσιαστικού («νόμος»).  

Οι αναχρονιστικοί, κακοσχεδιασμένοι ή ηθικώς επίμεμπτοι νόμοι αλλάζουν μέσα από διαδικασίες που προνοεί το κράτος δικαίου. Στη δημοκρατική παράδοση, μάλιστα, τέτοιες αλλαγές, με μείζονα ηθικοπολιτική σημασία, ενδέχεται να συνεπάγονται σημαντικό κόστος γι αυτούς που τις εισηγούνται (π.χ. όσοι αγωνίστηκαν για τα πολιτικά δικαιώματα των αφροαμερικανών στις ΗΠΑ, τη δεκαετία του 1960). Αν, λοιπόν, το ΠΚ ήθελε όντως να αλλάξει το αναχρονιστικό νομικό πλαίσιο θα έπρεπε είτε να είχε ξεκινήσει εγκαίρως σχετική καμπάνια (δηλαδή, πριν ή μετά τη λήψη αποφάσεων για συγκεκριμένα πρόσωπα), είτε να αρνηθεί να εφαρμόσει το νόμο σε συγκεκριμένη περίπτωση, να προσφύγει στη Δικαιοσύνη, και να αναδεχθεί το συναφές συμβολικό-πολιτικό κόστος. Δεν έκανε ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Έκανε αυτό που συνήθως κάνουμε στο δημόσιο βίο: κρύψε να περάσουμε!

Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι στην περίπτωση της παραχώρησης άδειας άνευ απολαβών από το ΠΚ στον εκλεκτό συνάδελφο, εκλεγέντα ευρωβουλευτή Καθηγητή Νιαζί Κιζιλγιουρέκ, τον Ιούνιο 2019, το ΠΚ παραβίασε το νόμο. Πώς το ξέρουμε; Γνωμοδότησε επ’ αυτού ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος, ο Γενικός Εισαγγελέας κ. Κώστας Κληρίδης, τον Οκτώβριο 2019, μετά από παραπομπή του Υπουργείου Εσωτερικών, κατόπιν αναφοράς του Γενικού Ελεγκτή («Φιλελεύθερος», 17/10.2019). Βέβαια, οι γνωμοδοτήσεις του Γενικού Εισαγγελέα δεν είναι δικαστικές αποφάσεις και μπορούν να αμφισβητηθούν. Ωστόσο, δεν παύει μια γνωμοδότησή του να έχει ιδιαίτερο βάρος. Αν οι νομικοί σύμβουλοι του ΠΚ είχαν διαφορετική γνώμη από αυτή του Γενικού Εισαγγελέα, το ΠΚ θα μπορούσε να πάρει το ρίσκο να παρακάμψει τη γνωμάτευσή του. Δεν είχαν, όμως.

Στη συνεδρία της Συγκλήτου τον Ιούνιο 2019, ο Διευθυντής Διοίκησης και Οικονομικών του ΠΚ ανέφερε ότι η εξωτερική γνωμοδότηση νομικού γραφείου ήταν αρνητική, όπως αρνητική ήταν και η εισήγηση της εσωτερικής νομικής λειτουργού. Ο Πρύτανης, αν και συνήθως μειλίχιος, απάντησε οργισμένα ότι ο Διευθυντής δεν έπρεπε να είχε ζητήσει νομική γνωμάτευση διότι αυτό είναι προνόμιο του Πρύτανη, τον μάλωσε γιατί το έκανε, και δήλωσε ότι η εξωτερική γνωμάτευση θεωρείται ως μη γενόμενη. Τόνισε ότι «δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα» και ότι «υπάρχουν προηγούμενα σε παρόμοιες περιπτώσεις» χορήγησης άδειας άνευ απολαβών. Η Σύγκλητος, χωρίς καμία νομική γνωμάτευση ενώπιόν της, εμπιστεύθηκε τις διαβεβαιώσεις του Πρύτανη και ενέκρινε καλόπιστα το αίτημα του Καθηγητή Κιζιλγιουρέκ, με το γενικό σκεπτικό ότι πρέπει να διευκολύνεται, υπό όρους, όποιος/α συνάδελφος καλείται να προσφέρει στα κοινά. Αποδείχθηκε αργότερα, με την εμφάνιση και άλλων γνωματεύσεων και τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, ότι, νομικά μιλώντας, έκανε λάθος.

