Περιχωρητικός ορίζοντας και συμπεριληπτική κοινότητα:


Η πολυπολιτισμική πρόκληση για την Ελλάδα του παρόντος και του μέλλοντος (*)

ΤΟΥ ΧΑΡΙΔΗΜΟΥ Κ. ΤΣΟΥΚΑ*

Η Ελλάδα το 2020 είναι διαφορετική από την Ελλάδα του 2000, όπως Η Ελλάδα του 2040 θα είναι διαφορετική από τη σημερινή. Η ιστορική μεταβολή είναι αμείλικτη. Η διαφορετικότητα έχει πολλές διαστάσεις. Η πλέον ορατή είναι η σύνθεση του πληθυσμού: η Ελλάδα αφενός αριθμεί όλο και περισσότερο αλλοδαπής προελεύσεως κατοίκους, αφετέρου γερνάει δραματικά.

Οι αριθμητικές τάσεις είναι σαφείς. Το 1981, οι μετανάστες ήταν το 2% του πληθυσμού. Τριάντα χρόνια αργότερα ήταν το 10%. Σήμερα, εκτιμάται ότι οι εκτός ΕΕ μετανάστες ανέρχονται στο 8% του πληθυσμού. Η αλλαγή της πληθυσμιακής σύνθεσης δεν είναι άσχετη με τη δημογραφική γήρανση. Οι γεννήσεις είναι πλέον συστηματικά λιγότερες από τους θανάτους. Το ποσοστό γονιμότητας  - 1,38 παιδιά ανά γυναίκα - είναι από τα χαμηλότερα στον κόσμο. Έρευνα της «διαΝΕΟσις», εκτιμά ότι, μέχρι το 2050, ο πληθυσμός της χώρας θα μειωθεί κατά 2 εκ. περίπου (μεσαίο σενάριο)· ο δυνητικά οικονομικά ενεργός πληθυσμός από 7 εκ. (2015) θα πέσει στα περίπου 5 εκατομμύρια· και οι άνω των 65 άνθρωποι θα ανέλθουν στο περίπου ένα τρίτο του πληθυσμού (από το 21% το 2015 και 7% το 1951!). Με λίγα λόγια: οι γηγενείς Έλληνες λιγοστεύουν και γερνούν. Αντιθέτως, η πλειονότητα των μεταναστών είναι νέοι (κάτω από 30). Οι τάσεις αυτές δεν είναι μόνο ελληνικές αλλά πανευρωπαϊκές.   

Συνειδητοποιούμε ότι η παγκοσμιοποίηση δεν είναι μόνο ανοιχτές αγορές και πλανητική επικοινωνία, αλλά, πρωτίστως, ένας αναντίστρεπτα διασυνδεδεμένος κόσμος. Οι χώρες τείνουν όλο και περισσότερο να λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία. Η υψηλή γονιμότητα της Αφρικής λ.χ. ρέει προς τη χαμηλή γονιμότητα της Ευρώπης. Ό πληθυσμός της υπο-σαχάριας Αφρικής θα αυξάνεται μέχρι περίπου 3% ετησίως ως το 2050. Το 41% του πληθυσμού όλης της Αφρικής βρίσκεται στην κάτω των 15 ετών ηλικιακή ομάδα. Ο αριθμός των μεταναστών από την υποσαχάρια Αφρική αυξήθηκε κατά 31% μεταξύ 2010-2017. Το αποτέλεσμα είναι ορατό και στη  πρόσφατη σύνθεση των μεταναστευτικών ροών στην Ελλάδα – αυξάνονται οι Αφρικανοί.    

Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι αυτές οι πληθυσμιακές ροές θα ενταθούν. Πόλεμοι, περιβαλλοντικές καταστροφές, και οικονομική ένδεια θα επιτείνουν τις πληθυσμιακές μετακινήσεις. Το φαινόμενο, άλλωστε, είναι αρχέγονο: όσο υπάρχουν πόλεμοι, καταπίεση, και φτώχεια, τόσο θα τείνουν να μετακινούνται οι άνθρωποι. Στην εποχή της γενικευμένης διασύνδεσης, όπως η σημερινή, η μετακίνηση είναι ευκολότερη απ’ ότι άλλοτε.

