Το Σύνταγμα και το ασυμβίβαστο, η επιθυμία και η πραγματικότητα


ΤΟΥ ΧΑΡΙΔΗΜΟΥ Κ. ΤΣΟΥΚΑ*

Οι διαφωνίες, δυνητικά, γονιμοποιούν τη σκέψη. Οι αντιρρήσεις συνιστούν προσκόμματα, τα οποία, για να υπερπηδηθούν, ωθούν τον ομιλητή να γίνει πιο επινοητικός – να εκλεπτύνει τους συλλογισμούς του κάνοντας πιο λεπτές διακρίσεις. Δεν είμαι βέβαιος ότι αυτό συμβαίνει πάντοτε στον χώρο που κατ’ εξοχήν θα έπρεπε να συμβαίνει – τη Βουλή – αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Ο εκλεκτός συνάδελφος Σταύρος Τομπάζος (ΣΤ), καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου (ΠΚ), ισχυρίζεται σε άρθρο του (paideia news, 29/11/21) ότι το ΠΚ δεν παραβίασε το νόμο (τυπικά ή ουσιαστικά) χορηγώντας άδεια άνευ απολαβών στον καθηγητή Νιαζί Κιζιλγιουρέκ (ΝΚ) όταν εξελέγη ευρωβουλευτής. Η υπόθεση αυτή, ως γνωστόν, ήρθε με άκομψα θορυβώδη τρόπο στη δημοσιότητα, σε πρόσφατη συνεδρία της Επιτροπής Θεσμών της Βουλής.

Ο ΣΤ καταλήγει στο συμπέρασμά του με βάση την ερμηνεία που δίνει στο άρθρο 70 του Συντάγματος περί ασυμβίβαστου. Θυμίζω ότι το άρθρο αυτό προνοεί ότι η ιδιότητα του μέλους του Υπουργικού Συμβουλίου, του βουλευτή και, εμμέσως, του ευρωβουλευτή (με το νόμο περί των Μελών του Ευρωκοινοβουλίου το 2004) είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του κατέχοντος «δημόσιο αξίωμα ή θέση επ’ αμοιβή», όπως π.χ. αυτό του καθηγητή δημοσίου πανεπιστημίου.

Πριν συνεχίσω θα ήθελα να κάνω δύο διευκρινίσεις, τις οποίες, κανονικά, δεν θα χρειαζόταν να κάνω,  αλλά, δεδομένου ότι στην Κύπρο τα πλείστα θέματα προσωποποιούνται και σκοτεινά κίνητρα αποδίδονται στους ομιλητές, μάλλον είναι απαραίτητες. Πρώτον, εκτιμώ βαθιά τον ΝΖ. Όχι μόνο με συμβατικά ακαδημαϊκούς όρους (έρευνα, συγγραφή, διδασκαλία) αλλά και γιατί ενσαρκώνει το πρότυπο του δημόσιου διανοούμενου. Προβληματίζεται δημοσίως και μετέχει στα κοινά του τόπου του με παρρησία και σθένος. Τιμά το ΠΚ και κοσμεί το ευρωκοινοβούλιο. Δεύτερον, οι πολιτικές απόψεις και η εθνότητά του είναι παντελώς άνευ σημασίας για το θέμα που συζητούμε. Τρίτον, είναι άνευ σημασίας, στη συγκεκριμένη συζήτηση, τα κίνητρα των βουλευτών που έθεσαν το θέμα (τα κίνητρα στην πολιτική ελαύνονται συνήθως από συγκρουσιακή λογική). Θυμίζω ότι το πλαίσιο του υπό συζήτηση θέματος είναι νομικό-θεσμικό: το ερώτημα είναι αν το ΠΚ παραβίασε το νόμο χορηγώντας άδεια άνευ απολαβών στον ΝΚ. Αυτό μας ετέθη από τον Γενικό Ελεγκτή και την Επιτροπή Θεσμών στη Βουλή, και αυτό κυρίως συζητούμε. Τρίτον, εννοείται ότι ο ίδιος ο ΝΚ ουδεμία ευθύνη φέρει για την άδεια που έλαβε, εφόσον ο εργοδότης του τη χορήγησε. Μετά από αυτές τις διευκρινίσεις, ας πάμε στο θέμα μας.