Η νομοθεσία είναι σαφής. Ο «Περί των Πολιτικών Δικαιωμάτων Δημόσιων Υπαλλήλων, Εκπαιδευτικών Λειτουργών, Δημοτικών Υπαλλήλων, Κοινοτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημόσιου Δικαίου Νόμος» του 2015 αναφέρει ρητά στην ύπαρξη «ασυμβίβαστου» εκλεγέντος σε δημόσιο αξίωμα δημοσίου υπαλλήλου, σε αρμονία με το άρθρο 70 του Συντάγματος περί ασυμβίβαστων.  Μετά την εκλογή του, προνοεί ο εν λόγω νόμος, ο υπάλληλος «αφυπηρετεί αυτοδικαίως από τη θέση που κατέχει» (άρθρο 7, 102(Ι)2015).

Επιπλέον, ο νόμος του 2004 «Περί της Εκλογής Μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου» προνοεί, στο άρθρο 16, ότι για τα ασυμβίβαστα ισχύουν ό,τι ισχύει και στην περίπτωση εκλογής στο εθνικό κοινοβούλιο. Συγκεκριμένα: «Η ιδιότητα του μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το οποίο εκλέγεται στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που διενεργούνται δυνάμει του παρόντος Νόμου είναι ασυμβίβαστη προς […] τα αξιώματα, την ιδιότητα ή θέση προς τα οποία η ιδιότητα του βουλευτή είναι ασυμβίβαστη δυνάμει του άρθρου 70 του Συντάγματος».

Η παράβαση του νόμου είναι ξεκάθαρη για όποιον απροκατάληπτα προσεγγίζει το θέμα, ασχέτως της άποψής του για το συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο και ανεξάρτητα από τα κίνητρα των βουλευτών που ανακίνησαν το θέμα. Ο Πρύτανης του ΠΚ, ωστόσο, εξακολούθησε να έχει  διαφορετική γνώμη. Στην Επιτροπή Θεσμών της Βουλής, ο κ. Χριστοφίδης υποστήριξε με θέρμη ότι «το πανεπιστήμιο δεν παρανόμησε». Δεν προσκόμισε, ωστόσο, κανένα ισχυρό νομικό επιχείρημα για να πείσει. Επικαλέστηκε απλώς τον αναχρονισμό του νομικού πλαισίου και το προηγούμενο δύο καθηγητών του ΠΚ που υπηρέτησαν σε θέση πρέσβη στην Ελλάδα. Αυτή η θέση, όμως, δεν είναι αιρετό αξίωμα, ούτε προνοείται ασυμβίβαστο γι αυτή στο Σύνταγμα, ενώ, αντιθέτως, προνοούνται σαφή ασυμβίβαστα για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου και τα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων.

Το πλησιέστερο προηγούμενο με την υπόθεση Κιζιλγιουρέκ ήταν ο διορισμός του Καθηγητή του ΠΚ κ. Ανδρέα Δημητρίου στη θέση του Υπουργού Παιδείας της κυβέρνησης Χριστόφια, το 2010, και η εν συνεχεία παραίτησή του από τη θέση του καθηγητή. Ο τότε Γενικός Εισαγγελέας κ. Πέτρος Κληρίδης είχε γνωμοδοτήσει  ότι υπάρχει ασυμβίβαστο μεταξύ Υπουργού και καθηγητή δημόσιου πανεπιστημίου και ο κ. Δημητρίου είχε την ευαισθησία να παραιτηθεί. Το ασυμβίβαστο αναγνώρισε και ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Στέφανος Στεφάνου. Ερωτηθείς, μάλιστα, αν η κυβέρνηση Χριστόφια θα άλλαζε τη νομοθεσία περί ασυμβίβαστου, ο κ. Στεφάνου είπε: «Αυτό είναι μια άλλη συζήτηση […].Τούτη την ώρα, όμως, εμείς οφείλουμε να λειτουργούμε στη βάση του τί προβλέπει το Σύνταγμα και του τί προβλέπουν οι κανονισμοί» (Sigmalive, 2/4/2010). Πολύ σωστά. Άλλη η γενική συζήτηση περί ασυμβίβαστου, άλλη η συζήτηση περί του ασυμβίβαστου συγκεκριμένου υπουργού ή ευρωβουλευτή.