Η πρόκληση του παρόντος και, όλο και περισσότερο, του μέλλοντος, είναι η διαχείριση της πολυπολιτισμικότητας. Δεν πρόκειται για θέμα ψυχολογικής στάσης (μας αρέσει ή όχι η πολυπολιτισμικότητα;) αλλά πραγματιστικής θεώρησης. Με άλλα λόγια, πολύ πριν η πολυπολιτισμικότητα καταστεί επιλογή, προκύπτει ως de facto αναγκαιότητα: τι κάνουμε γι αυτή; Πώς τη διαχειριζόμαστε; Η άρνησή της συνιστά μια επιλογή, αλλά κάθε άλλο παρά ρεαλιστική είναι. Δεν αναζητούμε εμείς τα κοινωνικά προβλήματα, μας βρίσκουν – σε έναν ανοιχτό και αλληλένδετο κόσμο εμφανίζονται μπροστά μας. Πώς, λοιπόν, συνυπάρχουμε αρμονικά γηγενείς και επήλυδες;

Καλούμαστε να απαντήσουμε ως έθνος σε υπαρξιακής φύσεως ζητήματα. Η ελλαδική ταυτότητα χτίστηκε ιστορικά με μονοφωνικό τρόπο. Ως νεότευκτο έθνος-κράτος, κληθήκαμε να αποδείξουμε και, εν συνεχεία, να εμπεδώσουμε την ελληνικότητά μας. Χρειάστηκε, αρχικά, να αποσπάσουμε την εύνοια της διεθνούς κοινότητας στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, προβάλλοντας την αρχαιοελληνική διάσταση της ταυτότητάς μας. Η ελληνικότητα, στη συνέχεια, μετατράπηκε εύλογα σε κρατική ιδεολογία  - τη συγκολλητική ουσία του νεότευκτου κράτους. Σε κάθε περίπτωση, η ελληνικότητα ήταν το αίσθημα-έναυσμα για μια ιστορική πολιτισμική κατασκευή.

Το αποτέλεσμα αυτών των ιστορικών διεργασιών είναι να αποσιωπηθούν σημαντικές όψεις της αναπόφευκτης πληθυντικότητάς μας. Σήμερα, Ευρωπαίοι πολίτες, σε συνθήκες, ιστορικά μιλώντας, ασφάλειας και ευημερίας, είμαστε πιο ώριμοι από ποτέ να επανεκτιμήσουμε τον πληθυντικό μας χαρακτήρα, να διερευνήσουμε αναστοχαστικά την έννοια της ελληνικότητας. Δεν είναι εύκολο, ούτε αυτονόητο. Είναι όμως αναπότρεπτο. Τι αποσιωπήσαμε; Τι αγνοήσαμε; Τι θέσαμε στο περιθώριο; Πώς κατανοήσαμε τον εαυτό μας και γιατί; Πώς μπορούμε να τον ανα-κατανοήσουμε, στα συμφραζόμενα (δηλαδή: τις πολυπολιτισμικές προκλήσεις) της εποχής μας;  

Το βίντεο της Επιτροπής «Ελλάδα 2021» για τα 200 χρόνια της Παλιγγενεσίας μας θυμίζει πόσο δρόμο έχουμε να διανύσουμε ακόμα. Θα μπορούσε να είχε γυριστεί πριν από 40 ή 50 χρόνια: στο εικονοποιημένο, συνεγερτικό άσμα «Ας κρατήσουν οι χοροί» - άτυπος εθνικός ύμνος, πλέον - προβάλλονται λευκοί, αρτιμελείς, σφύζοντες από υγεία, κυρίως μεσογειακής κοπής άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Ποιοι απουσιάζουν; Οι Άλλοι: οι έγχρωμοι, οι αλλόθρησκοι, οι ΑμΕΑ, οι «διαφορετικοί». Η συνύπαρξη μαζί τους μας προκαλεί,  σε κάποιο βαθμό, αμηχανία. Υπάρχει λογικός λόγος για τον οποίο τη ζητωκραυγή «Εθνική Ελλάδος γειά σου» δεν μπορεί να την εκφωνήσει ένας αλλόθρησκος ή έγχρωμος;   