Θεωρώ ότι το επιχείρημα του ΣΤ πάσχει σε δύο σημεία – πραγματολογικά και εννοιολογικά. Πραγματολογικά, ισχυρίζεται ο εκλεκτός συνάδελφος ότι «[ο ΝΚ] δεν παίρνει ούτε σεντ από το Πανεπιστήμιο Κύπρου, αφού του παραχωρήθηκε άδεια άνευ απολαβών» και, συνεπώς, δεν ισχύει στην περίπτωσή του η συνταγματική πρόνοια του επ’ αμοιβή δημοσίου αξιώματος. Αναληθές. Στον ΝΖ δόθηκε άδεια άνευ απολαβών από το ΠΚ «για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος». Αυτό σημαίνει ότι η διάρκεια της ευρωβουλευτικής του θητείας συνυπολογίζεται στον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών του ωφελημάτων από το Πανεπιστήμιο Κύπρου. Με απλά λόγια, ο εργοδότης του συνεισφέρει οικονομικά για τη σύνταξή του, για όσο διάστημα θα είναι ευρωβουλευτής.  Ο ισχυρισμός, συνεπώς, ότι «δεν παίρνει ούτε σεντ από το Πανεπιστήμιο Κύπρου» είναι αναληθής.

Εννοιολογικά, ισχυρίζεται ο εκλεκτός συνάδελφος ότι το άρθρο 70 «είναι ασυμβίβαστο με τη λογική του κράτους δικαίου και τις θεμελιώδεις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας. […] Το Πανεπιστήμιο Κύπρου δεν είναι βέβαια υπεράνω του νόμου. Ωστόσο, ούτε ο νόμος είναι υπεράνω των θεμελιωδών και διεθνώς εμπεδωμένων αρχών της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας». Ο ισχυρισμός πάσχει λογικά. Δεν υπάρχουν, εξ ορισμού, αντι-συνταγματικές διατάξεις στο Σύνταγμα – όλες οι διατάξεις του είναι ισόκυρες. Οι θεμελιώδεις αρχές τη φιλελεύθερης δημοκρατίας δεν είναι μεταφυσικής τάξεως, δεν ερείδονται, δηλαδή, σε κάποιον εξωιστορικό και εξωκοινωνικό χώρο, αλλά υποστασιοποιούνται – θετικοποιούνται – στο εκάστοτε εν ισχύει Σύνταγμα. Το Σύνταγμα είναι ο ύπατος νόμος – εκεί τίθενται οι αρχές που διέπουν τη σύσταση, οργάνωση και λειτουργία της πολιτείας. Το Σύνταγμα διατυπώνει, εν τόπω και χρόνω, τον τρόπο που η συγκεκριμένη πολιτική κοινότητα κατανοεί τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αυτή η κατανόηση, εν προκειμένω, εμπεριέχει μια συγκεκριμένη αντίληψη για το ασυμβίβαστο. Πρόκειται, ομολογουμένως, για μια αναχρονιστική αντίληψη (όλοι συμφωνούμε σε αυτό), πλην όμως αυτή βρίσκεται σε ισχύ. Η αναντιστοιχία μεταξύ της τωρινής και προγενέστερης κατανόησης καταδεικνύει τη βαθιά ιστορική φύση των Συνταγμάτων. Ο τρόπος που κατανοούμε τις θεμελιώδεις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους μεταβάλλεται, και γι αυτό τα Συντάγματα αναθεωρούνται προκειμένου να εναρμονίζονται με την εκάστοτε κυρίαρχη κατανόησή μας.

Συμφωνώ με το επιχείρημα του ΣΤ για την παραδοξότητα καθηγητών ιδιωτικών πανεπιστημίων και ιδιωτών επαγγελματιών να κατέχουν πολιτειακά αξιώματα δίχως ασυμβίβαστα, ενώ αυτό το δικαίωμα το στερούνται οι καθηγητές δημοσίων πανεπιστημίων. Αυτό ακριβώς είναι ένα από τα επιχειρήματα για την αναθεώρηση του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως προς το σημείο αυτό τουλάχιστον. Δεν είναι όμως, λογικά μιλώντας, επιχείρημα για την μη εφαρμογή των υφιστάμενων διατάξεών του.

Το Πανεπιστήμιο Κύπρου ολιγώρησε μετά το 2010 όταν είχε προκύψει το ασυμβίβαστο του καθηγητή Ανδρέα Δημητρίου μετά την ανάληψη υπουργικού αξιώματος εκ μέρους του. Αμέσως μετά, το ΠΚ έπρεπε να είχε θέσει επισήμως το θέμα για την αναθεώρηση αυτής της αναχρονιστικής διάταξης. Δεν το έκανε. Σήμερα, όμως, οι αποφάσεις του κρίνονται με το εν ισχύι νομικό πλαίσιο, όχι με αυτό που θα θέλαμε να ισχύει. Τουλάχιστον ας αναληφθεί τώρα η πρωτοβουλία για την απάλειψη της αναχρονιστικής διάταξης περί ασυμβίβαστου. 

(*) Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου  




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










741