Σε ραδιοφωνική συνέντευξή του ο Πρύτανης έψεξε τον εαυτό του γιατί δεν κράτησε την ίδια στάση και στο θέμα του Υπουργού Εξωτερικών Νίκου Χριστοδουλίδη, εκλεγέντος στη θέση Λέκτορα στο ΠΚ, στον οποίο, σε αντίθεση με τον κ. Κιζιλγιουρέκ, το ΠΚ δεν έδωσε άδεια άνευ απολαβών. Το Διοικητικό Δικαστήριο δικαίωσε το ΠΚ, απορρίπτοντας την προσφυγή του κ. Χριστοδουλίδη (βλ. «Φιλελεύθερος», 10/11/2021). «Η περίπτωση του κ. Χριστοδουλίδη», είπε ο κ. Χριστοφίδης, «έπρεπε να τύχει της ίδιας αντιμετώπισης όπως η περίπτωση του κ. Κιζιλγιουρέκ και […] αναλαμβάνω κι εγώ το μερίδιο της ευθύνης διότι, όταν ελήφθη αυτή η απόφαση, δώσαμε υπέρμετρη σημασία στη νομική γνωμάτευση [για το ασυμβίβαστο]. Κατά την άποψή μου το πανεπιστήμιο έπρεπε να τηρήσει μια διαφορετική στάση […]» (Active, 10/11/2021). Με άλλα λόγια, ο επικεφαλής του Πανεπιστημίου Κύπρου μέμφεται τον εαυτό του γιατί στη μεν περίπτωση Χριστοδουλίδη το ΠΚ συμμορφώθηκε με το νόμο, ενώ δηλώνει ικανοποίηση γιατί στην περίπτωση Κιζιλγιουρέκ το ΠΚ παραβίασε το νόμο. Αυτό κι αν είναι παραδοξότητα! 

Αντι να αναγνωρίσει το σφάλμα του ΠΚ και να δεσμευθεί ότι θα το διορθώσει, ο Πρύτανης υπερασπίστηκε στεντορείως, και στη Βουλή και στα ΜΜΕ, μια εξόφθαλμα χαμένη υπόθεση. Ως αποτέλεσμα, το Πανεπιστήμιο Κύπρου υπέστη συμβολική ζημία· το πολιτικό του κεφάλαιο απομειώθηκε. Οι λαϊκιστές επικριτές του στη Βουλή θα έχουν τώρα ένα ακόμη επιχείρημα να μην του εκχωρήσουν μεγαλύτερη αυτονομία, που τόσο έχει ανάγκη. Τη ζημία δεν την έκανε τόσο η αρχική, εσφαλμένη πλην καλόπιστη απόφαση στην υπόθεση Κιζιλγιουρέκ, όσο η μετέπειτα μη παραδοχή του σφάλματος. Το ΠΚ εμφανίστηκε να υπερασπίζει μια παραβίαση του νόμου και να αξιώνει να είναι πάνω από το νόμο. Αν είναι δυνατόν!  

Τι πρέπει να γίνει; Το ΠΚ οφείλει να ομολογήσει το σφάλμα του και να το διορθώσει. Επιπλέον, πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλία, ιδανικά από κοινού με τα άλλα δύο δημόσια πανεπιστήμια της χώρας,  για την αλλαγή του αναχρονιστικού νομικού πλαισίου αναφορικά με το ασυμβίβαστο καθηγητών δημοσίων πανεπιστημίων όταν εκλέγονται στο αξίωμα του Βουλευτή ή Ευρωβουλευτή ή διορίζονται Υπουργοί. Οι καθηγητές δημοσίων πανεπιστημίων πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προφέρουν στα κοινά του τόπου τους. Θα είναι μια ευκαιρία να προκύψει κάτι θετικό από αυτή τη δυσάρεστη για το Πανεπιστήμιο ιστορία. 

(*) Καθηγητής στην Έδρα ColumbiaShipManagement και Κοσμήτορας της Σχολής Μεταπτυχιακών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










1725