Κάθε άλλο. Η χριστιανική παράδοσή μας, ιστορικό συστατικό στοιχείο της εθνικής ιδιοπροσωπίας, μας δίνει τα διανοητικά εφόδια να κατανοήσουμε τον πολιτιστικό ορίζοντα του Άλλου. Αναγνωρίζοντας την αξία του ανθρώπινου προσώπου ως εικόνα και ομοίωση του Θεού, προσδίδουμε ίση αξία στον καθένα και την καθεμία, πέρα και ανεξάρτητα από οποιοδήποτε άλλο προσδιοριστικό της. Μας αρκεί ότι είναι άνθρωπος. Η Θεία Ευχαριστία συνιστά πρότυπο μετοχής στον λόγο της Αγάπης  - υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας την κοινή τρωτότητα και φροντίδα του ενός για τον άλλο.  Όταν, μάλιστα, αυτός ο Άλλος είναι συγ-κάτοικος στη χώρα μας, την οποία αναγνωρίζει ως δική του πλέον χώρα, του αναγνωρίζουμε ίση αξία με μας και πασχίζουμε να επανατοποθετήσουμε τον εαυτό μας σε έναν ευρύτερο  - περιχωρητικό - ορίζοντα, μέσα στον οποίο, αφενός να δούμε τη δική μας μερικότητα, αφετέρου να αναπτύξουμε νέα κριτήρια αξιολόγησης, με τα οποία θα αρθρώσουμε νέες αξίες. Πώς το κάνουμε;

Η κλασική εθνοκεντρική πλάνη είναι γνωστή: όταν μια αλλότρια συμπεριφορά μας παραξενεύει προσπαθούμε να την κατανοήσουμε απλοϊκά με τους οικείους κώδικες ερμηνείας, επιβεβαιώνοντας τα οικεία σχήματα σκέψης. Φοράει μια αριστούχος μουσουλμάνα μαθήτρια μαντίλα στην εθνική παρέλαση της 25ης Μαρτίου; Απαράδεκτο: είναι ένδειξη «θρησκόληπτου σκοταδισμού» και «οπισθοδρομικών» εθίμων.

Προσέξτε την άρρητη παραδοχή: οι εθνοκεντρικοί γνωρίζουν τι συμβολίζει η μαντίλα, της οποίας το νόημα θεωρούν αμετάβλητο. Πώς είναι βέβαιοι για τη γνώση τους; Εφαρμόζουν απροβλημάτιστα οικείους ερμηνευτικούς κώδικες. Στη φιλελεύθερη νεωτερικότητα, η γυναίκα είναι τόσο ελεύθερη για τις ενδυματολογικές της επιλογές, όσο και ο άνδρας. Σωστά; Άρα, αν οι γυναίκες μιας άλλης κουλτούρας ντύνονται ‘περίεργα’, αυτό αποτελεί ένδειξη οπισθοδρομικότητας.

Σε αυτή την ερμηνευτική προσέγγιση ο Άλλος δεν έχει εγγενή ετερότητα, η οποία πρέπει να κατανοηθεί με τους δικούς της όρους. Η διαφορετικότητά του είναι αναγώγιμη στους οικείους κώδικες του ερμηνευτή. Αν, μάλιστα, ο τελευταίος έχει το πάνω χέρι, η ερμηνεία του δεν είναι μια ακόμα γνώμη, αλλά συνοδεύει την άσκηση ισχύος.

Ερμηνευτικοί φιλόσοφοι και ανθρωπολόγοι, μεταξύ άλλων, έχουν καταδείξει γιατί η εθνοκεντρική προσέγγιση είναι προβληματική. Ουσιώδες στοιχείο της κατανόησης ενός αλλότριου τρόπου ζωής είναι η αναθεώρηση (όχι επιβεβαίωση) των κωδίκων του ερμηνευτή. Η μεγάλη συνεισφορά της ερμηνευτικής φιλοσοφίας (ιδιαίτερα του Χανς-Γκέοργκ Γκάνταμερ και του Τσαρλς Τέιλορ) έγκειται στο ότι μας δείχνει πόσο σύνθετη είναι η πράξη της κατανόησης.

Η ερμηνευτική προσέγγιση δεν βιάζεται να κρίνει, αλλά εντοπίζει εκείνο το στοιχείο του αλλότριου τρόπου ζωής που αντιστοιχεί  - συγκρίνεται, αντιπαραβάλλεται, αντιτίθεται – με στοιχεία του δικού μας τρόπου ζωής. Αν μας νοιάζει να κατανοήσουμε τον Άλλο χωρίς στρεβλώσεις (μη εθνοκεντρικά), πρέπει να τροποποιήσουμε τους δεδομένους κώδικες ερμηνείας μας. Βλέπουμε τότε ότι, αν και μοιραζόμαστε την κοινή ανθρώπινη κατάσταση, υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι να υπάρχουμε. Η συνειδητοποίηση αυτή ανατρέπει τη «φυσικότητα» της δικής μας ερμηνείας. Όπως λέει ο Τέιλορ, η πραγματική κατανόηση έχει «ταυτοτικό τίμημα» («identity cost») – δεν μπορείς να κατανοήσεις τον άλλο αν δεν αλλάξεις τη δική σου αυτο-κατανόηση.

Δείτε πόσο υποδειγματικά το κάνει αυτό ο Αμερικανός καθηγητής Αγγλικών Σπουδών Γκάρυ Γουίλς σε άρθρο του στο NewYorkReviewofBooks (24/3/16). Αφού ομολογεί άγνοια του Κορανίου, αναφέρει τις ερμηνευτικές δυσκολίες που συνάντησε όταν άρχισε να το μελετά. Ένας τρόπος να ξεπεράσω τις δυσκολίες, λέει, ήταν να αντιπαραβάλλω ιστορίες που αναφέρονται στο Κοράνι με αντίστοιχες ιστορίες που μου ήταν οικείες από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Διαπίστωσα με έκπληξη, παρατηρεί, ότι, ως Καθολικός, είχα αρκετά κοινά σημεία με τους Μουσουλμάνους, π.χ. τον μεγάλο σεβασμό στην Παναγία. Είδα πράγματα που δεν περίμενα.

Αναφερόμενος στη μουσουλμανική μαντίλα, ο Γουιλς προσπαθεί να την κατανοήσει με τους όρους του Κορανίου (οι πιστοί, άνδρες και γυναίκες, πρέπει δείχνουν σεμνότητα με το σώμα τους ως ένδειξη σεβασμού στο Θεό) και τη συγκρίνει με πρακτικές στη δική του θρησκευτική κοινότητα. Όταν ήμουν παιδί, λέει, οι γυναίκες φορούσαν μαντήλα και οι άνδρες έπρεπε να βγάλουν το καπέλο τους όταν εισέρχονταν στην Εκκλησία. Αν και μερικές ισλαμικές παραδόσεις υιοθετούν ακραίες ενδυματολογικές πρακτικές για τις γυναίκες (π.χ. μπούρκα), οι πρακτικές αυτές αφενός δεν έχουν έρεισμα στο Κοράνι, αφετέρου απορρίπτονται από αρκετούς μουσουλμάνους. Όπως σε κάθε θρησκευτική παράδοση, το Ισλάμ είναι περισσότερο πολυσχιδές απ’ ότι αναγνωρίζει η πολιτισμική μας άγνοια.

Εκτός από φοβική εμμονή σε οικείους κώδικες, το εθνοκεντρικό λάθος συνίσταται και στην αντίληψη ότι τα σύμβολα του Άλλου είναι αμετάβλητα. Το αντίθετο συμβαίνει. Τα σύμβολα διαθέτουν ρευστότητα, αλλάζουν νόημα με το χρόνο. Η μαντίλα μπορεί να υποδηλώνει πίστη, μπορεί όμως, σε κάποια συμφραζόμενα, να σηματοδοτεί πολιτισμική καταγωγή, σεβασμό σε πατρογονικές παραδόσεις, ακόμη και μόδα, όπως συχνά συμβαίνει σήμερα με το χριστιανικό σταυρουδάκι.

Για να κατανοήσουμε το λόγο του Άλλου πρέπει να διαλεχθούμε μαζί του. Επιτρέποντας λ.χ. τη συμμετοχή μιας μουσουλμάνας μαθήτριας στις εθνικές μας τελετές της λέμε συμβολικά: αναγνωρίζω την ετερότητά σου, θέλω να κατανοήσω τον πολιτισμό σου, είμαι διατεθειμένος να διευρύνω την οπτική μου γωνία. Το όφελος είναι διπλό: αφενός διατηρώ τον δικό μου τρόπο ζωής εν επιγνώσει της μερικότητάς του, αφετέρου η αλληλεπίδρασή σου μαζί μου ίσως ωθήσει και σένα να ξαναδείς το νόημα των δικών σου συμβόλων. Δεν είναι εύκολο, είναι όμως απαραίτητο, τουλάχιστον για όποιον πιστεύει στην ανοιχτή κοινωνία.

Η περιχωρητική προσέγγιση δεν ουσιοποιεί ταυτολογικά τον Άλλο, ούτε συμφύρει διαφορετικές ιστορικές εκφάνσεις σε μια αμετάβλητη φύση («Ο Αφγανός που περνάει τα ευρωπαϊκά σύνορα δεν παύει να είναι Αφγανός. Πυρήνας της ταυτότητάς του είναι η θρησκευτική πίστη, η σαρία, το Κοράνι», βλ. Τ. Θεοδωρόπουλος, «Καθημερινή», 20.8.2021), ούτε αυτοαναγορεύεται σε κριτή του Άλλου (η «αναχρονιστική» μαντήλα που φοράει η αριστούχος μαθήτρια στην εθνική παρέλαση), αλλά εντοπίζει αναλογικά εκείνο το στοιχείο του αλλότριου τρόπου ζωής που αντιστοιχεί  σε στοιχεία του δικού μας τρόπου ζωής.

Αν, με άλλα λόγια, μας νοιάζει να κατανοήσουμε τον Άλλο χωρίς στρεβλώσεις (δηλαδή, μη εθνοκεντρικά), πρέπει να τροποποιήσουμε τους αυτονόητα δεδομένους κώδικες ερμηνείας μας. Βλέπουμε τότε ότι, αν και μοιραζόμαστε την κοινή ανθρώπινη κατάσταση, υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι να υπάρχουμε. Η αναγνώριση αυτή ανατρέπει τη «φυσικότητα» της δικής μας ερμηνείας. Είμαστε έτσι γιατί γίναμε έτσι, άρα μπορεί και να γίνουμε κάτι διαφορετικό. Για την ακρίβεια, πάντα γινόμαστε κάτι διαφορετικό, στη διαδρομή της ιστορίας. Έχουμε το θάρρος να διαμορφώσουμε την ταυτότητά μας μας με διαύγεια και αυτοσυνειδησία;

Σε ένα de facto πολυπολιτισμικό περιβάλλον, σε μια γόνιμα πληθυντική Ευρώπη, η πρόκληση μπροστά μας, για τις επόμενες δεκαετίες, είναι η διαυγής επανεπεξεργασία της ταυτότητάς μας: το πέρασμα από τη μονοφωνική την πολυφωνική αυτοκατανόηση· η αναγνώριση της διαλογικότητας στην πολιτισμική κατασκευή· και η αναδημιουργία της ιστορίας μας, υπό το φως της διαρκώς εξελισσόμενης αυτοερμηνείας μας. Παρά τις περί του αντιθέτου ενδείξεις, η χριστιανική παράδοσή μας, κατάλληλα επεξεργασμένη, θα μας επιτρέψει να ενδυναμώσουμε αυτό που ελπιδοφόρα άρχισε η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία – την αναστοχαστική και συμπεριληπτική, φιλελεύθερη κοινότητα.

* Καθηγητής στην Έδρα Columbia Ship Management και Κοσμήτορας της Σχολής Μεταπτυχιακών Σπουδών, στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick της Βρετανίας, και επίτιμος καθηγητής στα Πανεπιστήμια Sydney και Queensland της Αυστραλίας. (www.htsoukas.com)




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










719